Further tags

Όταν η κατανάλωση αλκοόλ ή απαγορευμένων ουσιών μπορεί να σε φτάσει στο σημείο χαλάρωσης που νομίζεις ότι είσαι έτοιμος να χεστείς στα βρακιά σου. Είναι συνήθως συναίσθημα δευτερολέπτων στο οποίο κοιτάς σαν ηλίθιος το κενό και σκέφτεσαι «πόσο σκατά μπορεί να είμαι;»

  1. - Με πήραν τηλέφωνο ο Γιάννης και ο Κώστας.
    - Ε, και;
    - Έρχονται.
    - ΟΚ. Βάλε λίγο ουισκάκι ακόμα.
    - Να ρωτήσω κάτι;
    - Ρίχ' το.
    - Ποιος είναι ο Γιάννης και ο Κώστας;
    - Δεν τα ξέρω τα παλικάρια.
    - Πω πω χέσιμο...

  2. - Χε χε
    - Τι γελάς ρε μαλάκα;
    - Χε χε χε
    - Τι γελάς ρε; 'Έχασα κανένα αστείο; Τι τσιγαράκι είναι αυτό;
    - Χέσιμοοοο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κατάσταση στην οποίαν περιέρχεται κάποιος έπειτα από υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ.

Επίσης λιώμα, τύφλα, χώμα, σκνίπα κλπ.

- Χτες στο πάρτυ του Ανδρέα γίναμε λιάδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για προσφιλές άθλημα, οι αθλητές του οποίου επιδίδονται στην ταυτόχρονη κατανάλωση μπάφων και ξιδιών, με δυσάρεστα συνήθως αποτελέσματα.

Κυριολεκτικά: μπάφοι με ξίδια.

- Πω πω δικέ μου, έχω κλάσει πάνω μου. Με έχει πιάσει κρύος ιδρώτας..!
- Εμ, αφού είσαι φλώρος. Τι το 'θελες το μπι εμ εξ;
- Μπεργκ. Πάω να αμολήσω μια ρουκέτα...

(από skabyjr, 21/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος μετά από κάπνισμα χασίς, η μαστούρα.

- Τι έχει ο Γιάννης ρε; Έχει κάτι μάτια κόκκινα, παραπατάει και δεν καταλαβαίνω τι λέει.
- Κλασμένος είναι.

Κώλος κλασμένος, γιατρός χεσμένος (από Vrastaman, 24/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κούνια ονομάζεται το κάπνισμα. Η ονομασία αυτή οφείλεται στην συνεχή, μηχανική κίνηση του χεριού που κρατάει το τσιγάρο, από το στόμα στον αέρα και άντε πάλι, που μιμείται την χαρακτηριστική κίνηση της κούνιας.

- Μου έχει σπάσει τα νεύρα το αφεντικό μου αυτές τις μέρες!! - Και προφανώς προσπαθείς να ηρεμήσεις με τσιγάρα! Βρομοκοπάς ολόκληρος!! Φαντάζομαι η κούνια θα 'χει πάει σύννεφο!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημάδι στο αριστερό συνήθως χέρι, μεγέθους νομίσματος των είκοσι λεπτών, προκαλούμενο υπό του εμβολίου κατά της ευλογιάς που γινόταν με εξασθενημένο ιό από νοσούντα βοοειδή (δαμάλια). Κατά την εφαρμογή του εμβολίου άνοιγε πληγή στο δέρμα του χεριού που διαρκούσε μέχρι τρεις εβδομάδες (αν όλα πήγαιναν καλά). Παλιότερα κάτι έκαναν και με κάτι ξυράφια αλλά δεν τον κόβω κιόλας.

Το συγκεκριμένο παράσημο εικάζω ότι σταμάτησε να απονέμεται στην αρχή της καλόγουστης δεκαετίας.

Τάργκετ γκρούπ ήταν τα παιδιά από δέκα ως δώδεκα χρόνων τα οποία συνήθως ήταν δεξιόχειρες, άντε και αμφίχειρες, και καθώς τα περισσότερα ήταν είτε μαθητές είτε χειρώνακτες έτρωγαν το εμβόλιο στο χέρι που και καλά δεν χρειαζόντουσαν άμεσα στην καθημερινότητά τους για το χρονικό διάστημα που διαρκούσε ο πόνος .

Η λέξη προέρχεται απο το Ιταλικό vaccina που θα πει εμβόλιο, στα Εγγλέζικα vaccine.

Η όλη διαδικασία λέγεται και δαμαλισμός.

  1. Κι ητανε ενα εμβολιο του δαμαλισμου το λεγανε, μαλλον για να μη γινουμε δαμάλια μεγαλωνοντας, που βγηκε επικινδυνο και το αποσυρανε οταν ητανε η σειρα του να το κανω, και μεχρι να βγει το καινουργιο η μανα μου το ξεχασε, και δε τοκαμα ποτε, μαλλον γιαυτο γινηκα μοσχαρα μεγαλωνοντας, αλλα κανεις δε μας ειπε τι απογινανε τα παιδακια που χανε προλαβει να το κανουνε απο εδώ

  2. Τα πιο συνηθισμένα προφυλακτικά εμβόλια είναι τα εξής: τ' αντιδιφθεριτικά και αντιτετανικά, τ' αντιτυφοπαρατυφικά, το αντιφυματικό, γνωστό σαν εμβόλιο του Καλμέτ, το αντιλυσσικό, το αντιπολιομυελιτικό, που γίνεται ενδομυϊκά, ή από το στόμα, το αντιευλογιακό ή δαμαλισμός, όπως επιστημονικά λέγεται, επειδή το μικρόβιο αρχικά πολλαπλασιάζεται στο δέρμα των δαμαλιών, το αντικοκιτικό και το εμβόλιο ενάντια στην ιλαρά.απο εκεί

  3. «Διάλεξις επί της αγελαδινής ευλογιάς». Τέλος, το τέταρτο ήταν το κεφάλαιο «Εύρεσις της δαμαλίδος ή δαμαλισμού, κοινώς λεγομένης Βακκίνας», στο βιβλίο του ιατρού Σεργίου Ιωάννου, «Πραγματείας Ιατρικής, τόμος πρώτος περιέχον επίτομον Ιστορίαν της Ιατρικής Τέχνης», Κωνσταντινούπολις 1818. Ας σημειωθεί ότι ο όρος δαμαλισμός, όπως διαπιστώνεται από την έρευνα, εισάγεται στην ελληνική ιατρική ορολογία, το 1802. ....και .........
    Απαριθμεί όλες τις χώρες της Ευρώπης, στις οποίες γρήγορα διαδόθηκε και είχε αρχίσει, μe νόμο να εφαρμόζετai στα παιδιά. Μάλιστα, αναφέρει ότι στη Ρωσσία το 1800 η αυτοκράτειρα «ωνόμασε Βακσινόφ το πρώτον υποτεθέν παιδίον εις αυτήν την πράξιν » του εμβολιασμού... από παρέκει

Ο εφευρέτης της βατσίνας Φανούρης Βατσινάς (από perkins, 14/09/10)βατσίνα (από perkins, 14/09/10)Batsina (από Vrastaman, 15/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του Hangover -> Hanover. Χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την κατάσταση κάποιου μετά από γερό μεθύσι καθώς και την προσπάθεια να την ξεπεράσει.

  1. - Έλα, ρε φιλε. Που είσαι; - Ανόβερο.

  2. - Έλα, ρε φιλε. Τι κάνεις;
    - Περιμένω την πτήση για Αθήνα από Ανόβερο.

(από GATZMAN, 09/09/10)(από Vrastaman, 09/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Α. Απ' το αρχαίο ελληνικό και μετέπειτα αλεξανδρινό «σάπφειρος» > ζαφείρι: Ορυκτός πολύτιμος λίθος, από ανοιχτό γαλάζιο και πράσινο μέχρι σκούρο μπλε, χρησιμοποιείται από αρχαιοτάτων για κοσμήματα κλπ.

Β. Κατά μίαν εκδοχή, ήταν/είναι τα κιτρινο-γαλαζο-πράσινα φλέματα που προκύπτουν απ' τον τσιγαρόβηχα, το κρυολόγημα, τη φθίση, κλπ., που σου στέκονται στο λαιμό και δε μπορείς να τα φτύσεις, ούτε να τα καταπιείς ... μπλιαχ! (πιθανά συνώνυμα: ροχάλα, τάλιρο, λίρα, κλπ.)

Γ. Ήταν / είναι οι καπνίλες, οι στάχτες, τα ρετσίνια, τα λάδια και άλλα κατάλοιπα στο νερό του ναργιλέ (نرجيلة, narguil, narguilé, pipe à eau, pipa de agua, water pipe, water bong) ή της συνώνυμης شيشة «shisha» και, κατ' επέκταση, στο λαρύγγι του χρήστη, μαζί με τη σχετική πικρίλα.

Ίσως να' χεις καπνίσει το εκ Ζωνιανών ορμώμενο χορταράκι, ή άλλα, πιο διαδεδομένα στις Αμερικές και αλλαχού, όπως Acapulco Gold, Panama Red, Jamaican Spliff, Pot , ή την πιο διάσημη Marijuana (στις λατινογενείς γλώσσες, οι διάφορες Μαρίες-Ιωάννες έχουν δανείσει/χαρίσει τ' όνομά τους σε πλείστες όσες ονομασίες: Maria-Juana, Marie-Jeanne, Mary Jane = Μαριχουάνα, Bloody Mary = Βότκα+ντομάτα+ ..., Marie-couche-toi-là = Εύκολη γκόμενα, ανοιχτομπούτα, κρεβατάμπλ, Dame Jeanne = Νταμιτζάνα, κλπ.) που, αρχικά, σήμαινε το φτηνό ταμπάκο. Μέχρι που οι λατινομαθείς τη βαφτίσανε cannabis sativa indica, οι ελληνομαθείς ινδικήν κάνναβιν και οι πιο περπατημένοι, μαστούρηδες, αφιονισμένοι (απ' το αρχαίο ελληνικό «όπιον» μέσω του περσο-τουρκικού afyon) κι ωραίοι σημερινοί σλανγκιστές, ανά τον κόσμο, την είπαν joint, stick (US), pétard, bédo (FRA), porro, cano, mota (ESP), baseado, toco (POR), canna, spinello (ITA), στριφτό, γεμιστό, μαύρη, τσιγαρλίκι, (ΕΛΛ), «الحشيش القنب الهندى» (ΑRΑ, αλ χασίς αλ κάναμπ αλ χίντι = δλδ το «χασισάκι») κλπ.

Αφού το καπνίσεις και «φτιαχτείς», εκτός απ' τη ζαλάδα/θολούρα, σε πιάνει και μια λιγούρα, άλογο πράμα, λιμπίζεσαι κάτι να φας, βρε παιδί μου, οπότε ζητάς να μασουλήσεις καμιά μπουκιά, κάτι να κατευνάσει την πείνα σου, να σου διώξει την πικρίλα απ' το λαρύγγι και να σε φέρει στα ίσα σου, να στανιάρεις, να ξεπήξεις απ' την κατακεφαλιά της τετραϋδροκανναβινόλης (THC). Το περί ου ο λόγος μπινελίκι ήταν το de rigueur (συνηθισμένο/υποχρεωτικό) σοροπιαστό γλυκό που κατανάλωναν το πάλαι ποτέ οι χασικλήδες حشيشي (ελάχιστη σχέση με τους παλιούς τρομοκράτες حشيشين -haschaschin=assassins=δολοφόνους-) μετά που είχαν «κάνει» ή «φουμάρει» ή «πιει» τη τζούρα τους, ώστε να πάνε κάτω τα ζαφείρια και να μην είναι ο στόμας τους τσαρούχι, σα να λέμε, κάτι με μπόλικα σορόπια/πετιμέζια: κανταϊφάκι, μπακλαβαδάκι, φοινίκι/μελομακάρονο, γαλατομπούρεκο, σάμαλι, κτλ., να φύγει η πίκρα. Το λουκούμι συνηθιζόταν αργότερα σαν πιο εύχρηστο, πιο βολικό και πιο φτηνό. Μεταγενέστερο (αλλά ersatz) κατάλοιπο της συνήθειας (που εγώ πρόλαβα) είναι η καραμέλα που πάντα δίνανε παλιά οι καφετζήδες (και κάθε αξιοπρεπής κάπελας/ταβερνιάρης) με το απλό κονιάκι (sic) στους μπεκροκανάτες βαρελόφρονες.

Ανέλιξη του να πάνε κάτω τα ζαφείρια ίσως είναι η πιο γνωστή έκφραση να πάνε κάτω τα φαρμάκια, μεταφορικά, τα ντέρτια κι οι καημοί, χωρίς σχέση με τσιγαρλίκια και τεκέδες. Δείγμα από ένα παμπάλαιο ρεμπέτικο:

[I]Στο απόμερο το ταβερνάκι
Τα πίνω με δυο γεροντάκια
Άιντε ακόμα ένα ποτηράκι
Να πάνε κάτω τα φαρμάκια.[/I]

- -Άσε, μωρ' αδερφέ μου! Με κεράσανε κάτι σέρτικα Λαμίας κι είναι ο καταπιώνας μου γεμάτος ξυλόπροκες ... Πιάσε κάνα μπινελίκι να πάνε κάτω τα ζαφείρια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για χαρακτηρισμό είδους βρόμας η οποία μοιάζει με πουρί πράσινο σαν λειχήνα. Ακούγεται σε τηλεφωνική συνδιάλεξη φάρσας με τους θρυλικούς «Πατρινούς» όπου ο μινάρας φαρσέρ αποκρίνεται στην δύστυχη ακροάτρια της απέναντι γραμμής λέγοντας «έχει πιάσει το μουνί σου σκουλαμέντρα

- Για κανονίστε να καθαρίσετε εδώ μέσα....
- Ναι κύριε λοχία. Αμέσως...
- Άντε γιατί έχουμε πιάσει σκουλαμέντρα....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη γενικής χρήσης. Αλλάζει νόημα ανάλογα την φράση που την χρησιμοποιούμε. Δείτε παραδείγματα.

  1. Έχασες που δεν ήρθες στο πάρτυ της Νίκης, μπιστάγαμε (χορεύαμε) μέχρι το πρωί.

  2. Ποιος μου μπίστηξε (βούτηξε) τον αναπτήρα ρε; Είχα έναν αναπτήρα εδώ.

  3. Πα να μπιστήξουμε (φάμε) κανά σαν ντουΐ; Πείνασα...

  4. Τί πάρτυ θα 'ναι αυτό ρε; Θα μπιστάει (βαράει) καθόλου;

  5. Τι έγινε με την Σούλα χθες ρε; Την μπίστηξες (πήδηξες);

  6. Καλά ρε πρεζάκια, χθες σου άφησα ένα σακούλι γεμάτο. Πότε πρόλαβες και το μπίστηξες (ήπιες);

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified