Ο τακτικός χρήστης μπάφου.
Αυτοί εδώ που βλέπεις στον διάδρομο της εστίας είναι κάτι ιταλοί μπαφιώτες από το erasmus. Έχουν κλείσει και τις πόρτες και το 'χουν ντουμανιάσει.
Ο τακτικός χρήστης μπάφου.
Αυτοί εδώ που βλέπεις στον διάδρομο της εστίας είναι κάτι ιταλοί μπαφιώτες από το erasmus. Έχουν κλείσει και τις πόρτες και το 'χουν ντουμανιάσει.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Φράση της νύχτας όπου χρησιμοποιείται για ανθρώπους οι οποίοι είναι «βρώμικοι» αλλά στην συνέχεια βάζουν μυαλό και γίνονται ξανά ενάρετοι.
Από το γνωστό παλιό καθαριστικό.
Χμμ, δεν βλέπω ντρόγκια... έγινες λουλάκι βλέπω!
Got a better definition? Add it!
Τα χάπια που έπιναν (και πίνουν) κάποιοι τοξικομανείς με τη σέσουλα για να την ακούσουν, να φτιαχτούν βρε αδερφέ, να κάνουν κεφάλι.
Συγκριτικό τους πλεονέκτημα σε σχέση με τις άλλες ουσίες είναι ότι τα μπιφτέκια είναι πιο φθηνά, πιο ευκολοφόρετα, πιο εύκολο να τα προμηθευτεί κανείς και το κυριότερο ότι βρίσκεις γιατρό να σου τα συνταγογραφήσει και να τα αγοράζεις ως κύριος.
Ονομάστηκαν μπιφτέκια αφενός για ξεκάρφωμα του χρήστη, και αφεδύο από το μεγάλο τους μέγεθος (στην φαντασία του χρήστη) και την ισχυρή τους δράση.
Κλασσικά μπιφτέκια είναι τα: Tavor, Ardan, Lexotanil, Valium, Vulbegal, το κλασσικό Hypnostenton, κουτουλού.
- Πώς εισ' έτσι ρε άπλυτε;
- Με χαλάσανε (χμφφφφ) τα μπιφτέκια, ήτανε (ουπς) ληγμένα.
Got a better definition? Add it!
Όταν την ακούει κανείς μετά από χρήση ευφορικών μέσων (αλκοόλ, φάρμακα, ναρκωτικές ουσίες και χημικά πτητικά υγρά). Χαρακτηρίζεται από χαλαρότητα, καλή διάθεση και βλακώδες χαμόγελο ή ακατάσχετο γέλιο, ζαλάδα και μειωμένες αναστολές.
Γενικότερα δημιουργείται στο υποκείμενο μια τάση για αποφυγή της πραγματικότητας και αδιαφορία για τις κοινωνικές επιταγές.
Όπως θα έλεγε κι ο Σιγμούνδος τείνει να εξωτερικευτεί το υποσυνείδητό μας παραμερίζοντας το εγώ. Για το υπερεγώ δεν το συζητάμε καθόλου, είναι το πρώτο θύμα της κραιπάλης.
Got a better definition? Add it!
Το εδώδιμο ουίσκυ, το Θήβας Ρήγκαλ, ο κονιόρδος, το αγροτικό, το λιωσέ κουέρβο, οι εκατό πίπες κοκ.
Αφιερωμένο στην Mes για το σχόλιο της στο Μεταξάς Citron
Αρχικό:
Χα, εψές στου παναΐρι ήταν υπέροχα,
ήταν και αύτουνος εικεί
τ'ν τράου - μι τράει,
μι γνέφ, του πατακλάω ιένα χαμόηλο...
Χα, επρέπ να του χα κ'πάς, δεν είνι τυχαίο που τραβά μαναχά ντουβάρ.
Μεταγενέστερο:
- Βάϊε, βάλε κάνα αγροτικό, αλλά εργοστασιακό ε; Μην φέρεις πάλι κανά ντουβάρ!
- Ένιας!
Got a better definition? Add it!
Έκφραση που χρησιμοποιείται όταν κάποιος έχει τσαλακώσει τόσο πολύ αλκοόλ, που δε τον βαστάνε τα πόδια του.
Βέβαια επειδή η έκφραση αποδίδεται σε βετεράνους που αρρωσταίνουν με νύχτα, οι εν λόγω γονυπετείς συνεχίζουν τον ανήφορο της νύχτας τους μέχρι να πέσουν τελικά σαν τον Απόλλο...
Λέγεται και σκέτο «γόνατα».
- Θα μαζευτούμε σε κάνα σπίτι ρε πριν βγούμε να πιούμε τίποτα;
- Ναι ρε, μην ανησυχείς, πίνουμε μια κάλα σπίτι μου και μετά σκάμε στα γόνατα ακρωτήρι.
- Αρρωσταίνεις με νύχτα τελικά!
Περιγράφοντας σ' έναν φίλο το προηγούμενο βράδυ:
- Πώς περάσατε τελικά χθες;
- Εγώ δεν ήπια πολύ, αλλά ο Τέο ήπιε το βόσπορο πάλι.
- Πόσο δηλαδή;
- Άσ' το ρε, γόνατα σου λέω.
Λέξεις για την υπερβολική μέθη: αλοιφή, γκολ, γόνατα, ζαμπόν, ζάντα, κόκαλο, κομματιανός, κουδούνι, κουνουπίδι, κουρούμπελο, κώλος, λιάρδα, λιώμα, μουνί, ντίρλα, πίτα, πλακάκι, σβερκώνω, σκνίπα, σταφίδα, στειλιάρι, στουπί, στρακόττο, τάπα, τούτζι, τσαλμπουράνι, τύφλα, φέσι, φέτα, φσέκι, χώμα.
Got a better definition? Add it!
Η λέξη προέρχεται από την γνωστή σε όλους /-ες «ιδρωτίλα»: ιδρωτίλα-τωτσίλα-τωτσίλας.
Ο τωτσίλας είναι ο κλασικός βρωμύλος σουβλατζής, ο οποίος εκτός του ότι πιάνει όλα τα υλικά με τα χέρια (εκτός από τις σάλτσες που χρησιμοποιεί για όλες το ίδιο σιχαμερό μαχαίρι), έχει την τρισάθλια συνήθεια να μην σκουπίζει ποτέ τον ιδρώτα του (!), με αποτέλεσμα αυτός (ο ιδρώτας) να ρέει άφθονος μέσα στο σουβλάκι που σου φτιάχνει, οπότε καταλήγεις να τρως κάτι το οποίο εκτός από βρώμικο είναι λες και το έχεις ψαρέψει από αλυκές... Επίσης μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε και για το σουβλατζίδικο, και όχι μόνο για τον σουβλατζή αυτοπροσώπως.
Got a better definition? Add it!
Λολοπαίγνιο μιας κομιλφό φράσης που αυτολεξεί μεταφράζεται σε ενασχόληση με παράνομες ουσίες.
Συγκεκριμένα, χρησιμοποιούμε την έκφραση «δουλειές με φούντες» στην καθωσπρέπει εκδοχή της για να αναφερθούμε σε επιχειρήσεις (δουλειές) μεγάλου βεληνεκούς και κερδοφόρες.
Το Μείζον Ελληνικό Λεξικό (Τεγό - Φυτρά) ερμηνεύει ως «φούντα» δέσμη από κλωστές ισομεγέθεις, ελεύθερες στο ένα άκρο, ή θύσανο.
Όμως, ο όρος «φούντα» (ή νταφού) αναφέρεται και για τον ανθοφόρο θύσανο της κάνναβης (χασίς, ποτ, χόρτο, μπάφος, μαύρο, αλβανός, στριφτό, γεμιστό, γάρο, ρο ή απλά «ο».)
Στο Βυζάντιο όμως, φούνδα ή κοιλιόδεσμος ή πουγγίον λεγόταν το σακίδιο με τα χρήματα που έζωναν στη μέση τους οι Βυζαντινοί.
Η ρίζα της λέξης είναι λατινική από το fundo, που σημαίνει κυριολεκτικά βυθίζω (το καράβι ή η επιχείρηση «πήγε φούντο» λέμε σήμερα). Θυμηθείτε το Αγγλικό fund, το Γαλλικό fonds, το Ιταλικό fondo.
Μεταφορικά, fundo σημαίνει: θεμελιώνω, καθιερώνω, παγιώνω, πακτώνω και τελικά συνάπτω σύμβαση. Αυτό γιατί κατά την σύναψη μιας σύμβασης οι Ρωμαίοι συμβαλλόμενοι βύθιζαν τα ραβδιά τους στο έδαφος για να στερεώσουν συμβολικά την συμφωνία (pactun, βυζαν, πάκτον) βλ. Κ. ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΥ ΠΡΟΧΕΙΡΟΝ ΝΟΜΩΝ ή ΕΞΑΒΙΒΛΟΣ σελ. 411 και ΜΕΛ σ. 853 βλ . και την νομική ρήση «pacta sunt servanda» = τα συμφωνημένα είναι τηρητέα, πρέπει να τηρούνται. Ακόμα και τώρα λέμε «τα μιλημένα και τιμημένα» (τιμώ=τηρώ).
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!