Selected tags

Further tags

Αυτός που δεν έχει πιει. Τόπος διαμονής, αλλά πιθανόν και κατάσταση.

- Τσακώσανε οι μπάτσοι την άκρη μου και έχω μείνει ανέμπαφος εδώ και δύο βδομάδες. Ξέρεις εσύ κανέναν που να δίνει πράμα γκαραντί;
- Ξέρω έναν τύπο που πουλάει ρωσσικό σταφ.
- Ρωσσικό;;; Μη φάμε κάνα πακέτο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση στην οποία οδηγούνται κάποιοι μετά από υπερβολική κατανάλωση αλκοολούχων ποτών.

Η όψη τους θλιβερή, η φάτσα παραμορφωμένη. Μάτια πρησμένα και κόκκινα, στόμα μισάνοιχτο, μαλλιά αχτένιστα, και ρυτίδες σε έξαρση.

Τάκης: Έλα ρε! Γιατί δεν το σηκώνεις το γαμοτηλέφωνο;
Μανώλης: ... Ποιος είναι;
Τάκης: Ρε μαλάκα κοιμάσαι ακόμα;
Μανώλης: Ωχ, τι ώρα είναι;
Τάκης: Δύο και δέκα. Σε είκοσι λεπτά πρέπει να είμαστε στη Βάρκιζα!
Μανώλης: Όχι ρε πούστη!!!... Ντύνομαι κι έρχομαι να σε πάρω.
Τάκης: ... Καλά ρε μαλάκα πάλι την ήπιες.
Μανώλης: Άσ' το! Ήρθε χθες ο Μάρκος με έναν ξάδερφό του κρητικό , και δύο λίτρα τσικουδιά.
Τάκης: Και σίγουρα τα κατεβάσατε!!
Μανώλης: Ναι μαλάκα, γίναμε κουνουπίδια.

(από nick, 20/04/08)(από poniroskylo, 20/04/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αγανακτώ
  2. Μαστουρώνω (από το μπάφος)

Είχε τόσο καπνό εκεί μέσα... μπάφιασα κι έφυγα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που πίνει το κάτι τις παραπάνω, αλλά μην το κάνουμε και θέμα.
Είναι σαφώς λιγότερο άμεσο από το Ορέστης Μακρής, αλλά κι αυτός ο χριστιανός τι φταίει που όλο τέτοιους ρόλους του έδιναν και τώρα έχει μείνει στην ιστορία ως μέθυσος;

1
- Ήπινι, ήπινι, ήπινι, ήπινι. Ουλ' μέρα πλακωμένος ζ' μπύρες έσμε να βραδιάσει να πλακωθεί ζ' ρετσίνες ο ζβίγγος... [από παλιά επιθεώρηση]

2
- Ρε γιατί μιλάς ορέστικα πρωί πρωί;
- Ε, ήπιαμε κάτι ρετσίνες με τα παιδιά...
- Τι ρετσίνες 10 η ώρα το πρωί ρε ζβίγγο; Δηλαδή στις 10 το βράδυ τι θα πίνεις; Φωτιστικό οινόπνευμα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός ο οποίος μπορεί να αντεπεξέλθει στις δυσκολίες ενός χανγκόβερ, κατέχοντας γνώση ανακατωτικής μαντζουνίων και ικανότητα διαχείρισης κρίσεων ανάλογη με αυτήν του μαγκάιβερ.

Ύψιστο αξίωμα πότη, καθώς τα χανγκόβερ είναι ο εξελικτικός μηχανισμός που επινόησε η πάνσοφος φύσις ούτως ώστε να μην πίνει ο πάσα ένας, αλλά μόνο αυτοί που είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες με ανδρεία.

– Ξυπνάω, μαλάκα, χτες μετά την καταστροφή και με τη μία κατεβάζω μισό νεροπότηρο με το ζουμί απ' τ' αγγουράκια τουρσί. Σε 5 ήμουνα τζιτζί.
Άτσα ο χανγκάιβερ!!

(από patsis, 17/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πίνω ξύδια.

- Πού ήσουνα αχαίρευτε; Τι ώρα είναι αυτή;
- Ε, να...
- ΣΚΑΣΜΟΣ! Μιλάς κι από πάνω... Πάλι τα κοπανούσες με αυτά τα κοπρόσκυλα τους φίλους σου; Αλλά τι ρωτάω, αφού βρωμοκοπάς ούζο!
- Έλεος, μην φωνάζεις, έχω πονοκέφαλο...
- ΝΤΟΥΠ! (ο ήχος της παντόφλας)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιούν οι χρήστες κάναβης ως παροιμία που καταδεικνύει τη σημαντικότητα της τζιβάνας (αυτοσχέδιου φίλτρου) στην τελική ποιότητα του στριφτού τσιγάρου.

- Πρέπει να φτιάξω τζιβάνα.
- Στη τζιβάνα δώσε βάση το τσιγάρο μη χαλάσει.

(από Khan, 31/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Γενικά κάποιος που βρίσκεται υπό την έντονη επίρροια ουσιών ή/και αλκοόλ.

  2. Αυτός που βρίσκεται υπό την επίρροια κοκαΐνης ή (σπανιότερα) γενικά ο χρήστης κοκαΐνης.

-Πω ρε, μες την τσίτα είναι ο Μπάμπης.
- Ε ναι ρε αφού είναι γνωστό κόκκαλο.

Δες και λιάρδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βασική λέξη της νεοελληνικής αργκό με ποικίλες σημασίες:

1) Η δυσφορία που προκαλείται όταν κάποιος είναι έξω από τα νερά του, εξ ου και ξενέρωμα.
2) Η διάψευση των προσδοκιών μας για κάτι.
3) Η υποχώρηση των συμπτωμάτων της μέθης ή της μαστούρας.
4) Η υποχώρηση της σεξουαλικής επιθυμίας.

  1. Πω ρε φίλε, τι γερουσία ήταν αυτή στο πάρτι χθες; Ξενέρωσα εντελώς να πούμε!

  2. Άκουσα το καινούριο CD των Maiden και ξενέρωσα! Δεν το κλείνουν καλύτερα το μαγαζί οι πουρέιντζερς;

  3. - Η γκομενίτσα έχει λιώσει στα ξύδια. Προβλέπω εμετοχυσία...
    - Καλά, πάρτης το ποτό κι εγώ πάω να της φτιάξω έναν καφέ, μπας και ξενερώσει καθόλου...

  4. - Τι έγινε χθες, την φιστίκωσες την Δεσποινούλα;
    - Όχι ρε φίλε... Έβαλα να δούμε το «120 μέρες στα Σόδομα» του Παζολίνι και ξενερώσα εντελώς... Μετά από αυτό είχα σιχαθεί τη ζωή μου, όχι να θέλω και σεξ...
    - Ρε τρόμπα, σε τέτοιες περιπτώσεις δεν βάζουμε ευρωπαϊκό κινηματογράφο... Κάνα Σρεκ και πολύ είναι!

Δες και ξενέρωτος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πολύ κακής ποιότητας τσιγάρο, του οποίου ο καπνός έχει ένα καφέ-πράσινο χρώμα και συνήθως ένα πακέτο από τέτοια δεν κάνει πάνω από 2 ευρώ (π.χ. Γουίνστον).

- Πόσα σου μείνανε;
- Δύο ευρώ.
- Αμάν,πάλι πουτσιγάρα θα πάρουμε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified