Selected tags

Further tags

Αναμένοντας τις ρακές που παράγγειλες στο ρακάδικο, και ετοιμάζεσαι για την επερχόμενη ρακοποσία συζητώντας χαλαρά για τον ερχομό τους με τους συμμέτοχους στο project (ρακοποσία). Η ατάκα προέρχεται από παραλλαγή της γνωστής παροιμίας: «καλομελέτα κι έρχεται». Υ.Γ: συμμέτοχοι = φιλαράκια

- Άντε πότε θα 'ρθούν ρε φίλε οι ρακές να κάνουμε κεφάλι;
- Ρακομέλετα κι έρχεται.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιβραδυντικά, δηλαδή ουσίες που σου κρατάνε το πουλί χαμηλά (βλέπε παπαροκτόνο).

Προέρχεται από το αντικούκου, όμως σε ένα περιβάλλον που οι άλλοι δε θέλεις να καταλάβουν το καμουφλάρεις και το λες αντικουκουρούκου.

- Ρε συ, έφαγα ρυζόγαλο και δε μου σηκώνεται.
- Αφού βρε άσχετε η κανέλα είναι αντικουκουρούκου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει πιει τόσο πολύ ώστε άγει και φέρεται ωθούμενος όχι από το αίμα, αλλά από το οινόπνευμα που τρέχει στις φλέβες του.

Δυο φίλοι συντρώγουν σε ταβέρνα. Ο ένας (Πέτρος) είναι νηφάλιος, ο άλλος(Κώστας) είναι σκνίπα στο μεθύσι.
Κώστας: Κάτι θες να πεις... αλλά δε σε πιά...νω.
Πέτρος: Φυσικό και επόμενο ρε Κώστα. Τόση ώρα σου μιλάω με πνεύμα, αλλά που να με πιάσεις, έτσι σωστό οινόπνευμα που 'χεις καταντήσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν το δίλημμα :«to be or not to be», μας βυθίζει σε ατέρμονους κυκεώνες φιλοσοφικών συζητήσεων, που δεν καταλήγουν πουθενά, αυτό έχει σαφή κατάληξη (τουλάστιχον για την ώρα που τίθεται. Μετά μπορεί να ξανατεθεί και να οδηγήσει σε νέα παραγγελία). Επίσης η καθοριστικότητα της απάντησης στο συγκεκριμένο δίλημμα μπορεί να επηρεάσει τη ρότα της κουβέντας σε απρόβλεπτες διαστάσεις, σε θόλωμα και σε ξεκούραση. Αντίθετα το δίλημμα «to be or not to be«, κάνει φαύλους κύκλους γύρω από το ίδιο θέμα, σε θολώνει κι αυτό, αλλά σε κουράζει.

Διάλογος μεθυσμένων:
- Two beer or not two beer?
- Δεν είσαι σαφ...ής. Μέθυ...σες μου φαίνεται. - Γιατί δεν είμαι σαφής;
- Για μπουκ...άλια ή για καφά...σια μιλάς;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φτηνή απομίμηση του αναψυκτικού που σπονσοράρει τον άη-Βασίλη και τα σχετικά παιδικά όνειρα. Η συγγένεια των αναψυκτικών συνήθως περιορίζεται στο χρώμα, την ύπαρξη ανθρακικού, την υπερεπάρκεια ζάχαρης και την αδιαμφισβήτητη θρεπτική αξία.

- Έλα ρε βλάκα, πάρε την κόκα φόλα μπας και γλυτώσουμε κάνα φράγκο. Λες και θα καταλάβει κανείς τη διαφορά να πούμε. Σαββάτο πεθαίνεις, Κυριακή, Δευτέρα θα σε θάψουνε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μειωτικός χαρακτηρισμός για τη Θεσσαλονίκη.

Είναι αιχμή για το γεγονός ότι οι καφετέριες, και οι χώροι διασκέδασης γενικότερα, πολλαπλασιάζονται ενώ οι παραγωγικές δραστηριότητες φθίνουν και το πολιτισμικό επίπεδο της πόλης υποβαθμίζεται.

Είναι και μια γενικότερη αναφορά στους ρυθμούς των Σαλονικιών - οι οποίοι είναι, υποτίθεται, τύποι χαλαροί και αραχτοί με την φραπεδιά μονίμως στο χέρι και το βαρύ κλίμα ως έτοιμη δικαιολογία.

Πάει πακέτο με άλλα κλισέ του τύπου «Η Θεσσαλονίκη είναι ερωτική πόλη» και «Η Θεσσαλονίκη έχει καλό φαΐ».

Άλλα σχετικά λήμματα: θεσσαλονικιώτικα, μπαγιάτης

  1. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Φραπεδούπολη, αλλά πλέον είμαι οικονομικός μετανάστης στην Αθήνα, όπως και πολλοί φίλοι μου. Δυστυχώς η πόλη μας δεν μπορεί να μας κρατήσει γιατί έχει βαλτώσει. (Post στο blog του Μ. Ανδρουλάκη)

  2. Σε μια απέραντη φραπεδούπολη θέλει να μετατρέψει τη Θεσσαλονίκη ο Βασίλης Παπαγεωργόπουλος, δήλωσε χθες ο υποψήφιος δήμαρχος Γιάννης Μπουτάρης. «Όλες οι αναπλάσεις που κάνει ο δήμαρχος κατεδαφίζουν την ιστορικότητα και ισοπεδώνουν την ταυτότητα των μνημείων. Μετατρέπουν την πόλη σε μια απέραντη καφετέρια». (Από Ελευθεροτυπία, 08/09/06)

(από electron, 22/09/09)Μυδασίστ: Βράσταμαν. (από Khan, 18/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το χασίς στα καλιαρντά (συνώνυμο: χορτομπίγα) και είναι από το ταυτόσημο μάγκικο νταμίρα ή ταλμίρα.

Επίσης νταμιραντάμης: αδελφικός φίλος (βλάμης), από το νταμίρα και αντάμης (από το τούρκικο adam: άντρας ευγενής, γενναίος, σέρτικος).

Tυπικό παράδειγμα ειναι ο ρεμπέτικος (κομμένος) στίχος από το «μία είναι η ουσία» (νομίζω)

«Άντε να φουμάρω τη νταμίρα και ας μην δω στον κόσμο μοίρα».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπυρολαμόγιο είναι το άτομο αυτό που γλυκοκοιτάζει την μπύρα σου και με το που θα γυρίσεις το βλέμμα σου θα βάλει χέρι στο πολύτιμο ποτό σου και θα κατεβάσει όσες περισσότερες γουλιές μπορεί.

Ένα μπυρολαμόγιο υπάρχει σε κάθε παρέα που σέβεται το αλκοόλ και συνήθως πρόκειται για κάφρο αρσενικού γένους. Ασχέτως αν έχει λεφτά να πληρώσει την δική του μπύρα το μπυρολαμόγιο πιστεύει πως η μπύρα του πλησίον του έχει πάντα καλύτερη γεύση. Σε ειδικές περιπτώσεις μπορεί να γίνει και η χρήση της λέξης «ποτολαμόγιο».

- Πώ ρε φίλε, κοίτα τι μπήκε μες το μαγαζί.
- Πάω, πάω.
- Κάτσε ρε μαλάκα να πιούμε την μπύρα μας πρώτα και μέτα πάμε να κεράσουμε σφηνάκι.
- Ρε συ, ποιός ήπιε την μπύρα μου; Ούτε στην μέση δεν την είχα φτάσει. Μαλάκα Βαγγέλη εσύ την ήπιες πάλι; Τι μπυρολαμόγιο είσαι αδερφέ μου.
- Όχι εγώ ρε, στ'ορκίζομαι ο Κώστας ήταν.
- Ποιός Κώστας ρε φιδέμπορα που το μουστάκι σου απο τον αφρό είναι σαν του Παπαφλέσσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μερίδα ουίσκι σε καφενείο της υπαίθρου. συνήθως Ballantines, VAT 69, Canadian Club, ή στην καλύτερη περίπτωση J.Walker Red Label.

Αμύητοι (όπως ο υπογράφων) το μπερδεύουν με το τσίπουρο.

- Βάιε, πίασε ένα αγροτικό!
- Ιφτασεεεεεέ!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο καφές φραπέ. Βλέπε και: φραπεδέλα, φραπεδιόλα, φραπόγαλο.

Γλωσσολογία του φραπέ

Η λέξη frappé είναι γαλλική και σημαίνει χτυπημένος ή ανακατεμένος. Ως ξένη λέξη κανονικά δεν κλίνεται (ο φραπέ). Όμως, σε αντίθεση με τις περισσότερες γαλλικές λέξεις που έχουμε δανειστεί και παραμένουν άκλιτες, στην ονομαστική μερικές φορές αποκτάει κατάληξη και κλίνεται (ο φραπές, του φραπέ, οι φραπέδες κλπ.), κυρίως στην καθομιλουμένη. Άλλωστε αυτό παραπέμπει και στην κλίση της λέξης «καφές». Ενίοτε στον προφορικό λόγο απαντά η μορφή «φραπεδιά» (π.χ.: «Πιάσε μια φραπεδιά») ή, σπανιότερα, «φραπεδούμπα» ή «φράπα».

(από ιστολόγιο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified