Further tags

  1. Ο άσχημος.
  2. Αυτός που έχει άθλια εμφάνιση λόγω χρήσης (ή κατάχρησης) ναρκωτικών ουσιών ή αλκοόλ.

- Τι μάπα είναι αυτή που έχεις ρε φίλε... Σαν τον κώλο μου ξενύχτη.

σαν το κώλο μου νυχτοφύλακα (από xalikoutis, 31/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερβολικά μεθυσμένος.

Ήπια χτες ενάμισι μπουκάλι κι έγινα κροκόδειλος.

(από Galadriel, 26/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λήμμα-σύνθημα που συμπυκνώνει σε τρεις λέξεις μία ολόκληρη φιλοσοφία και στάση ζωής. Χωρίς περαιτέρω σχόλια.

Σε παλαιότερες εποχές (βλέπε '80s) απαντάτο ως σύνθημα σε τοίχους των Εξαρχείων και σε φοιτητικά αμφιθέατρα. Έκτοτε αγνοείται η τύχη του.

- Τι κάνει ρε εκείνος ο παλιός σου φίλος ο Πάνος; Έχω να τον δω κάτι χρόνια...
- Τι να κάνει, αφού τον ξέρεις τώρα τον Πάνο. Μια ζωή τα ίδια! Σούρα, τζούρα και μαστούρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άκρως μαγκιόρικη έκφραση, την ξεστομίζουνε παλιοί πότες!!! Σημαίνει «πάμε να πιούμε καν ποτό». Συνηθίζεται να λέγεται μετά από μανούρα.

(διάλογος από την ελληνική ταινία «Λόλα») μετά από την μανούρα στο μαγαζί του Φαρέα:
- Πάμε να βρέξουμε τα χείλη μας ρε μόρτης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράσις χορτοσλάνγκ-τεκεδοσλάνγκ, αναφερόμενη στην φούντα, προϊούσα γυριστροπαρέας.

Απαντάται στην απελπισία του κύκλου, που αδημονώντας για «την άφιξη του παπά, με τα άμφια, για να τελέσει το ευχέλαιο», απευθύνεται στον στρίφτη που την καθυστερεί για αδιευκρίνιστους λόγους. Ο ίδιος, με τη σειρά του απαντά με την εν λόγω για να παινέψει το αριστούργημά του ως προς την γεύση και την μαεστρία της στρεπτικής κατασκευής, παραλληλίζοντάς το με την πεντανόστιμη, στριφογυριστή χορτόπιτα, σπεσιαλιτέ της Σκοπέλου.

1ος στον 2o: Άντε ρε, μία ώρα... Δεν την παλεύω ρε... Ανοίγεις φύλλο για σπανακόπιτα;
2ος στον 1o: Μην αγχώνεσαι, ξέρω τι κάνω... Θα σ' την κάνω σκοπελίτικη και θα γλείφεις τα δάχτυλά σου...
3oς στον 1ο: Αγχώσου, ρε... (άσχετο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραπέμπει στο χασίς. Η λέξη «λιβάδια» συμβολίζει την άμετρη κατανάλωση του αγνού αυτού προϊόντος της μάνας γης.

- Τι λέει ο Τάκης; Πάει ακόμα το τσιγαριλίκι γόνα;
- Κανονικά... Λιβάδια ολόκληρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σκάλωμα μιας ομάδας μπάφκετ που έχει εξασφαλίσει μεγάλη ποσότητα, έχει κλειστεί στο μπαφόσπιτο και έχει καεί στο μπάρμπεκιου.

Λέγεται επεξηγηματικά για να αιτιολογήσει κανείς την ξαφνική απουσία όλων των φουνταμενταλιστών της παρέας, ξεκαθαρίζοντας πως οι μόνες λύσεις για να τους ξανασταμπάρουμε κάπου είναι να τελειώσει η νταφού ή να τελειώσουν οι πάστες.

Παραφθορά παλαιότερου punchline από διαφήμιση υγρού πιάτων: «Στο Βιλλαμπάχο ακόμα τρίβουν».

- Καλά, αυτοί οι χαβαλέδες άρχισαν να λείπουν κι από τα εργαστήρια τώρα;
- Ποιοι μωρέ, οι φουντικοί κι οι χασίστες; Στο βιλλαμπάφο ακόμα στρίβουν... Ήρθε η άκρη τους από κάτω και έχουν καπνίσει μισό στρέμμα σε δυο μέρες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όλος-χρόνος-κλασικό χίπικο σύνθημα. Θυμίζει και sex, drugs & rock n' roll, θυμίζει και Jean-Jacques Rousseau για τα καλά του φυσικού ανθρώπου. Το νόημα είναι η επιστροφή στις φυσικές αξίες, όπως το γαμήσι, μακριά από τις επιτηδεύσεις του καπιταλισμού και με λίγο χασισάκι για ακόμη μεγαλύτερο πασιφισμό. Σύγκρινε: Αφήστε τα μίση και πιάστε το γαμήσι.

«Χασίσι, γαμήσι κι επιστροφή στη φύση» το νέο σύνθημα ζωής του Πέρι απ' όταν πήγε να ζήσει στο Αμπιτζάν. Δεν συμβιβάζεται με τίποτα λιγότερο από την ζούγκλα, τον Πιερ, και τον Ουίλι τον μαύρο θερμαστή από το Τζιμπουτί.
(Σ.ς.: Μετά φταίω εγώ που τον κράζω σε κάθε παράδειγμα;).

Αααα, η φύση... (από Galadriel, 07/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Η ατάκα ναι μεν, λέγεται στο στυλ της ατάκας: «Θα καούν τα κάρβουνα», αλλά δεν σχετίζεται με το κάψιμο του γνωστού και συμπαθέστατου πουλερικού (βλ. φωτο) σε κάποιο μπάρμπεκιου. Επίσης, δεν μιλάμε για τη δήλωση κάποιου μεγάλου μαγίστρου των καμακιών, ή κάποιου ψωλοπερήφανου, ή κάποιου που την έχει δεί καμπόσος και πιστεύει πως σε μια βραδιά θα κάψει ερωτικά ένα λεφούσι γκόμενες (πέρδικες). Επίσης δεν μιλάμε για κάποιον που δηλώνει το παραπάνω ως στόχο της παρέας του.

Μιλάμε 1. για κάποιον που βρίσκεται στο τσακίρ κέφι και είναι ακράτητος για αλκοολοθεραπεία και δηλώνει στην παρέα του, ή σε σερβιτόρο /-α ενός μπαρ πως απόψε αυτός ή / και τα άλλα μέλη της θα κάψουν... τις ποσότητες υγρού πυρός, από το γνωστό ουίσκι πέρδικα, στον κινητήρα του στομαχιού τους. Μια τέτοια δήλωση ενώνει τους συμφωνούντες, πείθει κάποιους αναποφάσιστους, αφήνει σχετικά αδιάφορους αυτούς που δεν έχουν διάθεση, ενώ δίνει υπονοούμενο στον /στη σερβιτόρο /-α να φροντίσει για επαρκή αποθέματα περδικασφάλειας (βλ. σημείωση). Θα 'ταν άδικο, όπως αναφέρεται και στην περίπτωση της μπυρασφάλειας, να τελειώσουν τα αποθέματα αλκοόλ και να μην έχει ολοκληρωθεί η λιαρδοποίηση. Άγχος που χει το παλικάρι...

  1. Κατά πιο ευρύτερη έννοια του όρου, αναφερόμενος στους φίλους του, δεν μιλάει συγκεκριμένα για το ουίσκι πέρδικα, αλλά για οποιοδήποτε καραουισκάκι, αφού στην περίπτωση αυτή το ουίσκι πέρδικα αντιπροσωπεύει το κάθε καραουισκάκι.

  2. Κατά ακόμα πιο ευρύτερη έννοια του όρου αναφέρεται στους φίλους του μιλώντας για οποιοδήποτε ποτό. Εδώ η λέξη πέρδικα αντιπροσωπεύει οποιοδήποτε ποτό.

Σημείωση: ο όρος περδικασφάλεια εκφράζει τη θεώρηση κάποιου για την επάρκεια αποθεμάτων ουίσκι πέρδικας, ώστε να μην καταρρεύσει το απαιτούμενο περδικοστόκ.

- Πω ρε παιδιά απόψε έχω μια χαρά μεγάλη.
- Τι συνέβη ρε;
- Να... μου είπε η Λίλιαν πως θέλει να τα φτιάξουμε. Γι' αυτό απόψε θα σας πάω στο γνωστό μπαράκι για να σας κεράσω. Απόψε... θα καούν οι πέρδικες, αδέρφια. Τουτέστιν θα γίνουμε λιώμα. Θα κατεβάσουμε ένα κοτέτσι πέρδικες. Κι αυτό είναι δήλωση.
- Καλό αυτό για μας. Αλλά εσύ θα μπορείς ρε καημένε να πάρεις την κούπα στο γήπεδο, μετά από τέτοια περδικοκατάνυξη (άγριο πιόμα πέρδικας, που οδηγεί σε κεφατζίδικη ατμόσφαιρα) ή θα σε κλαίνε οι ρέγγες;.
- Ες αύριο τα σπουδαία με τη Λίλιαν. Ασ' την σήμερα να καεί λιγάκι. Εγώ πώς τσουρουφλιζόμουν για πάρτη της μήνες και μήνες, που τα 'χε με το μαλάκα τον Πέρι και με μια αρμάδα μαλάκες;
- Τι κάνουν αλήθεια όλοι αυτοί;
- Είναι ρέστοι απ' ό,τι μαθαίνω και κάθε βράδυ ο καθένας τους φτιάχνει εργόχειρα για πάρτη της.

(από GATZMAN, 15/12/08)(από GATZMAN, 15/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναμένοντας τις ρακές που παράγγειλες στο ρακάδικο, και ετοιμάζεσαι για την επερχόμενη ρακοποσία συζητώντας χαλαρά για τον ερχομό τους με τους συμμέτοχους στο project (ρακοποσία). Η ατάκα προέρχεται από παραλλαγή της γνωστής παροιμίας: «καλομελέτα κι έρχεται». Υ.Γ: συμμέτοχοι = φιλαράκια

- Άντε πότε θα 'ρθούν ρε φίλε οι ρακές να κάνουμε κεφάλι;
- Ρακομέλετα κι έρχεται.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified