Αυτός που δεν έχει πιει. Τόπος διαμονής, αλλά πιθανόν και κατάσταση.
Αυτός που δεν έχει πιει. Τόπος διαμονής, αλλά πιθανόν και κατάσταση.
Got a better definition? Add it!
Κατάσταση στην οποία οδηγούνται κάποιοι μετά από υπερβολική κατανάλωση αλκοολούχων ποτών.
Η όψη τους θλιβερή, η φάτσα παραμορφωμένη. Μάτια πρησμένα και κόκκινα, στόμα μισάνοιχτο, μαλλιά αχτένιστα, και ρυτίδες σε έξαρση.
Τάκης: Έλα ρε! Γιατί δεν το σηκώνεις το γαμοτηλέφωνο;
Μανώλης: ... Ποιος είναι;
Τάκης: Ρε μαλάκα κοιμάσαι ακόμα;
Μανώλης: Ωχ, τι ώρα είναι;
Τάκης: Δύο και δέκα. Σε είκοσι λεπτά πρέπει να είμαστε στη Βάρκιζα!
Μανώλης: Όχι ρε πούστη!!!... Ντύνομαι κι έρχομαι να σε πάρω.
Τάκης: ... Καλά ρε μαλάκα πάλι την ήπιες.
Μανώλης: Άσ' το! Ήρθε χθες ο Μάρκος με έναν ξάδερφό του κρητικό , και δύο λίτρα τσικουδιά.
Τάκης: Και σίγουρα τα κατεβάσατε!!
Μανώλης: Ναι μαλάκα, γίναμε κουνουπίδια.
Got a better definition? Add it!
Είχε τόσο καπνό εκεί μέσα... μπάφιασα κι έφυγα!
Got a better definition? Add it!
Αυτός που πίνει το κάτι τις παραπάνω, αλλά μην το κάνουμε και θέμα.
Είναι σαφώς λιγότερο άμεσο από το Ορέστης Μακρής, αλλά κι αυτός ο χριστιανός τι φταίει που όλο τέτοιους ρόλους του έδιναν και τώρα έχει μείνει στην ιστορία ως μέθυσος;
1
- Ήπινι, ήπινι, ήπινι, ήπινι. Ουλ' μέρα πλακωμένος ζ' μπύρες έσμε να βραδιάσει να πλακωθεί ζ' ρετσίνες ο ζβίγγος... [από παλιά επιθεώρηση]
2
- Ρε γιατί μιλάς ορέστικα πρωί πρωί;
- Ε, ήπιαμε κάτι ρετσίνες με τα παιδιά...
- Τι ρετσίνες 10 η ώρα το πρωί ρε ζβίγγο; Δηλαδή στις 10 το βράδυ τι θα πίνεις; Φωτιστικό οινόπνευμα;
Got a better definition? Add it!
Αυτός ο οποίος μπορεί να αντεπεξέλθει στις δυσκολίες ενός χανγκόβερ, κατέχοντας γνώση ανακατωτικής μαντζουνίων και ικανότητα διαχείρισης κρίσεων ανάλογη με αυτήν του μαγκάιβερ.
Ύψιστο αξίωμα πότη, καθώς τα χανγκόβερ είναι ο εξελικτικός μηχανισμός που επινόησε η πάνσοφος φύσις ούτως ώστε να μην πίνει ο πάσα ένας, αλλά μόνο αυτοί που είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες με ανδρεία.
Got a better definition? Add it!
Πίνω ξύδια.
- Πού ήσουνα αχαίρευτε; Τι ώρα είναι αυτή;
- Ε, να...
- ΣΚΑΣΜΟΣ! Μιλάς κι από πάνω... Πάλι τα κοπανούσες με αυτά τα κοπρόσκυλα τους φίλους σου; Αλλά τι ρωτάω, αφού βρωμοκοπάς ούζο!
- Έλεος, μην φωνάζεις, έχω πονοκέφαλο...
- ΝΤΟΥΠ! (ο ήχος της παντόφλας)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Φράση που χρησιμοποιούν οι χρήστες κάναβης ως παροιμία που καταδεικνύει τη σημαντικότητα της τζιβάνας (αυτοσχέδιου φίλτρου) στην τελική ποιότητα του στριφτού τσιγάρου.
- Πρέπει να φτιάξω τζιβάνα.
- Στη τζιβάνα δώσε βάση το τσιγάρο μη χαλάσει.
Got a better definition? Add it!
Γενικά κάποιος που βρίσκεται υπό την έντονη επίρροια ουσιών ή/και αλκοόλ.
Αυτός που βρίσκεται υπό την επίρροια κοκαΐνης ή (σπανιότερα) γενικά ο χρήστης κοκαΐνης.
-Πω ρε, μες την τσίτα είναι ο Μπάμπης.
- Ε ναι ρε αφού είναι γνωστό κόκκαλο.
Δες και λιάρδα.
Got a better definition? Add it!
Βασική λέξη της νεοελληνικής αργκό με ποικίλες σημασίες:
1) Η δυσφορία που προκαλείται όταν κάποιος είναι έξω από τα νερά του, εξ ου και ξενέρωμα.
2) Η διάψευση των προσδοκιών μας για κάτι.
3) Η υποχώρηση των συμπτωμάτων της μέθης ή της μαστούρας.
4) Η υποχώρηση της σεξουαλικής επιθυμίας.
Πω ρε φίλε, τι γερουσία ήταν αυτή στο πάρτι χθες; Ξενέρωσα εντελώς να πούμε!
Άκουσα το καινούριο CD των Maiden και ξενέρωσα! Δεν το κλείνουν καλύτερα το μαγαζί οι πουρέιντζερς;
- Η γκομενίτσα έχει λιώσει στα ξύδια. Προβλέπω εμετοχυσία...
- Καλά, πάρτης το ποτό κι εγώ πάω να της φτιάξω έναν καφέ, μπας και ξενερώσει καθόλου...
- Τι έγινε χθες, την φιστίκωσες την Δεσποινούλα;
- Όχι ρε φίλε... Έβαλα να δούμε το «120 μέρες στα Σόδομα» του Παζολίνι και ξενερώσα εντελώς... Μετά από αυτό είχα σιχαθεί τη ζωή μου, όχι να θέλω και σεξ...
- Ρε τρόμπα, σε τέτοιες περιπτώσεις δεν βάζουμε ευρωπαϊκό κινηματογράφο... Κάνα Σρεκ και πολύ είναι!
Δες και ξενέρωτος.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το πολύ κακής ποιότητας τσιγάρο, του οποίου ο καπνός έχει ένα καφέ-πράσινο χρώμα και συνήθως ένα πακέτο από τέτοια δεν κάνει πάνω από 2 ευρώ (π.χ. Γουίνστον).
- Πόσα σου μείνανε;
- Δύο ευρώ.
- Αμάν,πάλι πουτσιγάρα θα πάρουμε;
Got a better definition? Add it!