Στρίβω το τιμόνι.

- Κόψε κόψε κόψε κόψε… ΟΠΑ! Ίσιωσε τώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσαρουχώνω τα φρένα, ή, συνεκδοχικά, το τσαρουχώνω (ενν. το αυτοκίνητο) σημαίνει φρενάρω δίχως αύριο, τερματίζω το πεντάλ των φρένων, συνήθως σε φρενάρισμα πανικού προ ιπποποτάμου.

- Τι έμαθα ρε, τροπέτο το σάξο του Μπάμπη;
- Τού 'βγαλε κώλο στη φουρκέτα, και, όπως είναι και άμπαλος, το τσαρουχώνει και αγόρασε οικόπεδο... Αυτός τη γλίτωσε μ' ένα χέρι σπασμένο.
- Η ζώνη σώζει ζωές όταν η μαλακία τις βάζει σε κίνδυνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το απόγειο διασκέδασης των προεφήβων στις δεκαετίες '70 και '80 ήταν τα συγκρουόμενα αυτοκινητάκια στο λούνα παρκ. Η πρώτη φορά που καθόσουν στο τιμόνι - και το μαγικό κουδούνι που έδινε ώθηση στο ηλεκτρικό αυτοκινητάκι, αφού έδινες την μάρκα στον χλεμπονιάρη υπεύθυνο. Χωρίς να έχουν τρελό γκάζι, με το κομπλέ ανάποδο διαφορικό για να πιάνει η όπισθεν, ήταν η χαρά του ατζαμή, καθώς σκοπός πέραν της οδήγησης ήταν και ο εμβολισμός κάποιου φίλου ή γονέα που ήταν σε ένα άλλο αυτοκινητάκι.

Στα δικά μας τώρα. Η έκφραση «συγκρουόμενα» αναφέρεται σε σταυροδρόμια, φανάρια, στροφές ή κακοφτιαγμένους δρόμους, όπου τα ατυχήματα είναι σε ημερήσια διάταξη. Ιδίως από οδηγούς που δεν γνωρίζουν τις παγίδες στα συγκεκριμένα επικίνδυνα σημεία.

- Ρε, τί έγινε; Διαφημίζεις τσιρότα;
- Άσ' τα να πάνε. Μια καρακάξα με διεμβόλισε έξω από την Πειραιώς, στην Πολυτεχνείου. - Α, εκεί στα συγκρουόμενα... Πάλι καλά την γλίτωσες. Εγώ είχα σπάσει πόδι εκεί. Φρόντισε ένας ταρίφας για αυτό.

(από electron, 18/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

'Οταν ένας οδηγός παίρνει πολύ απότομα στροφή και το αμάξι (ή άλλο μεταφορικό μέσο) πετάγεται πολύ απότομα, αλλά συνήθως ο οδηγός δεν χάνει τον έλεγχο.

Σε αυτή την στροφή θα μπω με τις μπάντες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην αργκό των μοτοσυκλετιστών (σε γ' πρόσωπο πάντα), αυτό που συμβαίνει όταν οι στροφές του κινητήρα δεν είναι ικανές να στηρίξουν την ανάλογη ταχύτητα και επέρχεται επιβράδυνση του οχήματος.

- Γιατί ρε μαλάκα έμεινες πίσω στη στροφή;
- Άσε, μου κρέμασε η τρίτη και μέχρι να κατεβάσω δευτέρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν και η έκφραση σημαίνει το ίδιο με τα κλάνω μέντες/μάντρες/φασκόμηλα κλπ, εντούτοις προέρχεται από τη γνωστή φάρσα του σφηνώματος πατάτας σε εξάτμιση αυτοκινήτου.

Ο ανυποψίαστος οδηγός, στην προσπάθειά του να βάλει μπρος και νομίζοντας ότι το αμάξι είναι μπουκωμένο, πατάει πολλές ξερογκαζιές με αποτέλεσμα κάποια στιγμή, από τα αέρια που έχουν συμπιεστεί μέσα στην εξάτμιση, να εκτοξευτεί η πατάτα κάνοντας έναν εκκωφαντικό θόρυβο σαν κανονιά.

Προσοχή: Μην το δοκιμάσετε! Απαιτεί μεγάλη εμπειρία! Αν η πατάτα δεν σφηνωθεί καλά, πετιέται έξω με τη μία χωρίς θόρυβο. Αν από την άλλη σφηνωθεί υπερβολικά πολύ υπάρχει κίνδυνος να διαλυθεί ολόκληρη η εξάτμιση!

- Το όνειρό μου είναι να πάρω ένα από κείνα τα παλιά αυτοκίνητα αντίκες, ξέρεις, με τη μανιβέλα, που όταν τα βάζεις μπρος κλάνουν πατάτες!
- Καλή φάση! Εγώ θέλω να πάρω ένα iphone 5! Ζήτησα ήδη δυο μισθούς μπροστά από τη δουλειά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν ο οδηγός χάνει τον έλεγχο του αυτοκίνητου του το οποίο σβουρίζει γύρω από τον άξονά του παίρνοντας αμπάριζα ό,τι βρεθεί στο διάβα του. Διατυπώνεται κι ως «παίρνει σβούρες».

Βλ. επίσης σαβανοκύριακο.

- Τα Χριστούγεννα έγινε ένα τρακάρισμα στην εθνική, η οδηγός του ΙΧ έχασε τον έλεγχο, το αμάξι έφερε σβούρες, τσακίστηκε στο διαχωριστικό και άρπαξε φωτιά! Παρολαυτά η γυναίκα κατάφερε και βγήκε σχεδόν αμέσως ζωντανή από το αυτοκίνητο...για να την παρασύρει και να την σκοτώσει άλλο διερχόμενο αμάξι στην εθνική την επόμενη στιγμή!
(εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published

Η τρομερή ψευτιά με μόνο σκοπό την παραπλάνηση του άλλου και την εξύψωση μας στα μάτια του. Δρακιές λένε συνήθως οι κάτοχοι αυτοκινήτων και μηχανών με θέμα τις επιδόσεις τους, χαρακτηριστικά κ.λπ.

  1. - ... Έτσι που λες, το πήγα από 200 άλογα στα 666 μόνο μ' ένα πρόγραμμα!
    - Κόψε τις δρακιές ρε... δε μιλάς σε άσχετο.

  2. - Μα την Παναγία! Χθες με το innova πάτησα ένα Ζ 750!
    - Παιδιά μη τον ακούτε! Όλο τέτοιες δρακιές λέει!

Βλ. και δράκος, αρκούδες, φιδέμπορας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαδίζω με την ταχύτητα του φωτός υψωμένη στη δύναμη -100. Ο διπλανός που βαδίζει, με ακολουθούσε στο προηγούμενο και θα προηγείται στο επόμενο βήμα. Έτσι όπως πάω θα φτάσω σπίτι του χρόνου.

Βέβαια, τα πάντα είναι σχετικά όπως μας επισημοποιεί ο Αλβέρτος. Έτσι λοιπόν στην αυτοκίνηση το σούπερ ντούπερ αυτοκινητάκι μου σέρνεται μπροστά σε μια μερσέντα η οποία με τη σειρά της σέρνεται μπροστά σε μία λαμποργκίνι.

Στην κομπιουτερική, ένα μηχανάκι (υπολογιστής) σέρνεται όταν το έχουμε φορτώσει με 224 προγράμματα, εκ των οποίων χρησιμοποιούμε ταυτόχρονα τα 199, έχουμε γεμίσει τον δίσκο με τις 55 πιο πρόσφατες ταινίες που κατεβάσαμε από τα torrents και κάνουμε επικοινωνία με web cam. Προσπαθούμε δε να ανοίξουμε το κοίτα έξω (outlook) για να στείλουμε e-mail. Αν ανοίξει, χέσε με.

Ας πάρουμε ένα ταξί, δε βλέπεις; Σέρνομαι (χικ)

(από Stravon, 04/09/09)

Βλ. και σέρνεται

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επαναφέρω μετά την υπερστροφή.

- Δώσε, δώσε, τσίμπα, τσίμπα λίγο, ίσιωσε, ίσιωσε, ανάποδο!

(ΓΚΡΑΟΥΚΑΠΑΚ!!!!!)

- Ε, ντιπ τραγί είσαι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified