Η διακοπή παροχής καυσίμου στον κινητήρα όταν αυτός λειτουργεί σε πολύ υψηλές στροφές για την προστασία του.
Γενικότερα η λειτουργία στα όρια ενός συστήματος.

  1. - Πώς οδηγάει έτσι αυτός;
    - Δεν το βλέπεις, το πάει στον κόφτη.

  2. - Πώς πάει το διάβασμα;
    - Χτυπάω κόφτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα τουτούνι βγάζει μούτρα σε περίπτωση υποστροφής: οι μπροστινοί τροχοί γλιστρούν και το όχημα θα κινηθεί με την μούρη προς το εξωτερικό μέρος της στροφής. Ο σωστός οδηγός θα τραβήξει το πόδι από το γκάζι ή, στα δύσκολα, θα τραβήξει χειρόφρενο. Συνήθως προκαλείται λόγω κακού στησίματος του εφτακινήτου, φθαρμένων ελαστικών, υπερβολικής φόρτωσης, ασχετοσύνης, ή απλά φορ τεχ λουλζ.

Σ.ς.: στην αντίθετη περίπτωση υπερστροφής το αμάξι θα πετάξει κώλο πράγμα που αντιμετωπίζεται με ανάποδο τιμόνι και κατάλληλα γκαζώματα.

- Τα πισωκίνητα τα προτιμούν καλοί οδηγοί (οι περισσότεροι παλιάς σχολής) που θέλουν να έχουν τον έλεγχο αν τυχόν μπούνε σε στροφή με περισσότερα χιλιόμετρα απ' όσο πρέπει (αν και δεν υπάρχουν πλέον πολλά αμάξια στημένα για λίγη υποστροφή). - Ετσι ακριβως ειναι συμπεριφορα του si μου. Βγαζει λιιιιγα μουτρα στην εισοδο αλλα με το που δωσεις γκαζι διορθωνει και απλα στριβει
(βρουμ)

- στο δρομο...δηλαδη πολυ κατω απο τα ορια του το αμαξι ειναι αρκετα ουδετερο-ελαφρα υποστροφικο..ακομα ομως και στο οριο του δυσκολα βγαζει μουτρα..πολυ δυσκολα..μηπως κατι παιζει με την ευθυγραμμιση σου....την εχεις τσεκαρει;;
(βρουμ βρουμ)

Υποστροφή (από Vrastaman, 18/10/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν αναφερόμεθα σε στημένα παιχνίδια ή / και σε προτεταμένους τσουπωτούς κώλους, αλλά σε αυτοκίνητα με γαμάτη οδική συμπεριφοράουα: οδηγώντας ένα στημένο αμάξι «σημαδεύεις, γυρίζεις το τιμόνι ακριβώς όσο πρέπει και στρίβεις εκεί που θέλεις, όσο γρήγορα κι αν πηγαίνεις» (εδώ), χωρίς να βγάζεις μούτρα ή να πετάς κώλους.

Το στήσιμο συντελείται γονιδιακά ή / και ως αποτέλεσμα μοντιφιώνε του μερακλή ιδιοκτήτη. Χωρίς να μπούμε σε τεχνικές λεπτομέρειες, ένα στημένο εφτακίνητο είναι χαμηλό (ma non troppo!), έχει στιβαρό πλαίσιο, καλή ευθυγράμμιση, σφιχτά ρυθμισμένες αναρτήσεις, σκληρές αντιστρεπτικές κ.ταλ. Eν κατακαυλείδι, είναι muni με ότι απαιτείται για σταθερό, ακριβές και πολύ καυλιδερό κράτημα κάτω από αντίξοες αγωνιστικές συνθήκες.

- Τι θα διαλέξετε να οδηγήσετε στην ιδανική διαδρομή σας; Ενα αυτοκίνητο που μπορεί να μην έχει άλογα, αλλά έχει καλό στήσιμο, καλά φρένα και οδηγιέται «σωστα». Κάτι που να κατεβείτε και να πείτε... ναι ρε πστη μου.... το χάρηκα.
(εδώ)

- Θεωρεις τον κατοχο του ματριξ turbo καραγκιοζη γιατι εριξε λεφτα κ εφτιαξε ενα καλα στημενο κ γρηγορο οικογενειακο αυτοκινητο;
(εκεί)

- Τo νέο Civic είναι πολύ καλύτερο αυτοκίνητο από τον προκάτοχό του. Σε ποιότητα κατασκευής και λειτουργία ανάρτησης αγγίζει πλέον την κορυφή της κατηγορίας. Παράλληλα είναι ευρύχωρο, πρακτικό, ευκολοδήγητο και πολύ καλά στημένο. Αν είχε και έναν τούρμπο κινητήρα με δύναμη και ροπή θα κτύπαγε μπουνιά στο τραπέζι του γερμανικού κατεστημένου.
(παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οφ-ρόουντ πίστα, οριοθετημένη με πορτοκαλί (συνήθως) κορδέλα.

Η χαρά των αυτομοτοκροσάδωνε, των εντουράδωνε και των πάσης φύσεως λασπομηχανάδωνε.

1.
στην εκκίνηση αλλά και μέσα στην κορδελιασμένη, σε κάνουν να νιώθεις παγκόσμιος, γλίτσα-τσουλήθρα στην αρχή, λασπωμένο χορτάρι, μετά περάσματα από το ποτάμι...

2.
Στον χώρο του τερματισμού ήταν η EXTREME ειδική η οποία ήταν προαιρετική για τους αναβάτες. Η κορδελιασμένη διαδρομή της, ήταν η ίδια που χρησιμοποιήθηκε και στο enduro-δικείο στην οποία προστέθηκαν εμπόδια από κορμούς και λάστιχα.

3.
Οι 190 αναβάτες enduro αψήφησαν την ζέστη και «δοκίμασαν» την τύχη τους σε μια απολαυστική αλλά και απαιτητική διαδρομή 51 χιλιομέτρων που ήταν μικρογραφία αγώνα enduro, με περάσματα από ξεροπόταμους, σαθρά ανηφορικά, σκεπαστά κατηφορικά, βράχια, κορμούς και ρίζες, ενώ στο μέσο της διαδρομής υπήρχε κορδελιασμένη «ειδική διαδρομή».

4.
- κορδελιασμένη ή χωρίς ;
- κορδελιάρα κορδελιάρα :msn-wink:

Κορδελιάρα διαδρομή (από σφυρίζων, 21/02/14)Κορδελιασμένη Καλαμπάκα (από σφυρίζων, 21/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαστορική ατάκα παλαιάς κοπής η οποία χρησιμοποιείται ως τα σήμερα στους εν λόγω κύκλους βεβαίως βεβαίως. Συνηθίζεται, πολλές μαστορικές κουβέντες να μην στέκονται κυριολεκτικώς, πλην όμως είναι αποκυήματα προσπάθειας απλοποίησης κυριολεκτικών φράσεων. Η συγκεκριμένη φράση προέρχεται εκ του «δίνω λαβή», δηλαδή κατέληξε, πως όταν κάτι δεν μας δίνει λαβή, δεν μας δίνει «χέρι». Πολλές φορές τέτοιες εκφράσεις δημιουργούνται όταν υπάρχει ζόρι, π.χ. ο μάστορας προσπαθεί να διαχειριστεί κάτι βαρύ η κάτι άβολο και, επάνω στην δύσκολη στιγμή, πετάει την λανθασμένη έκφραση η οποία κατόπιν γίνεται ιδίωμα της μαστορικής κοινότητας.

  1. - Πφφφ! Άστο! Άστο! Να το πιάσουμε από την άλλη γιατί άμα πέσει θα μας σπάσει τα ποδάρια.
    - Γιατί δεν το πιάνεις από κάτω;
    - Από κάτω δεν δίνει χέρι ρε παπάρα!

  2. - Με έφαγε όλο το απόγεμα να ανεβοκατεβάσω σασμάν.
    - Καλά ρε Μπάμπη, τόσες ώρες για έναν συμπλέκτη;
    - Έχει σε ένα κρυφό σημείο κάτι κωλόβιδες και δεν δίνει χέρι καθόλου, στραμπούληξα τα δάχτυλα μου να τις βάλω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το έξτρα εισόδημα που τσακώνουν ορισμένοι ταρίφες. Οι πονηροί αυτοί ταρίφες συνεχώς σκαρφίζονται λύσεις για να διατηρήσουν και να επαυξήσουν τα ταριφιάτικα. Ευτυχώς υπάρχουν πολλοί σωστοί στον κλάδο τους.

Για παράδειγμα, θα αναφέρουμε, πως κάποιοι εξ αυτών των μπαγαπόντηδων τυπάδωντης κίτρινης φυλής, επικαλούμενοι πως δεν έχουν ρέστα για να σου δώσουν, σε κάνουν να προτιμήσεις φεύγοντας να τους αφήσεις τα ψιλά (παρά να γυρνάς μαζί τους σαν την άδικη κατάρα μέχρι να χαλάσεις, χάνοντας εν τω μεταξύ το χρόνο σου). Ετσι λίγα από δω, λίγα από κει βγαίνει το κομπόδεμα.

Ενα άλλο παράδειγμα αφορά αυτούς που, θεωρώντας πως στο ελληνικό αίμα τρέχει καθάριο αίμα ομάδας Ε, βλέπουν όποιον αλλοδαπό τολμήσει να τους σταματήσει, σαν το ψάρι, σαν το χάπατο που πρέπει να μαδήσουν ζητώντας του ένα κάρο χρήματα.

Ευτυχώς, βέβαια, κάποιοι ξένοι, που δε μασάνε από τέτοια τους καταγγέλλουν. Έτσι, οι ξύπνιοι αυτοί ταρίφες θεωρώντας πως οι αλλοδαποί κοιμώνται όρθιοι, κατορθώνουν να κάνουν ρόμπα τη χώρα.

Σημείωση: Αν και το ανέφερα παραπάνω, αισθάνομαι την ανάγκη να πώ πως το λήμμα εστιάζει στους ταξιτζήδες που αποτελούν κακό παράδειγμα για τον κλάδο και αμαυρώνουν με τις κινήσεις τους την εικόνα που έχουμε για τον Ελληνα ταξιτζή.

- Άστα, χθες σταμάτησα έναν Ομάρ Ταρίφ για να με πάει κάπου που είχα ραντεβού ... Μου ζήτησε ο τάριφμαν 8 ευρώ. Του δίνω δεκάευρο, αλλά δεν είχε ρέστα. Προσπαθούσαμε να βρούμε περίπτερο για να χαλάσω, εντωμεταξύ ο χρόνος κυλούσε. Βλέπεις, είχα επείγον ραντεβού και δεν έπρεπε να καθυστερήσω.
- Και τι έκανες;
- Τίποτα. Είπα ... ασταδγιαλα, προκειμένου να χάσω το ραντεβού μου ... δε γαμιέται, ας του αφήσω τα ρέστα.
- Εμ ... έτσι βγαίνουν τα ταριφιάτικα, φίλε μου

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα αντίγραφα, πανομοιότυπα έγγραφα, εκ του αγγλικού copy, πληθ. copies. Στην κυριολεξία.

Σλανγκιστί ο όρος χρησιμοποιείται από τους καυλοτίμονους που ασχολούνται με το ευγενές άθλημα του στησίματος των διαφόρων κωλοφτιαγμένων αυτοκινήτων τους. Σημαίνει ότι η κόντρα έληξε ισοπαλία, 0-0, πήγαιναν εντελώς τελείως μαζί και δεν μπορεί κανείς να πει ότι υπήρχε διαφορά (εκτός αν είναι μουτζουξυλιάρης), όπως δύο κόπιες δηλαδή.

Συντάσσεται με το ρήμα «πάω», κυρίως στον παρατατικό.

- Πώς πήγε ρε Λάκη το χθεσινό στην Κερατέα; Το 'στησες το χρέπι σου με το EVO του Μητσάρα με τα 1500 άλογα;
- Ποιό χρέπι ρε άσχετε; Χρέπι το Ιμπιζάκι το Top Gun; Σε πληροφορώ ότι πηγαίναμε κόπιες μαλάκα...
- Ναι ε;... Εκείνος το ξέρει; Τσου ρε Λάκη...

(από acg, 26/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Για τους μαραγκούς και τους μηχανικούς, η σφήνα έχει μια καθωσπρέπει έννοια, την οποία όλοι γνωρίζουμε και γω βαριέμαι να αναπτύξω εδώ. Θα ασχοληθώ με τις σλανγκ σφήνες, τουτέστιν:

  1. Το να φυτρώνεις εκεί που δεν σε σπέρνουν, το να χώνεσαι ανάμεσα στο νταραβέρι δύο ανθρώπων μπλοκάροντάς τους, ακριβώς όπως μια σφήνα χώνεται πχ κάτω από ένα παραθυρόφυλλο και το ακινητοποιεί, παρόλο τον αέρα.

  2. Στο οδήγημα, το να κάνεις σφήνες είναι το να χώνεσαι με ευελιξία και ταχύτητα ανάμεσα στα άλλα εν κινήσει αυτοκίνητα. Ακόμα καλύτερα είναι να το καταφέρνεις ήσυχα (όσο και γοργά), χωρίς να αναβοσβήνεις τα φλας ή τα προβόλια. Κάνοντας σφήνες ελίσσεσαι πολύ γρηγορότερα απ' όλους που πήζουν στην κίνηση. Βρίσκεσαι σε κατάσταση μόνιμου στοιχήματος με τον εαυτό σου και με τους άλλους: βάζεις σημάδι κάποιο ευδιάκριτο όχημα και κοιτάς αν πράγματι προχωράς μες τον χάος ή αν ο μύθος με τον λαγό και τη χελώνα έχει βάση (και έχει, πολλές φορές).

Το οδήγημα αυτό χαρακτηρίζει τους καυλοτίμονους εν γένει, αλλά δεν είναι πάντα γοητευτικό. Είναι καταστροφικό αν είσαι άπειρος οδηγός ή ηλίθιο καυλόγκαζο. Είναι επίσης εκνευριστικότατο όταν γίνεται από ταξιτζή. Ο καλός οδηγός δεν είναι ντε και καλά ο καυλιάρης, είναι αυτός που με το γάντι υπερέχει όλων, χωρίς να έχει προκαλέσει ατύχημα σε ανθρώπους ή ζώα και χωρίς να το κάνει σκόπιμα ώστε να εκνευρίσει τους άλλους. Ανάλογα με το ποιον της σφήνας κρίνεται και ο οδηγός.

  1. Εξάρτημα που χρησιμοποιούν οι κιθαρίστες (pin)

  2. Αξεσουάρ σεξουαλικής διέγερσης για πρωκτικό σεξ.

  1. - Και μετά;
    - Ε τι και μετά, μετά μπήκε σφήνα στη συζήτηση η μάνα της και τα γάμησε όλα. Πάνω που είχαμε ηρεμήσει, ξαναπήρε ο καυγάς.

  2. - Ρε μαλάκα, κοφ' τις μαλακίες, σου έχω πει ότι όταν οδηγείς το αμάξι μου δε γουστάρω σφήνες και καγκουριλίκια...
    - Ε όχι και γκάγκουρας εγώ, δεν το σπάω το αμάξι, το πάω μαλακά, βελούδο... όχι και γκάγκουρας...

  3. Πέρασε την καινούρια χορδή μέσα στον καβαλάρη και τράβηξέ την μέχρι το μεταλλικό τερματικό να «πιάσει» πάνω στο ξύλο. (και ενοείται ότι εφόσον «πιάσει» το μεταλικό τερματικό στο ξύλο, τότε βάζουμε την «σφήνα». Εάν μπεί η σφήνα (ή pin ή πέστε το όπως επιθυμείτε) , ενώ το μεταλλικό τερματικό δεν έχει «πιάσει» στην κάτω οπή του καβαλάρη, τότε κατά το κούρδισμα «τραβιέται» πρός τα πάνω, με αποτέλεσμα πα σπάει ή χορδή...).

  4. - Ρε συ το έμαθες ότι η Σταματία και ο Λάκης χώρισαν;
    - Ναι ρε, πώς έγινε αυτό τόσο ξαφνικά;
    - Καλά, πέθανα στα γέλια όταν τό 'μαθα... Χώρισαν γιατί αυτός της χάρισε για τα πέντε τους χρόνια μια σφήνα που αγόρασε από ένα σεξομάγαζο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εδώ δεν αναφερόμαστε σε πρώιμα βυζάκια εφήβων, αλλά σε δυσοίωνα καρουμπαλίδια στις πάντες σε λάστιχα αυτοκινήτων, μηχανών ή άλλων πουτσύλατων, που αναπτύσσονται λόγω φθοράς ή μετά από γερό γδάρσιμο σε πεζοδρόμιο.

Ο βουλκανιζάτωρ δεν την παλεύει την κατάσταση και ενδείκνυται άμεση αντικατάσταση λάστιχου προς αποφυγήν πολύνεκρου.

Ένα προβλημα που είχα ήταν ότι ένα μπροστινο λαστιχο στα 45000 πεταξε βυζι. Φταιει το οτι τα Michelin θεωρουνται μαλακα κ αν ανεβαινεις πεζοδρομια ισως πεταξουν βυζι; (από εδώ)

Κάποια στιγμή έκανα μια ταρζανιά και έπεσα με φόρα πάνω σε κράσπεδο-πεζοδρόμιο, το οποιο προεξείχε και το ανέβηκα λόγω που ο δρόμος ήταν πολύ ανηφορικός και δεν φαινόταν
Αποτέλεσμα να πετάξει το λάστιχο βυζί και να το αλλάξω.
(από εδώ)

Βυζάκια έξω λοιπον (από Vrastaman, 25/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Mάχιμος / μαχιμότητα: Υπάρχουν ήδη 2 ορισμοί, σωστοί πλην τηλεγραφικού χαρακτήρα, οι οποίοι επιβάλλεται όπως ενσωματωθούν σε ένα ευρύτερο πλαίσιο.

Μάχιμος είναι:

1α. (Στρατός Ξηράς) Ο υπηρετών σε μονάδα εκστρατείας, ανεξαρτήτως της ειδικότητάς του, π.χ. μπορεί να είναι και εσχαρέας (μάγειρας). Όπως όμως τα πάντα σ' αυτή τη ζωή είναι σχετικά, έτσι και η μαχιμότητα είναι σχετική: ακόμη και η πιο προβλεπέ και μαύρη μονάδα εντός των συνόρων, δεν συγκρίνεται με το να πας ως Ειρηνευτική Δύναμη σε εμπόλεμη περιοχή (Βοσνία, Αφγανιστάν κλπ). Τότε η μαχιμότητά σου αγγίζει - και ενίοτε ξεπερνά - τα όρια της στρατοκαυλίασης.

1β. (Πολεμικό Ναυτικό) Ο υπηρετών σε πολεμικό πλοίο και όχι σε υπηρεσία ξηράς (γραφειάς/γραφειάκιας). Λέγεται και στολαίος, επειδή υπηρετεί στο Στόλο. Ο όρος αναφέρεται πλέον μόνο σε καραβανάδες (μονιμάδες), καθώς οι ναύτες (κληρωτοί), που έχουν φύγει απ' τα πλοία εδώ και 4-5 χρονάκια, τοποθετούνται για όσο κρατά η θητεία τους μόνο σε υπηρεσίες ξηράς. Οι στολαίοι παίρνουν και κάτι ρημαδολεφτά παραπάνω (επίδομα Στόλου), αλλά τι να το κάνεις αν τρώς στη μάπα τη λαμαρίνα μια ολόκληρη ζωή... Οι στολαίοι κράζουν τους γραφειάκηδες, δε θα τους χάλαγε όμως καθόλου να βρίσκονταν στη θέση τους.

1γ. (Στρατός γενικά) Ο ένοπλος, αυτός που με βάση το χαρακτηρισμό του, μπορεί να κρατήσει όπλο. Το Ι4 π.χ. δεν είναι μάχιμο, συνεπάγεται άοπλη θητεία. Ο κατεξοχήν γιωτάς είναι βέβαια ο Ι5, όμως και με Ι4 σου κολλάν τη στάμπα. Τip: ακόμη κι αν έχεις υπηρετήσει ως Ι4, μπορείς αφού απολυθείς να το αποχαρακτηρίσεις και να το κάνεις ένα πεντακάθαρο Ι1, αν βέβαια έχεις τις σωστές άκρες.

1δ. (Στρατός γενικά) Οι par excellence μάχιμοι είναι ασφάλουσλυ οι άνδρες (εσχάτως και γυναίκες) των Ειδικών Δυνάμεων: καταρχήν Ο.Υ.Κ.άδες (σλανγκιστί βατράχια ή οΰκια), επίσης λοκατζήδες, καταδρομείς, αλεξιπτωτιστές κ.α. Άπαντες πάσχοντες από οξεία στρατοκαυλίτιδα.

1ε. Αυτός που εχει εντρυφήσει στα μυστικά των πολεμικών τεχνών (καράτε, κικ-μποξ κτλ) και ωσεκτουτού είναι επαγγελματίας δείρτης και απεχθάνεται - ωιμέ! - το κλασικό ελληνικό βρομόξυλο. Σημασία που εντάσσουμε καταχρηστικά στις στρατιωτικές.

  1. Γενικά ο ενεργητικός άνθρωπος, ο ακαταπόνητος, αυτός που δεν το βάζει κάτω στις δυσκολίες, αυτός που δε μασάει με τίποτα, αυτός που στίβει τη ζωή και πίνει τους χυμούς της. Ο αεικίνητος (σα να έχει καρφιά στον κώλο του), ο ανήσυχος, ο νεωτεριστής, ο καινοπρεπής.

Η σημασία αυτή μπορεί να θεωρηθεί δευτερογενής, παράγωγη εκ της πρώτης, της αμιγώς στρατιωτικής. Τα όρια ωστόσο μεταξύ των δύο, κάθε άλλο παρά σαφή είναι: κλασικό παράδειγμα μαχιμότητας εν ευρεία εννοία, οι Αθηναίοι του Χρυσού Αιώνα του Πέρι, για τους οποίους γράφει ο Κορνήλιος Καστοριάδης στη Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας.
Εν προκειμένω η περιπτωσιολογία είναι ανεξάντλητη:

2α. μάχιμος είναι ο κοτσονάτος λεβεντόγερος (ενδεχομένως και σεξουαλικά ενεργός, αυτό όμως δεν είναι απαραίτητο).
2β. μάχιμος είναι ο ταρίφας που δεν ανήκει σε εταιρεία και την παλεύει μόνος του.
2γ. μάχιμος είναι ο δικηγόρος που εξασκεί τη λεγόμενη δικηγορία του πεζοδρομίου ή μαχόμενη δικηγορία (συνεχές τρέξιμο σε δικαστήρια κλπ) και δεν είναι βολεμένος σε κανά γραφείο με πάγια αντιμισθία κλπ κλπ

  1. Σε πορείες / διαδηλώσεις / δημόσιες διαμαρτυρίες, μάχιμοι εν ευρεία εννοία είναι βέβαια όλοι οι συμμετέχοντες, όμως εν στενή εννοία είναι ένα πολλοστημόριο του όγκου των διαδηλωτών. Συνήθως πρόκειται για το περίφημο Black Bloc, παίζει όμως και να είναι απλά κάποιοι ανερμάτιστοι μπαχαλάκηδες. Εν προκειμένω διαγράφεται ανάγλυφα το ζήτημα της σχετικοποίησης της μαχιμότητας, στο οποίο τόσο είχε επιμείνει ο xalikoutis εδώ.

  2. Στο χώρο των μηχανοκίνητων, μάχιμος χαρακτηρίζεται οδηγός καυλοτίμονος, συνήθως χεράς, που φτάνει το αμάξι/μηχανάκι στα όριά του, του ρουφάει το αίμα, το λιώνει, του δίνει τα πιστόνια στο χέρι κλπ. Ο μάχιμος κατά κανόνα διαθέτει και μάχιμο εργαλείο, πολεμικό, κωλοφτιαγμένο, χωρίς πολλά λούσα και ανέσεις. Οι έμπειροι του χώρου είναι σε θέση να ξεχωρίζουν από κάποια σημάδια στο όχημα, το βαθμό μαχιμότητας του οδηγού και τις ικανότητές του, π.χ. στις μοτοσυκλέτες μπορείς να καταλάβεις αν κάποιος πλαγιάζει επικίνδυνα - άρα είναι μάχιμος και πολεμιστής - κοιτώντας τα φαγώματα στα πέλματα των ελαστικών.

  3. Μάχιμος είναι και ο τύπος που χώνεται άνετα σε καυγάδες / μανούρες / τσαμπουκάδες, δεν κωλώνει και δεν είναι τζάμπα μάγκας.

Οι κατηγορίες 3-5 είναι στην ουσία υποκατηγορίες της 2., λόγω όμως της συχνότητας με την οποία χρησιμοποιούνται, προτιμήθηκε η αυτοτελής πραγμάτευσή τους.

1α. - Γουστάρω μαχιμότητα ο δικός σου! Τα βρόντηξε όλα και τραβήχτηκε Κόσοβο! Αλλά βέβαια είχε ανάγκη και τα γκαφρά...

1β. - Που υπηρετείς, στολαίος ή ξηρά;
- Στόλο, το κέρατό μου μέσα.
- Φρεγάτα ή Ταχέα Σκάφη;
- Άσος.
- Μάχιμος κανονικά και με το νόμο δηλαδής...

1δ. - Εγώ αγόρι μου μόνο Ειδικές Δυνάμεις πηγαίνω.. Πάντα μάχιμος ήμουνα, σιγά τωρα μην παω να κάνω κανονική θητειούλα μαζί με τους φλωρούμπες.

  1. - Ρε φίλε δουλεύεις κάθε μέρα 12 ώρες, συν Κυριακές, συν αργίες, συν τα έξτρα σου, συν δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο. Νταξ, είπαμε να είσαι μάχιμος αλλά μην ξεχνάς οτι έχεις και μια οικογένεια που θέλει να σε βλέπει καμιά φορά.

  2. (στο φανάρι)
    - Πωω, φάε ρε συ λάστιχο που έχει ο τύπος! Το 'χει λιώσει μιλάμε, κοντεύει να φανεί η ζάντα! - Φαίνεται μάχιμο το παλικάρι, το πολεμάει καλά...

  3. - Φίλε είχαμε τρελό σκηνικό χτες βράδυ στο μαγαζί! Κοίταξε κάποιος τη γκόμενα του Κωστάκη κι αυτός τον έκανε μαύρο στο ξύλο! Το 'ξερα πως ήταν μάχιμος, αλλά όχι κι έτσι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified