Selected tags

Further tags

Λέγεται για τον ελληνικό πρωταθλητισμό και δη στις Ολυμπιάδες. Μετά τον κλαυσίγελω για την ρόδα, τσάντα και κοπάνα του Κώστα Κεντέρη- Σταμάτη Γαρδέλη και της Κατερίνας Θάνου - Σοφίας Αλιμπέρτη, το 2004 από το Ολυμπιακό χωριό και το θρίλερ με το ατύχημα και το ΚΑΤ, όπου όντως είχαμε και ρόδα και κοπάνα, και ντόπα!

Γενικά, παίζεται ένα κρυφτούλι από πολλούς Έλληνες (και όχι μόνο) αθλητές από τους ελεγκτές, απλώς με τους Έλληνες αυτό το παγκόσμιο φαινόμενο είναι πιο διασκεδαστικό, γιατί εδώ οι ολυμπιακές πρωτιές λειτουργούν ως εθνοστεντόν, λ.χ. με Χαλκιά ή με το τημ του Ιακώβου. Και όλοι (σχεδόν) οι φορείς συμπεριλαμβανομένου του κράτους και των πολιτικών αρμοδίων χειρίζονται το θέμα με την ίδια ελαφρύτητα και χαβαλέ αλά Γαρδέλη και Αλιμπέρτη.

(Από βλόγιον, παραθέτω εν εκτάσει, λόγω ενδιαφέροντος):
Ρόδα, Ντόπα και Κοπάνα
Πέρα από όλα αυτά όμως ενδιαφέρον σε αυτούς τους ολυμπιακούς είχε η μερική αποκάλυψη της έκτασης του ντοπαρίσματος σε επίπεδο πρωταθλητισμού. Λέω «σε επίπεδο πρωταθλητισμού» γιατί η ντόπα είναι τόσο διαδεδομένη σε όλες τις ηλικίες αθλουμένων, που αν ψάξει κανείς σοβαρά θα την βρει ακόμα και σε επίπεδο π.χ. τοπικών πρωταθλημάτων τένις εφήβων. Η υπόθεση αυτή είναι δύσκολο να πάρει έκταση, βέβαια, χωρίς να οδηγήσει σε κατάρρευση ένα μεγάλο τμήμα του Ελληνικού - και βέβαια και του παγκόσμιου - αθλητισμού.

Αλλά ας τα πάρουμε από την αρχή. Προσωπικά δεν με πειράζει αν ο τάδε ή ο δείνα αθλητής ντοπάρεται. Με ενοχλεί η υποκρισία του να λέει ότι είναι καθαρός/η ενώ ντοπάρεται και να ομνύει στο Ολυμπιακό πνεύμα και στα «Ελληνικά ιδεώδη» ή σε κάτι εξίσου ασυνάρτητο. Το παραμύθι και το παραμύθιασμα με ενοχλεί. Και με ενοχλεί γιατί αν γινόταν δύο παράλληλοι Ολυμπιακοί οι μεν με καθαρούς και οι άλλοι με ντοπαρισμένους, οι δεύτεροι θα συγκέντρωναν το είδος του αρρωστημένου ενδιαφέροντος που συγκεντρώνει η γενειοφόρος γυναίκα και το παιδί με τα τρία χέρια, αλλά ο κόσμος θα παρακολουθούσε με πραγματικό ενδιαφέρον τους πρώτους, παρότι ο Ολυμπιονίκης στα 100 θα έκανε 10.10 και όχι 9.80. Γενικώς προτιμούσα τους Ολυμπιονίκες όταν δουλεύαν σε πραγματικές δουλειές και έκαναν αθλητισμό από μεράκι (όπως, ειρήσθω εν παρόδω, οι δύο Έλληνες καταδύτες που πήραν το χρυσό).

Στην περίπτωση της Ελλάδας η κυριαρχία της ντόπας ήταν πολιτική επιλογή συσχετισμένη με την προσπάθεια ανάληψης των Ολυμπιακών (τόσο το 96 όσο και το 04), η οποία οδήγησε σε ένα πρωτότυπο μοντέλο ντοπαρίσματος που συνδύαζε δημιουργικά την Ανατολικογερμανική κρατική παρέμβαση, με την Αμερικάνικου τύπου διαφημιστικής υποστήριξη.

Ρόδα, ντόπα και κοπάνα! (από Hank, 19/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο νέος οδηγός που έχει ένα Ν στο πίσω τζάμι και οδηγεί εκνευριστικά αργά.

Προσπέρνα τον μωρέ τον μαχλέπα το νικολάκη!

Δες και νικολέττα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λάτρης των αυτοκινήτων της alfa romeo, το πάθος τους είναι να προσπερνάνε άλλα αυτοκίνητα για να δείξουν ότι διαθέτουν το πιο νευρικό, το πιο γκαζιάρικο αυτοκίνητο της αγοράς (τουλάστιχον κάποτε έτσι ήταν).

Ωχ έρχεται γκαζωμένος ένας αλφάτος από πίσω, καλύτερα να κάνω στην άκρη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οδηγός τζιπουροφορτηγίδας ή πολυτελούς μαούνας, της οποίας το κόστος απόκτησης και το μέγεθος είναι αντιθέτως ανάλογο με το βαθμό οδικής συμπεριφοράς του «χοιριστή» της, καθώς και της πρακτικότητας της σε αστική χρήση..

Θα παρακάμψει με άνεση μια σειρά προπορευόμενων οχημάτων που περιμένουν σε ένα φανάρι για να στρίψουν φροντίζοντας να περάσει μπροστά από το σηματοδότη, να παρακωλύσει το ρεύμα που συνεχίζει ευθεία και προς τις δύο κατευθύνσεις (αν είναι δυνατόν) και θα απαιτήσει μόλις το φανάρι του ανοίξει - γιατί πιστεύει πως κι αυτό πλέον του ανήκει - ο οδηγός του οχήματος που είναι πια πίσω του να το αφήσει για λίγο (δεν θα χαλάσει κι ο κόσμος) και γεμάτος χαρά και υπερηφάνεια να σταθεί διακριτικά σε σημείο που να είναι αντιληπτός από τον κύριο Σαζγράφογλου και με μικρή υπόκλιση/νεύμα να του γνωστοποιήσει πως αν ήθελε μπορούσε να ξεκινήσει...
...γιατί αν του κορνάρει θα ήταν το λιγότερο άκομψο - αν όχι αγενές και άδικο γιατί έχει σημαντικότατες υποχρεώσεις να φέρει σε πέρας, μιλάει σε ένα τουλάχιστον κινητό και γενικά ο χρόνος του είναι πολυτιμότερος από οποιουδήποτε άλλου που κάνει χρήση των δρόμων μόνο και μόνο για να τον καθυστερεί...

Τα παραδείγματα θα μπορούσαν να είναι αρκετά, αλλά για να μην το κουράσω, μένω στο παραπάνω το οποίο θεωρώ αντιπροσωπευτικό του «επιθέτου»... κατάλληλο και για κυρία ή δεσποινίδα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καταστρέφω ολοσχερώς αυτοκίνητο ή άλλο όχημα με με μετωπική σύγκρουση. Προέρχεται προφανώς από το χαρακτηριστικό σχήμα που παίρνει το όχημα, το οποίο μοιάζει με φυσαρμόνικα.

- Άσε ο Ζάχος, το 'χε δεν το 'χε ένα μήνα το αυτοκίνητο, το έκανε φυσαρμόνικα. Ήπιε λίγο παραπάνω και σε μια στροφή ξέχασε να στρίψει, έπεσε πάνω σε μια μάντρα.

(από Vrastaman, 27/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο παρελθόν, ξύλινη αρχαία κατασκευή με 2 η 4 τροχούς που το τραβούσε συνήθως κάποιο ζώο. Σήμερα το χρησιμοποιούμε για αυτοκίνητα ξεπερασμένης τεχνολογίας και αισθητικής...

- Πού πάει ο μαλάκας με το κάρο στην παραλιακή; - Θα ήταν του παππού του...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αυτοκίνητο. Παιδική ηχομιμητική λέξη που χρησιμοποιείται και από ενήλικες ειρωνικά και μάγκικα ή και γουτσίστικα.

- Όταν βρέχει (πολλή βροχή), σε πολλά σημεία λιμνάζουν νερά. Στους υπέροχους ελληνικούς δρόμους, πιθανόν να υπάρχουν μικρές έως τεράστιες λακκούβες κάτω από την επιφάνεια, που όμως δεν φαίνονται, παρά μόνο αν περάσεις, αλλά θα είναι αργά γιατί θα 'χεις πέσει ήδη μέσα. Μια αθώα φαινομενική λιμνούλα μπορεί να έχει από κάτω μια τρούπα νααααα!! Οπότε τι κάνεις αν είσαι αναγκασμένος να περάσεις; Αφήνεις έναν άλλο να περάσει πρώτος και αν είναι οκ ακολουθείς την γραμμή του!! Κακό ε; Πιάνει όμως.
- Είναι πολύ πιο απλό φίλε μου! Απλά όταν βρέχει πας με το τουτού για να μην βρέχεσαι κιόλας!
(από φόρουμ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Μερσεντές ως εργαλείο, κατά το «σιδερικό», και με τρόπο, ώστε να γεμίσει πιο πολύ το στόμα σου.

Σκάσανε μύτη οι δεσποτάδες με πέντε - έξι Μερσεντικά.

(από Hank, 04/02/09)(από Vrastaman, 28/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Μερσεντές, το Μερσεντικό, η Μερσέντα, με λίγα λόγια αυτό που οδηγούν οι Μερσεντεζοβολάνηδες και οι Μερσεντοσουσούδες.

Με το Μερσεντέ του μπαμπά έσκασε μύτη ο φλωρούμπας!

Mercedes McNab (από Hank, 04/02/09)(από protnet, 22/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Φεράρι κατά το Μερσεντικό και το Πορσικό.

Πού τα βρήκε τα μπικικίνια για να μας κάνει μόστρα κάθε πρωί με το Φεραρικό; Όχι πες μου πού! Αν δεν ήταν η Miesens, θα το είχε το Φεραρικό, όχι πες μου θα το είχε;

(από Hank, 04/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published