Το χόρτο, μπάφος, γάρο, ρο, φοσμπά, γενικώς ή το χασίς ή το τσιγαριλίκι.
Got a better definition? Add it!
Μονάδα μέτρησης κόκας ή πρέζας ή (σε μερικές περιπτώσεις) μπάφου.
- Ρε μαλάκα, πόσο κοκό πήρες;
- Πέντε τζι πήρα, δε φτάνουν ρε;!
Got a better definition? Add it!
Η πρέζα (εναλλαγή των συλλαβών της λέξης).
Ρε φίλε, μήπως παίζει καμιά ζαπρέ να με φτιάξεις;
Got a better definition? Add it!
Διπλή σταγόνα σε καρτέλα με LSD για όσους δεν κλάνουν πια με την μια μόνο σταγόνα.
Got a better definition? Add it!
Η χάχα (πληθ. οι χάχες) είναι το ναρκωτικό που φέρνει γέλιο (η φούντα).
Είχαμε κάνει τις χάχες μας και ήταν αδύνατο να είμαι σοβαρός στο μάθημα...
Σχετικά: φουνταμενταλισμός, ο, χασίστες και φουντικοί, Ποκαφούντας, πρεζόφουντα
Got a better definition? Add it!
Πάμε να φτιαχτούμε (πάμε να γίνουμε ρεεεε). Αγορά ναρκωτικών.
- Μενόγι σισιχάχα;
- Όχι τώρα παμεναμενογί!
Got a better definition? Add it!
Στέλνω μια γκόμενα ή αλλιώς κερνάω το βελόνι. Δηλαδή τσουλάω το ασήμι, τρυπιέμαι, ρουφάω ζουζού.
ΛΕΛΟΣ: Άραγκον κοκαλεο και δε με πιάνει η αλκοόλη πλέον...
ΚΟΚΑΛΟΣ: Θα σου δώκω να τσουλήσεις πρώτο πράμα αδερφέ μου, λίρα εκατό σου λέω..
ΛΕΛΟΣ: Θα πονέσω;
KOKAΛΟΣ: Με το πρώτο σουτ θα σου φύγει ο ιδρώτας, εγγύηση!
Got a better definition? Add it!
Αθίγγανοι πωλητές ναρκωτικών στα Λιόσια χρησιμοποιούν την άνωθεν λέξη διά να σιγουρευτούν ότι το θύμα δεν έφαγε τόνγκα με το χόρτο που του πούλησαν. Περιγράφουν την πούδρα από το χασίς, το καλύτερο κομμάτι.
ΕΥΓΕΝΙΟΣ: -Σου δίνω gameboy colour. Πόσο παίρνω;
ΓΥΦΤΟΣ: -Σου γεμίζω τη σακούλα και έφυγες.
Μετά από πέντε λεπτά ο γύφτος σηκώνει την σακούλα και αναφωνεί:
-ΠΑΣΠΑΛΑ ΠΑΣΠΑΛΑ ΣΟΥ ΔΙΝΩ ΠΙΤΣΙΡΙΚΑ!
Το θύμα αποχωρεί χαρούμενο απο το τσαντήρι με τη σακούλα γεμάτη τρίμματα.
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για αναφορά σε κατανάλωση σάντουιτς ή πίτας με γύρο, έχει προέλθει η σύνθετη ουσιαστικά αυτή ονομασία, από μεν το γεγονός ότι πολύ συχνά λέει κάποιος «πάω να χτυπήσω ένα γύρο», που θα μπορούσε να μοιάζει στο «πάω να χτυπήσω μια ένεση ηρωίνης», από την άλλη δε οφείλεται ίσως στο γεγονός ότι ένας γύρος σε πίτα ή ψωμάκι μπορεί να σε κρατήσει σαν φαγητό όλη μέρα, ή τουλάχιστον για αρκετό διάστημα καθώς είναι δυνατό, βαρύ σαν φαγητό και κάποιοι καταναλωτές ίσως την «ακούνε» κιόλας τρώγοντάς τον, αν λάβουμε υπόψην και την μερικές φορές πιθανά ύποπτη ποιότητα ή προέλευση του κρέατος του γύρου.
- Ωχ ρε, πείνασα... πάω μέχρι κάτω να χτυπήσω μια γυροΐνη.
Βλέπε και κρασίς.
Got a better definition? Add it!
Ορμόνη που εκκρίνεται από την ανεγκεφαλίτιδα ατόμων τα οποία κάνουν κατάχρηση του τηλεχειριστήριου. Προκαλεί ακατάσχετη όρεξη για «σκουπιδοφαγητά» με συνεπακόλουθη αύξηση του σωματικού βάρους.
Σήκω ρε απ'τον καναπέ και σβήσε την tv! Από την τηλεχοντρόλη έχεις γίνει 100 κιλά!
Got a better definition? Add it!