Further tags

Αν και η έκφραση σημαίνει το ίδιο με τα κλάνω μέντες/μάντρες/φασκόμηλα κλπ, εντούτοις προέρχεται από τη γνωστή φάρσα του σφηνώματος πατάτας σε εξάτμιση αυτοκινήτου.

Ο ανυποψίαστος οδηγός, στην προσπάθειά του να βάλει μπρος και νομίζοντας ότι το αμάξι είναι μπουκωμένο, πατάει πολλές ξερογκαζιές με αποτέλεσμα κάποια στιγμή, από τα αέρια που έχουν συμπιεστεί μέσα στην εξάτμιση, να εκτοξευτεί η πατάτα κάνοντας έναν εκκωφαντικό θόρυβο σαν κανονιά.

Προσοχή: Μην το δοκιμάσετε! Απαιτεί μεγάλη εμπειρία! Αν η πατάτα δεν σφηνωθεί καλά, πετιέται έξω με τη μία χωρίς θόρυβο. Αν από την άλλη σφηνωθεί υπερβολικά πολύ υπάρχει κίνδυνος να διαλυθεί ολόκληρη η εξάτμιση!

- Το όνειρό μου είναι να πάρω ένα από κείνα τα παλιά αυτοκίνητα αντίκες, ξέρεις, με τη μανιβέλα, που όταν τα βάζεις μπρος κλάνουν πατάτες!
- Καλή φάση! Εγώ θέλω να πάρω ένα iphone 5! Ζήτησα ήδη δυο μισθούς μπροστά από τη δουλειά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκ της μηχανοκίνησης και αυτοκίνησης το οποίο απαντάται σε απότομη ενέργεια του οδηγού, χαρακτηριστική της κακής οδηγητικής του συμπεριφοράς και χαμηλής συνείδησης του κινδύνου. Συνήθως αφορά σε απότομη κάθετη προς το αντίθετο ρεύμα στροφή ή σε επί τόπου στροφή σε αυτοκινητόδρομο ή λεωφόρο, ή και σε επικίνδυνα σλάλομ, σφήνες ανάμεσα στα υπόλοιπα κινούμενα οχήματα κλπ.
Επιπλέον, υπάρχουν περιπτώσεις πέραν από τον χαρακτηρισμό της ενέργειας του οδηγού που ο όρος εστιάζει στην ίδια τη δυναμική συμπεριφορά του οχήματος, όπως τη ροπή κάποιου pimp-αρισμένου οχήματος στις στροφές, τα drifts, τα πετοκωλίδια και λοιπά, μηχανικά χαρακτηριστικά που αυξάνουν την αδρεναλίνη του επιβάτη...

«Χτες βράδυ τα χρειάστηκα. Οδηγούσα στην επαρχιακή οδό και το μπροστινό μου φορτηγό ξαφνικά έκοψε χαριλίκι σε χωματόδρομο αριστερά και με ανάγκασε να φρενάρω απότομα και να κόψω δεξιά σε βενζινάδικο για να τον αποφύγω. Μάλλον δε με είδε ο μ*&^#$ς στα σκοτάδια.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το απαύγασμα της ευρηματικότητας του Έλληνος πωλητή αυτοκινήτων, μας χάρισε αυτή την μνημειώδη έκφραση. Ο Έλληνας πωλητής και εν γένει ο Έλληνας πολίτης, έρχεται στην καθημερινότητά του αντιμέτωπος με πλείστες όσες αναποδιές, αλλά και κυρίως με τους υπόλοιπους Έλληνες συμπολίτες. Μέσα σε αυτό το αντίξοα ανομοιογενές περιβάλλον, όπου η διαφορετικότητα είναι φετίχ, η ατομικότητα είναι αξία και το «ό,τι δηλώσεις είσαι» είναι απαραίτητη προϋπόθεση επιβίωσης, ο Έλλην πωλητής θα έρθει αντιμέτωπος με τον κάθε κάβουρα, κάγκουρα, μπάρμπα και την κάθε θεία, γιαγιά και χαϊδομούνα.

Το πρόβλημά του είναι να πείσει όλους τους παραπάνω για την ανωτερότητα του προϊόντος που προωθεί, εν προκειμένω του αυτοκινήτου Χ. Γνωρίζοντας ότι ο αμείλικτος ανταγωνισμός προσπαθεί με ένα σωρό δώρα, δόσεις και τεμενάδες να προσελκύσει αγοραστές, ο χαρισματικός πωλητής μας πρωτοτυπεί, εφαρμόζοντας μεθόδους reverse psychology. Λαμβάνει αγέρωχο ύφος 1000 καρδιναλίων, ίσα που καταδέχεται να σου μιλήσει και πλασάρει το αυτοκίνητό του ως το 8ο θαύμα του κόσμου, που κακώς, κάκιστα, δεν έχεις πέσει ακόμα στα γόνατα για να τον εκλιπαρήσεις να σου πουλήσει.

Όταν δε η κουβέντα φτάσει στο οικονομικό και κάνετε αναφορά στα δώρα των ανταγωνιστών, (ηχοσυστήματα, ηλεκτρικά παράθυρα, θερμαινόμενοι δονητές στα καθίσματα, κοκ), τότε η αηδία ζωγραφίζεται στο πρόσωπό του και απαξιωτικά σας τοποθετεί στην θέση που σας αρμόζει, άθλια σκουλήκια!!!

«Ούτε πατάκια δεν θα σας δώσω!»

Στο γραφείο:
(Γιώργος) - Γρηγόρη μου δίνεις το συρραπτικό και τίποτα συνδετήρες;
(Γρηγόρης) - Ούτε πατάκια δεν σου δίνω!
(Γιώργος) - Πήγες εφορία και είσαι ζοχαδιασμένος;

Στην καφετέρια:
(Γιώργος) - Και λέω που λες στην Πόπη ότι πρέπει να με καταλάβει, και ότι δεν φταίω εγώ που το ξεκώλι μού τριβόταν όλο το βράδυ, και τελευταία φορά γίνεται αυτό και πέος πάντων πως πρέπει να μου δώσει άλλη μια ευκαιρία...
(Γρηγόρης) - Ούτε πατάκια ε;
(Γιώργος) - Άσ' τα Γρηγόρη, ανένδοτη ήταν... τον πούλο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ της λέξεων τούμπα και κωλοτούμπα.

Χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει κάτι ή κάποιον που κινείται πολύ γρήγορα. Τυγχάνει ευρείας χρήσεως από μετέχοντες εις το μηχανοκίνητο άθλημα της κόντρας, όταν περιγράφουν γρήγορα αυτοκίνητα ή μοτοσυκλέτες.

- Άναψε το φανάρι και το τσίτωσα, αλλά που να τον πιάσω. Το Evo πήγαινε τουμπιώντας.

- Όταν πήρε χαμπάρι ο φλώρος ότι θα τον έσκιζα, έφυγε κωλοτουμπιώντας. Φτερά στα πόδια σου λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν ο οδηγός χάνει τον έλεγχο του αυτοκίνητου του το οποίο σβουρίζει γύρω από τον άξονά του παίρνοντας αμπάριζα ό,τι βρεθεί στο διάβα του. Διατυπώνεται κι ως «παίρνει σβούρες».

Βλ. επίσης σαβανοκύριακο.

- Τα Χριστούγεννα έγινε ένα τρακάρισμα στην εθνική, η οδηγός του ΙΧ έχασε τον έλεγχο, το αμάξι έφερε σβούρες, τσακίστηκε στο διαχωριστικό και άρπαξε φωτιά! Παρολαυτά η γυναίκα κατάφερε και βγήκε σχεδόν αμέσως ζωντανή από το αυτοκίνητο...για να την παρασύρει και να την σκοτώσει άλλο διερχόμενο αμάξι στην εθνική την επόμενη στιγμή!
(εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published

Επιφώνημα αργής και αγανάκτησης προς κάθε μαλάκα της ασφάλτου.

- Ρε τον πούστη τον μπάρμπα-Μπρίλιο, πάει με 60 στην δεξιά λωρίδα... - Το ένα χέρι στο τιμόνι, το άλλο μες' το παντελόνι, το ένα κάνει περιστροφικές και το άλλο παλινδρομικές!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τρομερή ψευτιά με μόνο σκοπό την παραπλάνηση του άλλου και την εξύψωση μας στα μάτια του. Δρακιές λένε συνήθως οι κάτοχοι αυτοκινήτων και μηχανών με θέμα τις επιδόσεις τους, χαρακτηριστικά κ.λπ.

  1. - ... Έτσι που λες, το πήγα από 200 άλογα στα 666 μόνο μ' ένα πρόγραμμα!
    - Κόψε τις δρακιές ρε... δε μιλάς σε άσχετο.

  2. - Μα την Παναγία! Χθες με το innova πάτησα ένα Ζ 750!
    - Παιδιά μη τον ακούτε! Όλο τέτοιες δρακιές λέει!

Βλ. και δράκος, αρκούδες, φιδέμπορας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται από τους μηχανόβιους η σούζα που η κλίση της υπερβαίνει τις 40 μοίρες και έχει μεγάλη διάρκεια. Μα πολύυυ μεγάλη διάρκεια όμως! Κλασσική καγκούρικη τακτική για να βγάλει κάποιος σελογκόμενα.

(καγκουροκουβέντα)
- ...και κάνω μια έτσι και τι βλέπω;! Τον Σάκη να πηγαίνει πορεία με το στρογγυλοφάναρο!
- Αυτό που δεν είδες είναι ότι έφαγε ένα μεγαλοπρεπές καπάκι μετά από 100 μέτρα! Είναι στον γύψο τώρα..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαδίζω με την ταχύτητα του φωτός υψωμένη στη δύναμη -100. Ο διπλανός που βαδίζει, με ακολουθούσε στο προηγούμενο και θα προηγείται στο επόμενο βήμα. Έτσι όπως πάω θα φτάσω σπίτι του χρόνου.

Βέβαια, τα πάντα είναι σχετικά όπως μας επισημοποιεί ο Αλβέρτος. Έτσι λοιπόν στην αυτοκίνηση το σούπερ ντούπερ αυτοκινητάκι μου σέρνεται μπροστά σε μια μερσέντα η οποία με τη σειρά της σέρνεται μπροστά σε μία λαμποργκίνι.

Στην κομπιουτερική, ένα μηχανάκι (υπολογιστής) σέρνεται όταν το έχουμε φορτώσει με 224 προγράμματα, εκ των οποίων χρησιμοποιούμε ταυτόχρονα τα 199, έχουμε γεμίσει τον δίσκο με τις 55 πιο πρόσφατες ταινίες που κατεβάσαμε από τα torrents και κάνουμε επικοινωνία με web cam. Προσπαθούμε δε να ανοίξουμε το κοίτα έξω (outlook) για να στείλουμε e-mail. Αν ανοίξει, χέσε με.

Ας πάρουμε ένα ταξί, δε βλέπεις; Σέρνομαι (χικ)

(από Stravon, 04/09/09)

Βλ. και σέρνεται

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη πατικωλίδι ετυμολογείται εκ των πατάω και κώλος.

Πρόκειται για ιδιωματισμό του Αγρινίου, όπου πολλοί παράνομοι αγώνες στους δρόμους και στις αερογέφυρες. Συνεπώς ως πατικωλίδι ορίζεται η κόντρα, η σπινιά και γενικά το γαμηστερό καυλόγκαζο.

Σπανιότερα συναντάται και ως συνουσία μέσω πρωκτού.

  1. Ρε συ, είδες φανάρια-αερογέφυρα κάτι τρελά πατικωλίδια που έπεσαν;;;;

  2. Αν πάς στο σπίτι της Εύας, κάνε της ένα καλό πατικωλίδι!

(από proteas1992, 29/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified