Παλαιότερα αποτελούσε μειωτικό χαρακτηρισμό των οπαδών και μελών της ομάδας του Παναθηναϊκού στη λογική ότι η ομάδα εκπροσωπούσε τα αστικά και μεγαλοαστικά στρώματα της Αθήνας, και δη των Βορείων Προαστίων, με λίγα λόγια τους φλώρους της υπόθεσης, σε αντίθεση με τον αιώνιο αντίπαλο Ολυμπιακό, που αντιπροσώπευε το λιμάνι, την εργατιά και την προσφυγιά (λέμε τώρα) ή τις προσφυγικές ομάδες της Α.Ε.Κ. και του Π.Α.Ο.Κ.

Ως προς την ετυμολογία του τζιτζιφιόγκου βρήκα εδώ την ενδιαφέρουσα (πλην όχι σίγουρη) άποψη ότι πρόκειται για νόθο σύνθετο από το τουρκικό τζιτζί (< cici = ωραίος, χαριτωμένος) και το φιόγκος.

Νικώντας οι «μαουνιέρηδες» τους «τζιτζιφιόγκους» ήταν σαν να νικούσαν οι Αποκάτω τους Αποπάνω. Ιδεολόγημα; Βεβαιότατα! Και αν, μάλιστα, κάτσεις και καλοσκεφτείς ότι «τζιτζιφιόγκοι» δεν ήσαν οι ποδοσφαιριστές του ΠΑΟ (που ήσαν μεν και εκείνοι παιδιά των λαϊκών τάξεων, αλλά έπαιζαν για την ομάδα της «καλής κοινωνίας»), τότε το συγκεκριμένο ιδεολόγημα γίνεται αφόρητο και απύθμενο.
Ωστόσο, ιδεολόγημα-ξεϊδεολόγημα, από όλη αυτή τη συγκρουσική ιστορία έβγαινε κάθε Κυριακή απόγευμα ένα συμπέρασμα: ότι ο εργατικός και προσφυγικός Πειραιάς νικά την καλοταϊσμένη Αθήνα των βολεμένων αστών. (Εδώ).

Μια χρήση του "τζιτζιφιόγκος" που έχει συζητηθεί, από πρώην (πλέον) στέλεχος του Ποταμιού. (από Khan, 02/04/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκωπτικά η ομάδα της Α.Ε.Κ. (Αθλητική Ένωση Κωνσταντινουπόλεως) ή ο οπαδός της, προφανώς λόγω της κωνσταντινοπολιτικής καταγωγής της που για πολλούς παραπέμπει σε σεράγια, χαρέμια και ταλιμπάν, γενικά σε έναν οριενταλισμό. Βλ. και χανούμι.

Σχετική και η γηπεδική ρίμα «χανούμισσα χανούμισσα, ήρθες και στον ακούμπησα».

  1. την γλιτωσες την 100αρα χανουμισσα (Εδώ).

  2. φερανε διπλό μεσα στη χανουμισσα. (Εδώ).

(από Khan, 20/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται (και) έτσι ο Εβραίος / Οβραίος / Ισραηλίτης / πεζοπόρος της Ερυθράς θάλασσας, κ.τ.ο.

Ο όρος χρησιμοποιείται επίσης για να χαρακτηρίσει κάποιον τσιγγούνη ή σπαγκοραμμένο.

Με απάλειψη του καταχρηστικού διφθόγγου -ια- απαντάται και ως τσαφούτης, με το «τσα» παχύ όπως στο αγγλ. channel (=κανάλι).

Συνώνυμο: (ε)ξηνταβελόνης

Ασσίστ: Χότζας, στο μνημειώδες σχόλιο του με τις χήνες του Καπιτωλίου για το λήμμα κάνω την πάπια.

- Σου αφήνει ο μπάρμπα-Μπρίλιος τουλάστιχον κάνα μπουρμπουάρ όταν του παραδίνεις το ντιλίβερι;
- Μπα, ο τσιαφούτης, αυτός δεν δίνει ούτε τ' Αγίου του νερό.

βλ. και τσιφούτης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για ψευδώνυμο με το οποίο έγινε πασίγνωστος ο Bill Cardille, κυρίως στις ΗΠΑ, κατά την 20ετία 1963-1983, μέσω της Σαββατοβραδινής τηλεοπτικής εκπομπής «Chiller Theatre» απ' όπου του βγήκε και το παρατσούκλι. Ο Cardille ήταν άνθρωπος της τηλεόρασης και του θεάματος γενικότερα και έκανε αμέτρητες παραγωγές ποικίλου περιεχομένου (από πρωινάδικα μέχρι αθλητικά), ενώ ταυτόχρονα παρουσίαζε ο ίδιος αρκετές από αυτές.

Σημαίνει τον άνθρωπο που κάνει τα πάντα, τον ακούραστο, αυτόν που καταγίνεται ταυτόχρονα με πολλά και ποικίλα αντικείμενα.

  1. - Μήτσο, θα κάνεις και έναν καφέ, ρε συ;
    - Κάτσε, ρε μαλάκα, ποιος είμαι, ο Χίλι Μπίλι;

  2. Τον Αντρέα τον έχουνε σκίσει στην εφημερίδα. Επειδή ξέρει κομπιούτερ, τον βάλανε τώρα να κάνει και τη σελιδοποίηση. Χίλι Μπίλι!

  3. Χίλι Μπίλι, μαλάκα. Δεν προλαβαίνω να κατουρήσω. Τρέχω σαν τον πούστη!

Bill Cardille  (από panos1962, 30/10/09)Ο Αντρέας (από panos1962, 30/10/09)Τρέχω σαν πούστης! (από panos1962, 30/10/09)Ο Chilli-μίδης! (από BuBis, 30/10/09)To εξώφυλλο του LP των Kinks "Muswell Hillbillies" (1971) (από allivegp, 30/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified