Selected tags

Further tags

Είναι η κλασσική κολλημένη-κολλώδης βρωμιά! Ξέρετε ποια, αυτή που υποβόσκει σε τηλεχειριστήρια του Playstation, στο ποντίκι του PC και γενικά σε πράματα που πιάνουμε συχνά χωρίς να τα καθαρίζουμε.

Άλλο ένα αγαπημένο σημείο της είναι οι πάτοι των σανδαλιών, εκεί όπου η σκόνη των δρόμων μαζί με τον ιδρώτα δημιουργούν αυτήν την μπιχλίτσαπου άμα την δει η γκόμενα σου θα αρχίζει να τρέχει ουρλιάζοντας!

  1. - Μπλιάχ...το ποντίκι έπιασε κοράτσα καθάρισε το..
    - Ναι ρε...κάτσε να βάλω σε μια λεκάνη λίγη χλωρίνη να το βουτήξω εκεί μέσα και θα γίνει τζιτζι!

  2. - Ρε βρομιάρη, καθάρισε τα σανδάλια σου ρε...μαύρα γίνανε από την κοράτσα!

Βλ. επίσης ούρδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα ξηροκάρπια στα συμφραζόμενα τελειωμένων σκυλάδικων, μπουζουκιών, πανηγυριών. Τυποποιημένο στη φράση του παραδείγματος, όπου:

  • εννοείται η λέξη ουίσκι
  • σπέσιαλ είναι οτιδήποτε εκτός από τζόνυ κόκκινο
  • το ότι αποκαλείται σπέσιαλ δεν πα να πει ότι δεν είναι θήβας ρήγκαλ.

    Ασσίστ τζήσους. Ναι, με αγαπάω.

Φιάλη σπέσιαλ με τα παρελκόμενα 100€.

βλ. και ξηρούς καρποί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρατσούκλι της μπύρας Heineken, λόγω χρώματος του μπουκαλιού της, που της δόθηκε όταν ήταν μια από τις δύο κύριες επιλογές μπύρας στην Ελλάδα -διαχωρίζοντάς την από την έτερη επιλογή Amstel, που συναντάται σε καφέ χρώμα.

- Καλώς τα παιδιά, τι να σας φέρω ;
- Τσάκω δυο πράσινες με τα δέοντα συνοδευτικά για αρχή και βλέπουμε...

(από Labros, 14/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλ. μπυροκοιλιακοί.

- Εμ βέβαια. Κάθε βράδυ λιάρδα, νά 'τοι οι μπυριακοί που ξεπρόβαλαν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βγαίνει από την πρέζα και το κόβω.

Το άτομο το οποίο βρίσκεται στην ίδια κατάσταση υστερίας και παράκρουσης για τους ίδιους ή άλλους λόγους με κάποιον που κόβει την πρέζα.

Ρε μαλάκα τον είδες; Σαν πρεζονοκόφτης ήτανε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χασισάκι, στην αργκό των κουτσαβάκηδων.

Αποκαλείται έτσι λόγω σκούρου χρώματος.

Αγγλιστί: black hash.

- Ξηγιέμαι μαυράκι της Πόλης...
(εδώ)

- Νταξ να πούμε ρε συ θείο, λίγο μαυράκι ήπιαμε να πούμε, ένα διφυλλάκι κόλλησα ξέρω γω...
(ομοούσιους του Señor σλάνγκος, βλ. σχόλια παρακάτω)

Ηρωίνη και μαυράκι

Να ξεφύγω δεν μπορούσα
Καθώς γύρναγα απ' την Προύσα
Με πρόδωσαν κάτι μπράβοι
Και με πιάσαν στο καράβι

Είχα ράψει στο σακάκι
Δυο σακούλες με μαυράκι
Και στα κούφια μου τακούνια
ηρωίνη ως τα μπούνια

Στίχοι και μουσική: Σωτήρης Γαβαλάς, Μεμέτης
Πρώτη εκτέλεση: Στελλάκης Περπινιάδης
Άλλες ερμηνείες: Ακατανόμαστος

(από Vrastaman, 07/04/10)Καμία σχέση (από Vrastaman, 07/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να μάθουμε τον δείκτη γαμησιμότητας κάποιας κοπέλας εκφρασμένο σε κλίμακα ποτού (πιθανόν να χρησιμοποιείται και για άντρες, αλλά δεν κόβω και τη μπούτσαμ για αυτό).

Δηλαδή το κατά πόσο είναι αξιαγάμητη, φακάμπλ, γαμισάμπλ, ευγάμητη, κρεβατάμπλ. Δηλαδίς αν έχει τούτο το πολυπόθητο χάι φακαμπίλιτι.

Η απάντηση προφάνουσλυ είναι ένας αριθμός, π.χ. 4 ποτά, που σημαίνει ότι για να προχωρήσει κάποιος σε νταχντιρντί με την εν λόγω δίδα πρέπει να καταναλώσει πρώτα την εν λόγω ποσότητα.

Δηλαδίς όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των ποτών τόσο περισσότερο λιάρδα πρέπει να είναι ο ερωτηθέμενος για να κάνει κάτι με την εν λόγω.

Άρα με μηδέν ποτά η σενιόρα έχει υπερχάι φακαμπίλιτι ενώ όσο ανεβαίνουν τα ποτά πέφτει η αξία γαμησιμότητάς της.

Προλαβαίνω κάποιους σλανγκαρχίδιδες, που θα πουν πως τα 4 ποτά για κάποιον είναι πολλά και για άλλον τίποτα, άρα τα αποτελέσματα του δείκτη είναι κάπως «αόριστα», λέγοντας πως τέτοιες «μετρήσεις» γίνονται συνήθως μεταξύ φίλων ή γνωστών, ωσεκτουτού είναι λίγο πολύ γνωστό το πόσο μεγάλη καταπιόνα έχει κάποιος.

(συζήτηση μεταξύ απελπισμένου αγάμητου και –άντε να σου κάτσει καμία να ησυχάσουμε- φίλου)

- Ρε συ λακαμά λέω να τα ρίξω στην Άννα, τι λες;
- Πλάκα με κάνεις, έτσι;
- Γιατί ρε εσύ δεν την έπαιρνες;
- Εεε με 5-6 ποτάκια κάτι γίνεται.
- Ε να τα ρίξω στην Λίλιαν τότε. Αυτή με πόσα ποτά την παίρνεις;
- Τι με πόσα ρε μαλάκα; Με την Λίλιαν και ξεσούρωτος πάω, αλλά άσ' το καλύτερα…
- Γιατί ρεεεεε;
- Γιατί αυτή θα θέλει γερό «πότισμα» για να ’ρθει μαζί σου…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για τους Θεσσαλονικείς και λοιπούς Βορείους, το κόκκινο γλυκό πιπέρι τύπου πάπρικα που βάζουν οι, Αθηναίοι κυρίως, σουβλατζήδες στα σουβλάκια με γύρο ή καλαμάκι, χωρίς καν να ρωτάν αφού συμπεριλαμβάνεται στο «μαπόλα».

- Και με λέει ρε ο σαψάλης, «μαπόλα», και του λέω, «ναι ρε φιλλαράκι», και με βάζει τότε, τζατζίκι, κρεμμύδι, ντομάτα, δυο πατάτες και κανέλα μην-τον- γαμήσω. Τρελάθηκα! - Και τι έκανες μετά; Τζερτζελέ;
- Πλάκα με κάνεις του λέω; Ούτε μουστάρδα, ούτε κέτσαπ, και με βάζεις δυο πατατούδια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπουμπάρι βγαίνει από την λέξη bumbar που, αν και χρησιμοποιείται σε διάφορες γλώσσες, όπως στα Σέρβικα ή στα Κροατικά, με διάφορες σημασίες, κατά πάσα πιθανότητα την έχουμε υιοθετήσει από την τουρκική γλώσσα, στην οποία σημαίνει εντόσθια ζώων.

Εξ ου και το (θεσπέσιο κατά πολλούς έδεσμα) που αποτελείται από γεμιστά (με κρέας και διάφορα κοκοκόψια) εντόσθια. Μαγειρικές αναλύσεις τέλος. Όποιος θέλει περισσότερα εδώ και εδώ.

Στην ναρκοσλάνγκ, μπουμπάρι ονομάζουμε την πολύ λεπτή σκόνη που παράγεται από το κοσκίνισμα της φούντας. Εξηγούμαι με κόπι πέιστ από εδώ:

«Όταν τα φυτά ωριμάζουν κατά τους τελευταίους θερινούς μήνες, εκριζώνονται, και στη συνέχεια αναρτώνται με τις κορυφές προς τα κάτω, μέσα σε ανήλιους και καλά αεριζόμενους χώρους, μέχρις ότου αποξηρανθούν τελείως. Η ανάρτηση κατά τον τρόπο αυτό αποβλέπει στη συγκέντρωση όλων των ρητινών στις κορυφές. Στη συνέχεια αποκόπτονται οι κορυφές, τρίβονται καλά και κοσκινίζονται για να γίνει ο διαχωρισμός των σπόρων και των μη χρήσιμων υπολειμμάτων των κορυφών. Το κοσκίνισμα συνεχίζεται με μικρότερου διαμετρήματος κόσκινα μέχρι να παραχθεί χασίς σε λεπτή σκόνη. Η λεπτή αυτή σκόνη ονομάζεται στη γλώσσα των χρηστών και των εμπόρων μπουμπάρι

Σλανγκασσίστ: Khan

απόσπασμα από:Νανούρισμα για μωρά και γέρους (Νίκος Καββαδίας)
…Αριβάρει στο Μακάο
μ' ένα φόρτωμα κακάο.
Όμως βρέθηκε στ' αμπάρι
όλο φούντα και μπουμπάρι.

Αφού το μοσχοπούλησε
στη λίρα κολυμπάει.
Τσου χαιρετάει κινέζικα
και πάει για τη Μπομπάη…

(σς μελοποιημένο στο μήδι)

έεετσι (από euripidisk, 24/03/10)μήδι διορθωμένο ελπίζω (από euripidisk, 25/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Greek slang word for the cigarette; derived from καρκίνος (cancer) and σωλήνας (tube). Used mainly during the eighties to imply that cigarette smoking causes cancer. Still in use today, but by elderly people (see μπαμπαδισμός). Some may also use it for tobacco pipe (not the other). Be reminded that Greece is probably the only country in the world that has a cigarette brand called Santé (French for health)!

• This definition is dedicated to all foreign friends of Greece who while trying hard to learn Greek find it more and more difficult to rely only on outdated textbooks and dictionaries. Slang.gr is here to help you all with your linguistic needs! It may seem to you that most spoken Greek today is slang… well, you may be right!

- Hi Janet! How from here morning morning;
- Yo Haralambos! How's hanging today;
- E; Νο, Haralambos me, not my son! Ρε πούστη μου τι μου λέει τώρα;
- Hey, do you have a light;
- Ναι, πως... Welcome. But don't smoke this karkinosolinas, is bad for your health.
- Don't smoke a carcinowhat;
- Tσίγαρετ, is bad for you health, bring cancer... it is how we say it in Greece...
- But ρε Babis, I smoke Santé! Ahahahahahahah (foreign σλανγκομούνα)
- Good wines! I have become a robe... Let's go for a party with Ouza;
- A what;!

Good 4U! (από MXΣ, 23/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified