Selected tags

Further tags

H αιφνίδια και κατά κανόνα τρομακτική αναδρομή σε παραίσθηση. Εννοείται ότι έχει προηγηθεί χρήση παραισθησιογόνων, συνήθως LSD. Τo κάζο του υποκειμένου παίζει να του κοστίσει τη (ή τον) γκόμενα, τη δουλειά, κάνα ψυχιατρείο, ανάλογα με την περίσταση.

Η λέξη ακουγόταν στα 80ας στους κύκλους αναρχοαυτόνομων, καθότι στις παρυφές τους ευδοκιμούσαν παρέες που, στη θεωρητική ενασχόλησή τους με το επαναστατικό προτσές, ήθελαν ένα (μη πω και δυο και τρία) χμού προσωπικής μαρτυρίας, πάντα στα πλαίσια της διεύρυνσης της συνείδησης και των ανθρώπινων ορίων γενικότερα. Ηθικοί αυτουργοί ο Τ. Λήρι κι οι λοιποί αντιψυχίατροι, των οποίων τα κείμενα αποτελούσαν σημείο αναφοράς των εν λόγω κύκλων, μαζί με μια συλλογική πίστη ότι «ο τρελλός είναι ένας εν δυνάμει επαναστάτης κι οπωσδήποτε ένας καλλιτέχνης που αδιαφορεί για τα έργα του».

Συντάσσεται με τα ρ. παθαίνω ή έχω ή μου 'ρθε.

Κυκλοφόρησε και ως φλασιά ένα φεγγάρι. Οι περαιτέρω σχέσεις των λέξεων είναι προς διερεύνηση.

Τονίζονται εξίσου και οι δυο συλλαβές.

- Ρε μαλάκα, γιατί σ' έδιωξε απ' τη δουλειά το καθίκι;
- Γιατ' είχα ένα φλάσμπάκ μπροστά του και τά 'παιξε. Και γω δηλαδή... Χεσ' τα κι άσ' τα, ρε φίλε. Κι όταν συνήλθα, είδα τη φάτσα του. Χειρότερα κι απ' το φλάσμπάκ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλο ένα όνομα για την κοκαΐνη, όπως και το χιόνι και το παγόβουνο.

Βρέθηκε με τρία τζι νιφάδες.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο εκ του ζύθου εξαρτημένος.

Η χαρά του ψιλικατζή. Ελάχιστη ημερήσια κατανάλωση μπύρας: δέκα φιάλες. Ο υπολογισμός της μέγιστης δεν είναι δυνατός (διαίρεση με το μηδέν). Μην σας παρασύρει λέγοντας σας «πάμε για καμία μπυρίτσα», θα ξυπνήσετε με πονοκέφαλο ή/και σε άλλο σπίτι.

Προς τους ψιλικατζήδες: μην του πουλάτε περιπτερόμπυρα σε σακούλα, δεν τη χρειάζεται και βλάπτει το περιβάλλον.

- Έχεις κανένα ψιλό να μου δανείσεις;
- Πήγαμε με το Χρόνη για μπύρεςχθες.
- Άσχετο;
- Τι άσχετο ρε μαλάκα, 100€ χάλασα. Ο τύπος είναι μπυρομανής.

(από nick, 09/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μαγικό ζουμί. Το πολυτιμότερο και πολυχρηστικότερο προϊόν φυτικής προελεύσεως που έχει ανακαλυφτεί. Πρόκειται για τον χυμό της γνωστής και ιερής ελιάς και βρίσκει εφαρμογή σε πολλές επιστήμες:

Βιοδιατροφολογία: Εμπλουτίζει ωμά αλλά και μαγειρεμένα φαγητά με τα απαραίτητα για τον οργανισμό ακόρεστα και Ω-3 λιπαρά που, εκτός άλλων, δρουν αντιοξειδωτικά για την αποτροπή της δημιουργίας των καρκινογόνων ελευθέρων ριζών. Στην έξοδο δε του πεπτικού συστήματος βοηθάει στην ευκολότερη και συχνότερη αποβολή των κοπράνων. Γνωστή είναι η φράση «λάδωσε το έντερο μου».

ΠΡΟΣΟΧΗ, η υπερβολή παχαίνει!!!

Οικονομολογία: Όταν αποτυγχάνουν όλες οι άλλες μέθοδοι για την επίτευξη μιας συμφωνίας (εκπτώσεις, μάρκετινγκ) αναλαμβάνει ρόλο το λάδι. Βοηθάει τον αποδέκτη να σκεφτεί καλύτερα (ενισχύει την σκέψη), λαδώνει τα γρανάζια του συστήματος (όταν ο έτερος των πλευρών είναι μηχανισμός, π.χ. δημόσιο) γιατί, ως γνωστόν, μια εκ των βασικών ιδιοτήτων του ελαίου είναι να μειώνει των συντελεστή τριβής όταν παρεμβάλλεται μεταξύ δύο εφαπτομένων κινουμένων επιφανειών. Πολύ σπάνια μια οικονομική συμφωνία δεν επιτυγχάνεται αν φτάσει στο λάδι. Ο κύριος λόγος μιας τέτοιας αποτυχίας είναι η διαφωνία στην ποσότητα λαδιού. (βλέπε μίζα) Φυσικά, στην περίπτωση αυτή, το λάδι χρησιμοποιείται μεταφορικά (σήμερα) καθώς έχει πλέον αντικατασταθεί από το ζεστό χρήμα. Παλαιότερα όμως η χρήση του όρου λάδι ήταν κυριολεκτική, ειδικά σε περιόδους ανέχειας, γιατί ποτέ δεν έπαψε να είναι ένα πολύτιμο προϊόν (βλ. λαδώνω ).

Σεξολογία: Βοηθάει (ή τουλάχιστο βοηθούσε μέχρι που ανακαλύφθηκε η βαζελίνη) στην διευκόλυνση της διεισδύσεως του ανδρικού μορίου εντός του γυναικείου (κατά κανόνα) πρωκτού. Ο λόγος έχει αναλυθεί (βλέπε ανωτέρω). Βέβαια, για τους οικολογικά σκεπτόμενους εραστές εξακολουθεί να αποτελεί πρώτης τάξεως λιπαντικό το οποίο, εκτός των άλλων, δεν προκαλεί γαστρικά προβλήματα εάν κατά λάθος το φας ή το γλείψεις και δε βλάπτει το περιβάλλον. Επίσης, ενισχύει τις επιδόσεις του εν δυνάμει διεισδύσαντος, εξ ού και η φράση φάε λάδι κι έλα βράδι.

ΠΡΟΣΟΧΗ, οι λεκέδες στο σεντόνι βγαίνουν δύσκολα. Εξ' ου και λαδιά, λεκές δηλαδή που δε βγαίνει.

Θεολογία: Από την αρχαιότητα ακόμη χρησιμοποιούσαν το λάδι σε διάφορες τελετές εδώ αλλά και για καλλωπισμό. Στην Χριστιανοκρατούμενη Ελλάδα χρησιμοποιείτο ως φωτιστικό καύσιμο. Κατάλοιπο αυτής της χρήσης είναι η γνωστή καντήλα (γνωστό εξ άλλου είναι το υπερχιλιετές μπέρδεμα του χριστιανισμού με το δωδεκάθεο σε εκατοντάδες θέματα). Μεταφορικά το καντήλι συμβολίζει τον άνθρωπο με το λάδι να συμβολίζει τη ζωή του. «Τελειώνει το λάδι μου» λέμε όταν γερνάμε. Ίσως και λόγω της ιδιότητας του λαδιού να επιπλέει (ειδικό βάρος <1) να προκύπτει το βγαίνω λάδι.

Το λάδι βέβαια, πέρα από τη συναλλαγή ανθρώπου με άνθρωπο, χρησιμοποιήθηκε και ως μέσο συναλλαγής ανθρώπου με άγιο. Στους ναούς οι πιστοί λαδώνουν και τους αγίους με προσφορές λαδιού.

Στην αργκό σημαίνει κυρίως το χρήμα με τις «λιπαντικές» του ιδιότητες αλλά και τη ενέργεια που έχει. «Μου έβγαλε το λάδι» σημαίνει με ξεζούμισε, με άφησε χωρίς ενέργεια, χωρίς καύσιμη ύλη. Έκανε «λαδιά», δηλαδή πράξη που μπορεί να λερώσει το ποινικό μητρώο.

Οι μάγκες της εποχής λάδωναν τα μαλλιά τους για να δείχνουν υγρά (wet look).

Χιλιάδες ώρες θα μπορούσαμε να μιλάμε για το λάδι, το οποίο και όρισε την κατηγορία των ελαίων (εκ της ελαίας ->υποκ. ελάδιον, στα ποντιακά ελάδ και οι ελιές=τα ελαίας) και για να διαχωρίζεται από τα υπόλοιπα έλαια ονομάζεται ελαιόλαδο (έλαιον δις δηλαδή, από γλωσσικές μαλακίες οι νεοέλληνες άλλο τίποτα) και συμπορεύεται με τον Ελληνισμό.

  1. - Αδερφέ μου, όλη νύχτα ήθελε κι άλλο κι άλλο... μου έβγαλε το λάδι.

  2. - Φίλε, τα έκανα όλα σωστά. Σταμάτησα στο κόκκινο, έκανα παρκάρισμα κλπ αλλά με έκοψε.
    - Λάδι θα ήθελε.

  3. - Τον τσάκωσαν οι μπάτσοι αλλά τους είπες μια- δυο ιστορίες και βγήκε λάδι.

Άλλες φράσεις:
- Η θάλασσα είναι λάδι
- Ρίχνω λάδι στη φωτιά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή «καυτερή»: Λέγεται η τζούρα απο ρογά, που πνέει τα λοίσθια.

Επειδή, το τσιγάρο έχει φτάσει στη τζιβάνα, μαζεύεται όλο το λάδι της καννάβεως στο τέλος και η ρουφηξιά είναι αναγκαστικά καυτή και λαδερή, έχει δε οσμή και γεύση ψητού στα κάρβουνα (όταν είναι άλφα ποιότητα), γι’ αυτό και οι τελευταίες τραβηχτικές λέγονται και «μπριζολάτες» και για τον λόγο αυτό, η φούντα λέγεται και «ψητό» ή «ψητούρα».

Οι αμετανόητοι θιασώται της καννάβεως, δεν αποδέχονται να αποχωριστούν το φοσμπά, ούτε καν αφού έχει φτάσει στην τζιβάνα και για να μην καίνε τα δάχτυλά τους (όπως λένε: Τί δάχτυλα είν’ αυτά; Ναυτικός είσαι;) χρησιμοποιούν ειδική προς τούτο τσιμπίδα ή λαβίδα.

Αυτά τουλάχιστον ισχυρίζονταν, κάποιος άγνωστος θαμώνας ενός καφενείου σε κάποιο μακρινό τόπο, που δεν ανήκει πλέον στην ελληνική επικράτεια, που συνάντησε φευγαλέα ο γράφων πριν την Καταστροφή και που μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, έφυγε για την Αυστραλία, άλλαξε το όνομά του και κάηκε (λέει) πριν καμιά 25αριά χρόνια σε ατύχημα εγκλωβισμένος σε καμπριολέ τζιπ, μαζί με το μοναδικό πρωτότυπο του «Τσελεμεντέ του Μαόρι», θεόσχωρέστον...

Παλιότερα, λόγω της απερίγραπτης φτώχειας, καυτή λεγόταν εν γένει η προ-τελευταία τζούρα του κανονικού τσιγάρου, αφού τα τακίμια την κάπνιζαν «αγκαζέ» (βλ. μπατίρια Φωτόπουλο & Σταυρίδη «Η ωραία των Αθηνών»).

Ο Μίσιος αναφέρεται στην καυτή τζούρα που δεν δέχθηκε να του παραχωρήσει συγκρατούμενός του στο σύρμα και χαρακτηρίζει το (σπάνιο) ολόκληρο τσιγάρο «δοκάρι»...

Ο Λουντέμης, γράφει για τα παλιοκαιρίσια καθηγητάκια των Γυμνασίων, τα οποία οι πιο εύποροι συνάδελφοί τους αποκαλούσαν ειρωνικά «κόπτες», αφού έκοβαν με ξυράφι τα τσιγάρα στη μέση, για να’ χουν και για μετά (όπως λέει κι η Γαλάνη στην «κουτσή κιθάρα»), λόγω της πενιχρής μισθοδοσίας.

Ο Καββαδίας, θυμάται στη «Βάρδια», την εποχή που είχε μείνει ξέμπαρκος σε κάποιο ευρωπαϊκό λιμάνι, όπου έσκιζε τις γόπες από τ’ αποτσίγαρα και γέμιζε με τον εναπομείναντα καπνό τους, το τσιμπούκι του, μιας και το μπατιριλίκι του δεν είχε φράχτη.

Σήμερα, το τσιγάρο (του εμπορίου) φουμέρνεται αγκαζέ, κατά την έκφραση «το παίρνω παρτούζα = μοιράζομαι (βλ. ιταλικό αντίστοιχο fumare della mignotta = καπνίζω αλά πουτανέ), όταν το χαρμανλίκι προκύπτει μάλλον λόγω απρονοησίας (π.χ. ξέχασα να πάρω, είναι αργά-δυσπρόσιτο μέρος, έκλεισε το περίπτερο κ.α. βλ. Αφροδίτη Μάνου «Η νύχτα παίζει και κιθάρα και μένει πάντα από τσιγάρα»)...

- Ρε συ, έμεινε τίποτα;
- Κανα-δυο καυτές!
- Έ, φέρε κι από δω, είπαμε να γυρίζει, μην είσαι Μπόγκαρτ!

Πότε, πότε με είδες να καπνίζω;Aυτό που κρατάω;Του σκηνοθέτη είναι (από GATZMAN, 08/09/09)

Ακόμη: καρκινιάρικη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται κι έτσι η ηρωίνη, για να θυμίζει γυναίκα. Κατά το ζωή, στα «η ζωή είναι ωραία, αλλά τα έχει μ' άλλον», «η ζωή είναι μια πουτάνα που πάει μ' όλους» κ.ο.κ.

Να μην συγχέεται με την διάσημη σλανγκίστρια, γόνο βασιλικού οίκου.

Πηγή: John Black.

Η ηρώ είναι μια γκόμενα που δεν την ξεπέρασε κανείς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κακοστριμένο τσιγάρο, που συνήθως φέρει σχήμα κωνικό, κοινώς μπουρί.

Ο πιτσιρικάς δεν ξέρει να στρίβει... κοίτα εκεί μια πρασόπιτα!

(από λεξικλάστης, 06/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χμού είναι το «χμ», το οσφρητικό «χμ», το οσφρητικό μεταφορικά και κυριολεκτικά. Είναι αυτό που διακρίνεται στο πολύ βάθος, που είναι μόνο για λεπτές μύτες και απευθύνεται μόνο σε λεπτά γούστα και καλά. Α touch, μία ιδέα, πίσω-πίσω, ένα ίχνος, μία στάξη, μια μυρωδιά, μια πρέζα, μία υποψία.

Δηλαδή. Δοκιμάζουμε ένα άρωμα στον Χόντο και δεν μας αρέσει γιατί διακρίνουμε ένα χμού γιασεμιού -και μεις με το γιασεμί, δεν. Ή δοκιμάζουμε το φαγητό που ετοιμάζουμε και βλέπουμε ότι του λείπει κάτι: θέλει ένα χμού από μοσχοκάρυδο.

Ο όρος όμως χρησιμοποιείται και ευρέως, βλ. παράδειγμα.

Τονίζεται απαραιτήτως.

- Ωραίος γκόμενος!
- Είδες; Έχει και ένα χμού από Τζουντ Λω, το μανάρι...

(από ironick, 04/09/09)(από ironick, 04/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρατός, εκπαίδευση, παρέλαση, σκηνάκια, σκοπιά, αγγαρεία. Ταλαιπωρία της ψυχής, καταπόνηση του σώματος. Για να αντέξει κάποιος πρέπει να είναι ένα πράμα: Ζωντανός.

Πως θα μπορούσε κανείς να επιβιώσει κανείς από την θανατηφόρα βρώση του, ληγμένου εδώ και χρόνια, γκοτζίλα; Δηλητηριάσεις και μολυσμένα κουνούπια απειλούν καθημερινά την υγεία του στρατιώτου. Τόνοι σκουπιδιών έξω από τα μαγειρεία του κέντρου, βρωμερές καλλιόπες, μασίφ ποδαρίλα στους θαλάμους, κοριοί, ποντίκια, τσιμπούρια, σκόνη, ζέστη, βουλωμένα φρεάτια. Σκηνικό τρόμου που μπορεί να οδηγήσει κάθε ζωντανό οργανισμό στο θάνατο.

Πώς λοιπόν να επιζήσει κάποιος σε αυτό το ταξίδι-υποχρέωση και καθήκον προς τη «μαμά πατρίδα»; (σ.ς. Η πατρίδα έχει τη ρίζα πατήρ και δηλώνει πατριαρχική δομή. Ο Πλάτωνας είχε προτείνει τον όρο μητρίδα για την αρχαία Κρήτη που ήταν μητριαρχική. Επομένως ο όρος «μαμά πατρίδα» είναι αδόκιμος). Το πάνσοφο κράτος έκανε τις μελέτες του, είδε, έκρινε και αποφάσισε. Έτσι λοιπόν κάθε νεοσύλλεκτος εμβολιάζεται με ένα εμβόλιο το γνωστό αντιπεθανικό.

- Πού είναι ρε μαλάκα τα σκυλάκια που είχαμε εδώ;
- Άσε ρε μαλάκα, έφαγαν το γκοτζίλα που περίσσεψε από τα μαγειρεία.
- Και;
- Πέθαναν, αυτά δεν τα είχαν κάνει αντιπεθανικό...
(πραγματική εμπειρία)

Δόξα, τιμή, άρματα, Ελλάς (από Stravon, 03/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τελευταίο κρασί που περίσσεψε στο βαρέλι. Έχει ιδιαίτερη μυρωδιά και βαριά γεύση και είναι κάπως θολό, καθότι έχει ίχνη από το κατακάθι.

Σε κάποιους αρέσει, αλλά δεν είθισται να το προσφέρουμε.

Από το ρήμα σώνομαι = τελειώνω.

- Άντε γεια μας!
- Γεια μας!
(...)
- Μπλιάχ! Τι σκατά κρασί μας έδωσε ο μαλάκας; Θα πάθουμε τίποτα!
- Μ, ναι, σώσμα μας έφερε. Δεν θα πάθεις τίποτα, αλλά κάτσε να του πω του αρχίδαμου να μας φέρει από το καινούργιο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified