Selected tags

Further tags

Λέγεται μεταξύ των στρατευσίμων, ότι βάζουν στο φαγητό μια ουσία η οποία εμποδίζει τη στύση (και συνεπώς τις όποιες ορέξεις ή ατυχήματα).

Περισσότερο μύθος παρά αλήθεια, κάτι τέτοιο συμβαίνει λόγω άγχους / στρες / κακής ψυχολογίας / απουσίας γυναικείου φύλου.

Να τρώω το φαγητό απο το μαγειρείο ή λές να έχει αντικούκου μέσα;

Δες και αστικός μύθος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεθάω, γίνομαι ντίρλα. Πιο συνηθισμένα έχω σβερκώσει.

- Αρχίσαμε τα κεράσματα στο μπαράκι και μετά από 6-7 ποτά είχα σβερκώσει τελείως! Σηκώθηκα να πάω τουαλέτα κι είδα το φως στο ταβάνι! Ξαναέκατσα αμέσως!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που αργεί να γυρίσει ένα τσιγαρλίκι.

- Ε τον ρούκουνα τον Περικλή, το γονάτισε... Γύρνα το ρεεεεεεεεεεε!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φούνταμπάφος) η οποία είναι κακής ποιότητας, συνήθως από την Αλβανία.

Ρε μαλάκα πάλι μπουρούχα αλβανική θα πιούμε; Αφού ξέρεις ότι μου γαμάει το λαιμό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χόρτο, μπάφος, γάρο, ρο, φοσμπά, γενικώς ή το χασίς ή το τσιγαριλίκι.

  1. - Ρε συ τί λέει, θα πιούμε κάνα μαύρο;

  2. - Θα στρίψεις κάνα μαύρο να το σκάσουμε;

(από Khan, 12/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μονάδα μέτρησης κόκας ή πρέζας ή (σε μερικές περιπτώσεις) μπάφου.

- Ρε μαλάκα, πόσο κοκό πήρες;
- Πέντε τζι πήρα, δε φτάνουν ρε;!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πρέζα (εναλλαγή των συλλαβών της λέξης).

Συνώνυμα: ζα, ζαμπόν, ζουζού.

Ρε φίλε, μήπως παίζει καμιά ζαπρέ να με φτιάξεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διπλή σταγόνα σε καρτέλα με LSD για όσους δεν κλάνουν πια με την μια μόνο σταγόνα.

Ευγένιος: - Παίζει κάνα διπλοστάγονο ρε man; Γιατί ο έτσι μου 'ριξε τόγκα την τελευταία φορά και δεν άκουσα τίποτα..

Ηλίας: - Μαλάκα έριξα αφίσα διπλοστάγονη καρτέλα στο κούτελο την Παρασκευή στο party και συνήλθα την επόμενη μέρα. Δεν στο προτείνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χάχα (πληθ. οι χάχες) είναι το ναρκωτικό που φέρνει γέλιο (η φούντα).

Είχαμε κάνει τις χάχες μας και ήταν αδύνατο να είμαι σοβαρός στο μάθημα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάμε να φτιαχτούμε (πάμε να γίνουμε ρεεεε). Αγορά ναρκωτικών.

- Μενόγι σισιχάχα;
- Όχι τώρα παμεναμενογί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified