Ως λαμπάδα χαρακτηρίζεται από τους μηχανόβιους η σούζα με κλίση σχεδόν ορθή γωνία!
Ρε τον Μήτσο, λαμπάδα το πάει το παπί!
Ως λαμπάδα χαρακτηρίζεται από τους μηχανόβιους η σούζα με κλίση σχεδόν ορθή γωνία!
Ρε τον Μήτσο, λαμπάδα το πάει το παπί!
Got a better definition? Add it!
Η Νέμεσις των κινητήρων εσωτερικής καύσης. Ο απόλυτος όλεθρος. Συμβαίνει όταν εισέλθει νερό σε υγρή μορφή στους κυλίνδρους δίχως να το αντιληφθούμε.
Με το μιζάρισμα και επειδή το νερό είναι ασυμπίεστο αν είμαστε τυχεροί θα καταλήξουμε μόνο με κομμένες μπιέλες (διωστήρες).
Μπορεί να ακουστεί στον στρατό και ως απειλή στους νέους.
-Θα πάθετε υδροστατική εμπλοκή νεόπες.
-..............
Got a better definition? Add it!
- Μαστρο-Κώστα, δεν πάει μια το ρημάδι, σέρνεται σαν χρεπόνι τι να κάνω;
- Τούρμπισέ το σκασμένο να ξενοιάσεις...
- Πάμε φτερό-φτερό στην κόντρα, όταν δικέ μου τουρμπίζει η τρίτη και τσαααάφ φεύγω 4 καρότσες μπροστά, τον έλιωσα τον κάγκουρα.
- Έλα ρε, και αυτός ήταν με το δαχτυλωμένο το S-Coupe;
Got a better definition? Add it!
«Μου έφυγε ο τάκος» είναι ταυτόσημο του «μου έφυγε η ψυχή».
Τάκος είναι ένα τρίγωνο κομμάτι ξύλου, ή σιδήρου, ή και πλαστικού, που τοποθετείται στον τροχό του αυτοκινήτου όταν αυτό είναι σταθμευμένο σε επικλινές έδαφος και προκειμένου να το ασφαλίσει, σε περίπτωση το χειρόφρενο αποτύχει να εκτελέσει την αποστολή του, που είναι να κρατήσει το αυτοκίνητο φρεναρισμένο όταν αυτό βρίσκετε σε ακινησία.
Όταν λοιπόν φύγει ο τάκος από τον τροχό του αυτοκινήτου και όταν αυτό είναι σταθμευμένο σε επικλινές έδαφος και αρχίσει να κυλά, την έχεις γεμίσει από χείρα.
- Κοίτα πίσω σου ρε! Το φορτηγό σου! Κυλά πίσω!
- Αχχχ! Παναγια μουυυ! Το φορτηγό μου!... αχχχ πάει ο γέρος!... αχχχ πάει και η γριά!... και... και... και... η πορσε... αχχχ και το ζαχαροπλαστείο... αχχχχ...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μετά το δικάβαλο, θα ήταν παράλειψη να αφήσουμε χωρίς ορισμό το εξακάβαλο. Αν και ο νους των περισσοτέρων έχει ήδη πάει σε χρόνο dt στο πονηρό, δηλαδή σε κάποιο πάρτυ με ούζα, εντούτοις όχι, είναι κάτι διαφορετικό.
Είναι όταν σε ένα αυτοκίνητο, που είναι σχεδιασμένο για maximum 5 επιβάτες, στριμώχνεται και ένας έκτος, η χαρά του εφαψάκια δηλαδή. Συνήθως, ακολουθείται η τακτική 2 επιβάτες μπροστά και 4 πίσω ώστε να μη μπορεί να μας εντοπίσει εύκολα ο ο γαλατάς με το μπλε καρούμπαλο, αλλά και γιατί πίσω κουτσοβολεύεται καλύτερα η κατάσταση. Βέβαια, τα παίζουν λίγο τα αμορτισέρια, αλλά αν είναι να φορτώσουμε μωρά το τουτού μας, τί είν΄ ο πόνος μπρος στα κά(β)λη. Για εφτακάβαλο και οχτακάβαλο δεν γίνεται λόγος, γιατί τότε πάμε σε εξτρίμ καταστάσεις.
Got a better definition? Add it!
Mάχιμος / μαχιμότητα: Υπάρχουν ήδη 2 ορισμοί, σωστοί πλην τηλεγραφικού χαρακτήρα, οι οποίοι επιβάλλεται όπως ενσωματωθούν σε ένα ευρύτερο πλαίσιο.
Μάχιμος είναι:
1α. (Στρατός Ξηράς) Ο υπηρετών σε μονάδα εκστρατείας, ανεξαρτήτως της ειδικότητάς του, π.χ. μπορεί να είναι και εσχαρέας (μάγειρας). Όπως όμως τα πάντα σ' αυτή τη ζωή είναι σχετικά, έτσι και η μαχιμότητα είναι σχετική: ακόμη και η πιο προβλεπέ και μαύρη μονάδα εντός των συνόρων, δεν συγκρίνεται με το να πας ως Ειρηνευτική Δύναμη σε εμπόλεμη περιοχή (Βοσνία, Αφγανιστάν κλπ). Τότε η μαχιμότητά σου αγγίζει - και ενίοτε ξεπερνά - τα όρια της στρατοκαυλίασης.
1β. (Πολεμικό Ναυτικό) Ο υπηρετών σε πολεμικό πλοίο και όχι σε υπηρεσία ξηράς (γραφειάς/γραφειάκιας). Λέγεται και στολαίος, επειδή υπηρετεί στο Στόλο. Ο όρος αναφέρεται πλέον μόνο σε καραβανάδες (μονιμάδες), καθώς οι ναύτες (κληρωτοί), που έχουν φύγει απ' τα πλοία εδώ και 4-5 χρονάκια, τοποθετούνται για όσο κρατά η θητεία τους μόνο σε υπηρεσίες ξηράς. Οι στολαίοι παίρνουν και κάτι ρημαδολεφτά παραπάνω (επίδομα Στόλου), αλλά τι να το κάνεις αν τρώς στη μάπα τη λαμαρίνα μια ολόκληρη ζωή... Οι στολαίοι κράζουν τους γραφειάκηδες, δε θα τους χάλαγε όμως καθόλου να βρίσκονταν στη θέση τους.
1γ. (Στρατός γενικά) Ο ένοπλος, αυτός που με βάση το χαρακτηρισμό του, μπορεί να κρατήσει όπλο. Το Ι4 π.χ. δεν είναι μάχιμο, συνεπάγεται άοπλη θητεία. Ο κατεξοχήν γιωτάς είναι βέβαια ο Ι5, όμως και με Ι4 σου κολλάν τη στάμπα. Τip: ακόμη κι αν έχεις υπηρετήσει ως Ι4, μπορείς αφού απολυθείς να το αποχαρακτηρίσεις και να το κάνεις ένα πεντακάθαρο Ι1, αν βέβαια έχεις τις σωστές άκρες.
1δ. (Στρατός γενικά) Οι par excellence μάχιμοι είναι ασφάλουσλυ οι άνδρες (εσχάτως και γυναίκες) των Ειδικών Δυνάμεων: καταρχήν Ο.Υ.Κ.άδες (σλανγκιστί βατράχια ή οΰκια), επίσης λοκατζήδες, καταδρομείς, αλεξιπτωτιστές κ.α. Άπαντες πάσχοντες από οξεία στρατοκαυλίτιδα.
1ε. Αυτός που εχει εντρυφήσει στα μυστικά των πολεμικών τεχνών (καράτε, κικ-μποξ κτλ) και ωσεκτουτού είναι επαγγελματίας δείρτης και απεχθάνεται - ωιμέ! - το κλασικό ελληνικό βρομόξυλο. Σημασία που εντάσσουμε καταχρηστικά στις στρατιωτικές.
Η σημασία αυτή μπορεί να θεωρηθεί δευτερογενής, παράγωγη εκ της πρώτης, της αμιγώς στρατιωτικής. Τα όρια ωστόσο μεταξύ των δύο, κάθε άλλο παρά σαφή είναι: κλασικό παράδειγμα μαχιμότητας εν ευρεία εννοία, οι Αθηναίοι του Χρυσού Αιώνα του Πέρι, για τους οποίους γράφει ο Κορνήλιος Καστοριάδης στη Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας.
Εν προκειμένω η περιπτωσιολογία είναι ανεξάντλητη:
2α. μάχιμος είναι ο κοτσονάτος λεβεντόγερος (ενδεχομένως και σεξουαλικά ενεργός, αυτό όμως δεν είναι απαραίτητο).
2β. μάχιμος είναι ο ταρίφας που δεν ανήκει σε εταιρεία και την παλεύει μόνος του.
2γ. μάχιμος είναι ο δικηγόρος που εξασκεί τη λεγόμενη δικηγορία του πεζοδρομίου ή μαχόμενη δικηγορία (συνεχές τρέξιμο σε δικαστήρια κλπ) και δεν είναι βολεμένος σε κανά γραφείο με πάγια αντιμισθία κλπ κλπ
Σε πορείες / διαδηλώσεις / δημόσιες διαμαρτυρίες, μάχιμοι εν ευρεία εννοία είναι βέβαια όλοι οι συμμετέχοντες, όμως εν στενή εννοία είναι ένα πολλοστημόριο του όγκου των διαδηλωτών. Συνήθως πρόκειται για το περίφημο Black Bloc, παίζει όμως και να είναι απλά κάποιοι ανερμάτιστοι μπαχαλάκηδες. Εν προκειμένω διαγράφεται ανάγλυφα το ζήτημα της σχετικοποίησης της μαχιμότητας, στο οποίο τόσο είχε επιμείνει ο xalikoutis εδώ.
Στο χώρο των μηχανοκίνητων, μάχιμος χαρακτηρίζεται οδηγός καυλοτίμονος, συνήθως χεράς, που φτάνει το αμάξι/μηχανάκι στα όριά του, του ρουφάει το αίμα, το λιώνει, του δίνει τα πιστόνια στο χέρι κλπ. Ο μάχιμος κατά κανόνα διαθέτει και μάχιμο εργαλείο, πολεμικό, κωλοφτιαγμένο, χωρίς πολλά λούσα και ανέσεις. Οι έμπειροι του χώρου είναι σε θέση να ξεχωρίζουν από κάποια σημάδια στο όχημα, το βαθμό μαχιμότητας του οδηγού και τις ικανότητές του, π.χ. στις μοτοσυκλέτες μπορείς να καταλάβεις αν κάποιος πλαγιάζει επικίνδυνα - άρα είναι μάχιμος και πολεμιστής - κοιτώντας τα φαγώματα στα πέλματα των ελαστικών.
Μάχιμος είναι και ο τύπος που χώνεται άνετα σε καυγάδες / μανούρες / τσαμπουκάδες, δεν κωλώνει και δεν είναι τζάμπα μάγκας.
Οι κατηγορίες 3-5 είναι στην ουσία υποκατηγορίες της 2., λόγω όμως της συχνότητας με την οποία χρησιμοποιούνται, προτιμήθηκε η αυτοτελής πραγμάτευσή τους.
1α. - Γουστάρω μαχιμότητα ο δικός σου! Τα βρόντηξε όλα και τραβήχτηκε Κόσοβο! Αλλά βέβαια είχε ανάγκη και τα γκαφρά...
1β. - Που υπηρετείς, στολαίος ή ξηρά;
- Στόλο, το κέρατό μου μέσα.
- Φρεγάτα ή Ταχέα Σκάφη;
- Άσος.
- Μάχιμος κανονικά και με το νόμο δηλαδής...
1δ. - Εγώ αγόρι μου μόνο Ειδικές Δυνάμεις πηγαίνω.. Πάντα μάχιμος ήμουνα, σιγά τωρα μην παω να κάνω κανονική θητειούλα μαζί με τους φλωρούμπες.
- Ρε φίλε δουλεύεις κάθε μέρα 12 ώρες, συν Κυριακές, συν αργίες, συν τα έξτρα σου, συν δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο. Νταξ, είπαμε να είσαι μάχιμος αλλά μην ξεχνάς οτι έχεις και μια οικογένεια που θέλει να σε βλέπει καμιά φορά.
(στο φανάρι)
- Πωω, φάε ρε συ λάστιχο που έχει ο τύπος! Το 'χει λιώσει μιλάμε, κοντεύει να φανεί η ζάντα!
- Φαίνεται μάχιμο το παλικάρι, το πολεμάει καλά...
- Φίλε είχαμε τρελό σκηνικό χτες βράδυ στο μαγαζί! Κοίταξε κάποιος τη γκόμενα του Κωστάκη κι αυτός τον έκανε μαύρο στο ξύλο! Το 'ξερα πως ήταν μάχιμος, αλλά όχι κι έτσι!
Λέξεις του ντου: ανθρακωρύχος, αύρα, γηπεδικός, γκαζάκιας, θα περάσει κράνος, καπελάκιας, κνάιτ, ΚΝΑΤ, κνιτόμπατσο(ς), λίστα του ντου, λίτης, Λουκάνικος, ματατζής, μάχιμος, μπατσοθύελλα, μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι, μπατσόπτερο, μπάτσος, μπαχαλάκης / μπαχαλάκιας / μπάχαλος, μπάχαλο, μπλε / χακί, μπούκα, μπουκάλι, μπουκαλάκιας, ντου, σπασιματίας, συλλαλητήριος, φασιστικιά, φλιτάρω, φυσουνιά, χαοτικός.
Got a better definition? Add it!
Ταμπαβιόλης είναι ο απόχρωσης ταμπά πάκι boy που πλένει το παρμπρίζ σταματημένων στα φανάρια αυτοκινήτων, με επιδεξιότητα βιρτουόζου βιολονίστα και προσποιητό, χαζοβιόλικο ύφος ριτάρντεντ που ζητάει ελεημοσύνη. Δρουν κατά μονάς ή σε ομάδες 3-12 ατόμων ανά φανάρι.
Αν κάνεις το λάθος να χαλαρώσεις και να τον ανατροφοδοτήσεις δίνοντας του σημασία με κάποιο νεύμα ή μιλώντας του, θα αρχίσει να επιδίδεται σε ακροβατισμούς και κάθε είδους ταρζανιές που εκθέτουν σε κίνδυνο ακόμη και τη σωματική του ακεραιότητα, προκειμένου να σε ρίξει στο φιλότιμο και να σου πάρει πιο μεγάλο φιλοδώρημα.
- Φτου! Πάλι σε ταμπαβιόληδες πέσαμε, κάνε πως δεν τους βλέπεις.
- Αυτό ήταν ρε πστ μου, αν βγούμε από το μπλόκο της Κοκκινιάς θα πάω να σκουρύνω τα παράθυρα 4 τόνους!
Got a better definition? Add it!
Εκ του Λατινικού contra (=απέναντι), πολλαπλώς οριζόμενο ως εξής:
Ποδοσφαιρικώς, η αθέλητη εκτροπή της πορείας της μπάλας από αντίπαλο. Στα πλαίσια του fair play και του παραδοσιακού Εγγλέζικου sporting behaviour (που ακόμα μετράει στο ποδόσφαιρο), το να επωφεληθείς από κόντρα είναι unfair (που θάλεγε και ο Μητσοτάκουλας), οπότε όποιος συχνά ωφελείται από τέτοιες φάσεις ονομάζεται κοντράκιας, ενίοτε δε και κωλόφαρδος...
Αυτοκινητικώς, ο αυτοσχέδιος αγών μηχανοκίνητων σε δημόσιο δρόμο, με βραβείο την υστεροφημία. Αποτελεί αγώνισμα συγκριτικής χρονομέτρησης, με μέτρο επίδοσης τις κολώνες, και υποδιαίρεση τις καρότσες...
Είναι ο λόγος ύπαρξης του κάθε κάγκουρα, χωρίς απαραίτητα να συμμετέχουν όλοι ανελλιπώς, οι δε μη συμμετέχοντες αναλώνονται εκ των υστέρων σε τερατώδη παπάτζα...
Γνωστές τοποθεσίες τελέσεως των αγώνων, η Βούτα, η Μαύρη, τα Λιμανάκια (εντός Αττικής και οι τρεις, παρακαλείσθε όπως προσθέσετε κοντροτόπια εκτός λεκανοπεδίου).
Προφανώς παράνομη δραστηριότητα, ενέχει κίνδυνο εμπλοκής στρουμφ στο όλο σκηνικό, και μετά ακολουθεί η διαταγή του ενωμοτάρχα «ξεκίνα να γράφεις, και αν δε σου φτάσει το μπλοκάκι, να πούμε στο τμήμα να μας φέρει κι άλλο»...
Ξυριστικώς, είναι η ξούρα που γίνεται με φορά αντίθετη από αυτή που μακραίνουν οι τρίχες της περιοχής, με σκοπό την κοπή τους στο μικρότερο δυνατό μήκος.
Στην περίπτωση του προσώπου, αυξάνεται κατακόρυφα ο βαθμός επικινδυνότητας για κόψιμο.
Κοινωνιολογικώς, είναι η σύγκρουση μεταξύ ατόμων η ομάδων με αντίθετες απόψεις/συμφέροντα.
Ρονάλντο περνάει τον πρώτο αμυντικό, κερδίζει την κόντρα απ'το δεύτερο, και ξεχύνεται σαν εμετός στην επίθεση (α ρε Μανόλο...)
Έγινε μια κόντρα χτες στη Βούτα, ο Μητσάρας με το Yugo έσκισε μια 911 και δύο Impreza... (τι λέγαμε για την παπάτζα;)
Τράβηξα χτες κόντρα ξούρα και έχω γίνει σουρωτήρι ρε πστ!
Η ΓΣΕΕ είναι σε κόντρα με τους βιομηχάνους για το θέμα του ελαστικού ωραρίου.
Got a better definition? Add it!
Η λέξη πατικωλίδι ετυμολογείται εκ των πατάω και κώλος.
Πρόκειται για ιδιωματισμό του Αγρινίου, όπου πολλοί παράνομοι αγώνες στους δρόμους και στις αερογέφυρες. Συνεπώς ως πατικωλίδι ορίζεται η κόντρα, η σπινιά και γενικά το γαμηστερό καυλόγκαζο.
Σπανιότερα συναντάται και ως συνουσία μέσω πρωκτού.
Ρε συ, είδες φανάρια-αερογέφυρα κάτι τρελά πατικωλίδια που έπεσαν;;;;
Αν πάς στο σπίτι της Εύας, κάνε της ένα καλό πατικωλίδι!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ταλαιπωριέμαι, δεινοπαθώ, υφίσταμαι κακουχίες.
Το ξύλο νοείται εδώ μεταφορικώς. Αν φάμε κανονικό ξύλο, αυτό είναι αλλουνού παπά ευαγγέλιο. Τότε λέμε ότι τις μαζέψαμε, ότι μας τις έβρεξαν, ότι μας κοπάνησαν, ότι μας έκαναν ασήκωτους κλπ.
Εντούτοις, η έκφραση τρώω ξύλο αφορά κυρίως ταλαιπωρίες σωματικές. Διότι όπως έλεγε ο Foucault, σε τελική ανάλυση όλες οι εξουσίες και οι καταπιέσεις έχουν ως αποδέκτη το ανθρώπινο σώμα, και δεν επιδέχονται περαιτέρω αναγωγής σε κάτι πιο χειροπιαστό.
Παραδείγματα:
Ξύλο τρώω όταν έχει πέσει πολύ χώσιμο στη δουλειά και δεν προλαβαίνω ούτε να κλάσω.
Ξύλο τρώω όταν βρέχει καρέκλες και γω είμαι με το μηχανάκι στο δρόμο.
Ξύλο τρώω όταν είμαι (πάλι) με το μηχανάκι κι από τις πολλές λακκούβες του γαμόδρομου, έχω πάρει τη μέση μου στο χέρι.
Ξύλο τρώμε όταν είμαστε συνεπιβάτες σε αμάξι και από τα πολλά στροφιλίκια του δρόμου, κοντεύουμε να ξεράσουμε τ' αντέρια μας.
Ξύλο τρώμε σε πολύωρο ταξίδι με αερόπλανο, όπου από το στριμοκώλιασμα στην αεροπορική έχουμε γίνει σαν ανάποδο γαμώτο.
Υπάρχει όμως και η ψεχολογική (sic) διάσταση του θέματος:
Όταν π.χ. πάμε να γράψουμε εξετάσεις (σχολείο, πανεπιστήμιο κλπ) και τα θέματα είναι γενικώς απάλευτα, λέμε πως έπεσε ξύλο.
Η οποία ψεχολογική διάστασις είναι στο φινάλε σωματικός ντουβρουτζάς, διότι πας σπίτι σου μετά το εξεταστικό βατερλώ και απ' τα νεύρα σου πονάει το κεφάλι σου, οι αρθρώσεις σου, οι μύες σου και θες απαξάπαντος ένα τσιγάρο ρε πούστη μου να ισιώσεις. Γενικώς τις όποιες διακρίσεις μεταξύ σωματικού και ψυχολογικού τις έχουμε αποδομήσει προ πολλού (όπως και πολλές άλλες)...
Ξύλο δεν τρώνε μόνο οι άνθρωποι, τρώνε ενίοτε και τα αντικείμενα, ιδίως εκείνα που κατά όλες τις ενδείξεις έχουν ψυχή: τα μηχανοκίνητα.
Όταν π.χ. βγάζεις βόλτα το καινούργιο σου κωλοφτιαγμένο σαυρίδι κι αρχίζουν να τερματίζουν οι αναρτήσεις απ' τις ανωμαλίες του οδοστρώματος, τότε το έρμο το αμαξάκι τρώει ξύλο κι η καρδιά του κάβουρα κατόχου ραγίζει...
- Είδες ο Γιαννάκης αμαξάκι που χτύπησε; Μερσεντικό SLK καμπριούμπα περικαλώ... Τριάντα χηνάρια ζεστά ζεστά ακούμπησε.
- Ναι ρε, μαζί ήμασταν την Κυριακή και τραβηχτήκαμε προς Τρίπολη για να το ανοίξουμε λίγο και να ξεκαυλώσουμε.
- Και λοιπόν;
- Νταξ, στην Εθνική πάει χαρτί το εργαλείο, είναι στο φυσικό του περιβάλλον. Δεν ξέρεις όμως τι τραβήξαμε όταν χωθήκαμε κατά λάθος σ' ένα χωματόδρομο κοντά στην Κόρινθο. Κάναμε 6 χιλιόμετρα σε 30 λεπτά. Τέτοια ταλαιπωρία ούτε στον εχθρό σου. Έφαγε ξύλο το αμαξάκι, και μαζί φάγαμε κι εμείς.
Βλ. σχετικά: ξύλο, πέφτει ξύλο, βρωμόξυλο, κολυμπηθρόξυλο, ξύλο μετά μουσικής, της αρκούδας, ξύλο της χρονιάς, ταβερνόξυλο, βαράτε, κλωτσομπουνίδι. Ακόμη: ρίχνω, τρώω, πέφτω.
Got a better definition? Add it!