Ο φλύαρος, αυτός που μιλάει πολύ χωρίς να λέει τίποτα το ουσιαστικό, εκ του μπλαμπλά που αποτελεί ηχομιμητική λέξη, η οποία δηλώνει την συνομιλία. Ενίοτε δηλώνει και τον κομπορρήμονα, τον καυχησιάρη. Επίσης, όσους εξ επαγγέλματος καταφεύγουν σε ατέρμονη αναπαραγωγή ξύλινης γλώσσας, καθώς οι πολιτικοί και οι δημοσιομπλαμπλάδες.

Trivium: Ο μπλαμπλάς ήταν επίσης «παιχνιδάκι που είχε κυκλοφορήσει από την AS γύρω στο 1995. Ήταν μια μικρή συσκευούλα σε μέγεθος παλάμης που ήταν στην ουσία ένα μίνι μαγνητοφωνάκι. Μπορούσε να ηχογραφήσει λίγα δευτερόλεπτα και μετά να τα επαναλαμβάνει. Είχε ένα μεγάλο μεγάφωνο, δύο κουμπιά (ένα για να ξεκινήσει η ηχογράφηση και ένα για να παίξει η ηχογράφηση) και στο πλάι μια ροδέλα ρύθμισης της έντασης του ήχου». (Δες).

  1. Για να δούμε, θα ακούσουμε κάτι συγκεκριμένο ή θα είναι και πάλι μια σούπα από μπόλικους μπλαμπλάδες και ακατανόητα ιδεολογήματα... (Εδώ).

  2. Ο άσχετος δημοκράτης μπλαμπλάς. (Εδώ).

  3. αφιερωμενο σε όλους τους γαμιάδες μπλαμπλάδες (Εδώ).

Και μπλαμπλάκιας. Στο 1.53. Μυδασίστ: Σφυρίζων. (από Khan, 21/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο δημοσιογράφος ή δημοσιοκάφρος, κυρίως ο τηλεοπτικός τοιούτος, ως αναληταράς αναλισκόμενος σε μπλαμπλά σε τηλεοπτικά παραθύρια. Εν ολίγοις αυτός που μιλάει για πολλά χωρίς να λέει τίποτα ουσιαστικό, καταφεύγοντας συχνά σε μηντιακούς τουκανισμούς.

  1. Επίσης, τα Δελτία Ειδήσεων, ΔΕΝ έχουν… ειδήσεις, πια. ΔΕΝ αφορούν γεγονότα, κατά 90%- για να είμαι και λαρτζ. Κύκλοι και περιβάλλοντα, είτε της ελληνικής τρόικα είτε της ξένης, διαρρέουν επιθυμίες και σχέδια σε ΑΓΡΑΜΜΑΤΟΥΣ και ΑΜΟΡΦΩΤΟΥΣ δημοσιομπλαμπλάδες (αυτοί που θέτουν την ατζέντα κάθε μέρα, ΔΕΝ γράφουν, πουθενά, τίποτα, παρά, μόνο μιλάνε), τα οποία τα αναλύουν για μέεεεερες τα «βαριά χαρτιά» των ΜΜΕ, οι αναλυταράδες αληταράδες (= σφουγγοκωλάριοι ιδιοκτητών, -που είναι σφουγγοκωλάριοι πολιτικών κι οι τελευταίοι γιουσουφάκια τραπεζιτών). Θυμίζω: θα πάρουμε ή δεν θα πάρουμε τη δόση; Από το τέλος των διακοπών, τέλος Αυγούστου, πρώτο θέμα, διαρκώς. Μέχρι το τέλος του χρόνου! Πρόσφατη διαρροή: «κατώτατος μισθός» και «απολύσεις στο δημόσιο».
    Είδηση είναι το γεγονός: ποιος, πού, πότε, γιατί. Είδηση είναι, πχ, ότι: χθες, στην Λάρισα, ΔΥΟ παιδιά, ΕΙΚΟΣΑΡΗΔΕΣ φοιτητές, πέθαναν και άλλα ΤΡΙΑ συνομήλικά τους χαροπαλεύουν, λόγω ΦΤΩΧΕΙΑΣ (= ΔΕΝ είχαν λεφτά για ηλεκτρικό ή πετρέλαιο). (Εδώ).

  2. Όμως, αντι γι' αυτά, το βράδυ θα ακούμε τους δημοσιομπλαμπλάδες να ουρλιάζουν για πράγματα που όχι μόνο το 85% του κόσμου, αλλά ούτε ΚΑΝ οι ίδιοι δεν ξέρουν! Και δώσ' του για PSI, EMFS, default, «κουρέματα», «κλειδώματα», απομειώσεις, επιτόκιο 4,8% ή 8%, βρετανικό δίκαιο, παράγωγα και δομημένα ομόλογα ασφαλιστικών ταμείων... (Εδώ).

  3. Θα πρέπει να σταματήσουν να λέγονται, -αφού δεν είναι-, δημοσιογράφοι, όσοι δουλεύουν στην Τηλεόραση. Τι σχέση έχει ένα “κανάλι” με μια εφημερίδα ή περιοδικό; Οι μεν μιλάνε οι δε ΓΡΑΦΟΥΝ. “Δημοσιομπλαμπλάδες” θα ήταν ένας περιγραφικότατα ταιριαστός όρος. Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι, γιατί οι πραγματικοί δημοσιογράφοι, αυτοί που ΓΡΑΦΟΥΝ καθημερινά κι εδώ και χρόνια, ΔΕΝ προσβάλλονται- θίγονται μ’ αυτήν την κατάσταση. (Εδώ).

  4. Λεβέντης, όταν πήγε ο πονηρίας βαψομαλιάς και δημοσιομπλαμπλάς, τότε, να του κάνει πλάκα με μια πίτσα. (Εδώ).

(από Khan, 06/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως παρατηρεί η χρήστρια Mes, το σνιφ είναι το ρούφηγμα της μύτης μετά το κλάμα. Οπότε το σνιφάρω είναι ηχομιμητική λέξη που δηλώνει την εισπνοή από την μύτη μαζί με άλλη ουσία, τα δάκρυα και μύξες στα Μικυμάου, ή συνηθέστερα κάποια ναρκωτική ουσία, όπως η κοκαΐνη. Κοινώς, το να κάνεις μυτιά ή μύτινγκ. Χρησιμοποιείται και για οτιδήποτε άλλο μπορεί να έχει λειτουργία ναρκωτικού.

Συνήθης έκφραση: σνιφάρω γραμμές.

  1. (από την Ελευθεροτυπία)
    «Τώρα σνιφάρω μόνο μουσική. Είναι πιο δυνατή από οποιαδήποτε ποσότητα κόκα».

  2. (Από βλόγιον)
    «Σνιφάρω κρατισμό.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύπος ακατάσχετα φλύαρος και, κατ' επέκταση, αερολόγος. Διακόπτει τους άλλους συνεχώς - π.χ. άσε, πού να σου λέω ή, καλά, άμα σου πω τι έπαθα ... - μονοπωλεί μονίμως την κουβέντα, λέει μόνο για να λέει και λατρεύει τον ήχο της φωνής του.

Η λέξη σχηματίζεται από το μπουρ-μπουρ (ή, μπούρου-μπούρου βλ. και μπούρου-μπούρου μαλακίες) με δεύτερο συνθετικό το -αγάς, όπου αγάς είναι ο τοπικός διοικητής ή αφέντης την εποχή της Τουρκοκρατίας. Ο μπουρμπούραγας, λοιπόν, δεν είναι απλώς πολυλογάς - είναι και ο αρχηγός των πολυλογάδων και, ωσεκτουτού, απίστευτος σπασοκλαμπάνιας.

Στον επαγγελματικό στίβο, ο μπουρμπούραγας απαντάται συχνά στους χώρους των πωλήσεων και του πι-αρ όπου διακρίνεται ως biri biri maker. Αν ακολουθήσει καριέρα πανεπιστημιακή/νομική/τηλεοπτική συχνά εξελίσσεται σε ειδικό μπουρδολόγο / παπαρολόγο. Στο οικογενειακό περιβάλλον είναι ιδιαίτερα ενοχλητικός αν έχει και άποψη για τα θέματα του νοικοκυριού - αν είναι, δηλαδή, και γυναικοθόδωρος.

Σημειωτεόν ότι ο όρος μπουρμπούραγας δέον να χρησιμοποιείται μόνον για άντρες. Μια γυναίκα μπορεί να χαρακτηρισθεί μπουρμπούρα αλλά συνηθέστερα την λέμε γλωσσού, γλωσσοκοπάνα, γαλιάντρα ή κατίνα - αν και όλα αυτά έχουν κάποιες λεπτές νοηματικές διαφορές.

- Καλέ, τι πράμα είναι αυτός ο ξάδερφος σου ... πρώτος μπουρμπούραγας ... ήρθε επίσκεψη προχτές, αρμένικη βίζιτα την έκανε ... τρεις ώρες έκατσε, γλώσσα μέσα δεν έβαλε ... μπούρου-μπούρου και μπούρου-μπούρου, μας έπρηξε ... και πανάθεμα με αν θυμάμαι ένα πράμα που μας είπε ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified