Selected tags

Further tags

Σλανγκ της μηχανοκίνησης και αυτοκίνησης το οποίο απαντάται σε απότομη ενέργεια του οδηγού, χαρακτηριστική της κακής οδηγητικής του συμπεριφοράς και χαμηλής συνείδησης του κινδύνου. Συνήθως αφορά σε απότομη κάθετη προς το αντίθετο ρεύμα στροφή ή σε επί τόπου στροφή σε αυτοκινητόδρομο ή λεωφόρο, ή και σε επικίνδυνα σλάλομ, σφήνες ανάμεσα στα υπόλοιπα κινούμενα οχήματα κλπ.
Επιπλέον, υπάρχουν περιπτώσεις πέραν από τον χαρακτηρισμό της ενέργειας του οδηγού που ο όρος εστιάζει στην ίδια τη δυναμική συμπεριφορά του οχήματος, όπως τη ροπή κάποιου pimp-αρισμένου οχήματος στις στροφές, τα drifts, τα πετοκωλίδια και λοιπά, μηχανικά χαρακτηριστικά που αυξάνουν την αδρεναλίνη του επιβάτη...

«Χτες βράδυ τα χρειάστηκα. Οδηγούσα στην επαρχιακή οδό και το μπροστινό μου φορτηγό ξαφνικά έκοψε χαριλίκι σε χωματόδρομο αριστερά και με ανάγκασε να φρενάρω απότομα και να κόψω δεξιά σε βενζινάδικο για να τον αποφύγω. Μάλλον δε με είδε ο μ*&^#$ς στα σκοτάδια.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προικιά όπως μάλλον θα γνωρίζετε, είναι (ήταν αν προτιμάτε) το σύνολο των εσωρούχων, ρούχων, σεντονιών, υφασμάτων, πλεκτών, πετσετών, τραπεζομάντηλων και λοιπών αντικειμένων, που η νύφη έπαιρνε από τη μάνα της με το που αποχωριζόταν το πατρικό σπίτι.

Στην καγκουροσλάνγκ τώρα «προικιά» αποκαλούνται τα μαμίσια ανταλλακτικά, που έχουν αντικατασταθεί με aftermarket.

Για να το κάνω λιανά, στους μη κάγκουρες δίνω παράδειγμα. Είμαστε στο 2002, όπου φραγκάτος σαραντάρης κάγκουρας αγοράζει το θηρίο που λέγεται hayabusa. Σε μία εβδομάδα βγάζει τις μαμίσιες εξατμίσεις (τα δύο τελικά), και βάζει yoshimura (λιανική τιμή 2.000 ευρώ) μονό τελικό που δίνει 1457 ντεσιμπέλ παραπάνω, και slim look. Μετά, επειδή δεν του κάθεται το πίσω φτερό οπότε το αφαιρεί και βάζει ένα πιο μικρό aftermarket. Οι μαμίσιες εξατμίσεις, όπως και το μαμίσιο φτερό (αχρησιμοποίητα σχεδόν), αν δεν πουληθούν, κρύβονται στην αποθήκη. Μετά από διετία, ο κάγκουρας βαρέθηκε το hayabusa, και γουστάρει το δεκατεσσάρι της kawasaki. Οπότε πουλάει το θηρίο, όπως είναι (με τις αλλαγές), και με, ή χωρίς τα προικιά της (αν είναι με, συμβαίνει όπως ακριβώς με τις νύφες).

Συνήθως τα προικιά εμφανίζονται στη μεταπώληση, και κάποιες φορές ο όρος αναφέρεται και στο σύνολο των αξεσουάρ (μαμίσια αλλά και aftermarket), που δεν φοράει την συγκεκριμένη στιγμή η μηχανή (για παράδειγμα ένα σετ μπαγκαζιέρες, μία μεγάλη ζελατίνα -παρμπριζ για ταξίδια ή μια κουκούλα προστασίας από την βροχή).

-Πόσο πάει το πριόνι;
-8.000. -Πολλά... Βρίσκω με 7 χιλιάρικα το ίδιο...
-Όχι και το ίδιο. Έχε υπόψη σου, είναι καθαρό, κι έχει πάνω του της παναγιάς τα μάτια. Acrapovic, φίλτρο ελευθέρας, σωληνάκια υψηλής, καρίνα και σίδερα. -Ναι, αλλά τα extra, δεν τα πληρώνεσαι στη μεταπώληση.
-Δεν τα πληρώνεσαι καινούρια, αλλά για να τα βάλεις καινούρια πάει πάνω από δύο χιλιάρικα, και όπως βλέπεις, η παραπάνω αξία είναι ένα χιλιάρικο από την τιμή της αγοράς. -Ναι ρε φίλε, γιατί να δώσω τα παραπάνω, ενώ εγώ δεν γουστάρω τον πολύ θόρυβο;
-Η τιμή είναι με όλα τα προικιά της. Σου λέω είναι ευκαιρία. Άμα γουστάρεις βάζεις τα μαμίσια. Πάρτο, δεν θα χάσεις.
-Έτσι λέει ρε φίλο!!!! Μάλλον θα το κλείσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απόρροια του έντονου φόβου.

-Κι έτσι όπως μπήκε φέτα στην στροφή, στην έξοδο πάτησε ψιλό γαρμπίλι... πρέπει νά 'χεσε μαλλί ο τύπος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η προσπέραση πολλών οχημάτων με μία κίνηση.

Μαλάκα ο Μπούστας την Κυριακή στις Σέρρες, έχασε τα φρένα της ένα στην εκκίνηση και έμεινε τελευταίος και μετά άρχισε τα σουβλάκια πριν τη 13 και στην ευθεία μέχρι να φτάσει τον Κοντομάρο. Τρεις τρεις τους περνούσε.

Ενα σουβλάκι ή σάντουιτς ή καλαμάκι με κρέας (από perkins, 04/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ αργός οδηγός, αυτός που τον περνάνε σαν σταματημένο.

- Καλά ρε συ Τάκη, αφού δεν τό χεις, γιατί δεν πας στο group με τους αργούς να κάνεις και κάνα προσπέρασμα να το φχαριστηθείς; Τι πας και μου μπαίνεις στο κόκκινο group, γουστάρεις να το παίζεις κορίνα;

(από Vrastaman, 03/09/10)Κορίνα  Τσο - πέη (από perkins, 04/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαράβαλο μηχανάκι, δίκυκλο που χαλάει συνέχει και θέλει μάστορα.

- Μαλάκα βρήκα ένα 1098s τζιτζί, κούκλα σου λέω,το μαύρο με το κόκκινο χωροδικτύωμα, λέω να πα να το χτυπήσω.
- Καλά τρελάθηκες ρε συ, ducati θα πάρεις; Πού πας να μπλέξεις με τα τριμπούρδελα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τουμπανιασμένο, θεωρείται κάτι που βρίσκεται στα απώτερα όρια του. Προφ, η λέξη προέρχεται από το τέντωμα του δέρματος πάνω στο ξύλο, ώστε να κατασκευαστεί ένα αξιοπρεπές και αποτελεσματικό τύμπανο.

Βάση αυτού του χαρακτηριστικού του τύμπανου, η λέξη έχει σλανγκοποιηθεί σε άπειρους τομείς. Οι κυριότεροι από αυτούς:

  • auto moto: α) τουμπανιασμένο αυτοκίνητο είναι αυτό που μετά τις μετατροπές, καταλαμβάνει τον διπλάσιο όγκο. Αεροτομές, φτερά, τριπλάσια λάστιχα, προβολείς. Τουμπανιασμένη μηχανή είναι αυτή που επίσης έχει πάνω της όλα τα έξτρα αξεσουάρ του εργοστασίου, συν ότι aftermarket έχει κυκλοφορήσει. β) τουμπανιασμένος κινητήρας είναι αυτός που έχει φτάσει τα όρια του. Άλλος ένας ίππος και μπουμ!
  • γυμναστική: από τις ντόπες και την γυμναστική, γίνεσαι τούμπανο, τουμπανιάζεις. Δλδ τσιτώνουν οι μυς όπως το δέρμα του τύμπανου, και φαίνεται ότι λίγο να σφιχτείς, θα σκιστεί το δέρμα. Προ τουμπανιάσματος αγόραζες Μ(edium), και μετά XXL(large). Σαν το ανθρωπάκι της Michelin ένα πράμα.
  • φαγητό μέχρι σκασμού: η λαϊκή (ακροβατούμε μεταξύ σλάνγκ και κυριολεξίας) μεταφορά του επιστημονικού όρου «τυμπανισμός». Αμάν έχεις φτάσει σε αυτό το σημείο, μία γουλιά νερό μπορεί να σε σκάσει. Επιστημονικά ο «τυμπανισμός» είναι το φούσκωμα, είτε από δυσλειτουργία του πεπτικού, είτε από εκτεταμένη ασιτία, είτε από πνιγμό. Στη σλανγκ, μιλάμε για κατανάλωση υπερβολικής ποσότητας φαγητού ή ποτού, ή και τα δύο.
  • οικονομικά / τεχνολογία: α) για πιστωτικές κάρτες που είτε είναι στα όρια τους, ή τα έχουν περάσει, και πληρώνεις κάπου 30% τόκο! η χαρά του τραπεζίτη! β) φορτωμένες κάρτες, ή σκληροί δίσκοι.

auto / moto
...........
Σήμερα το έκλεισα.Πολύ καλό σαν καινούριο πραγματικά και τουμπανιασμένο με top case μπαγκαζιέρες bagster παροχή ρεύματος ψηλή ζελατίνα Givi.Ο φίλος το σκότωσε πραγματικά γιατί ήταν κοντούλης και πήρε ένα CBF
...........

γυμναστική
............
Τουμπανιασμένος δεν θα γίνει ούτως ή άλλως για΄τι η εφεδρίνη δεν προκαλεί πρήξιμο. ...........

(από electron, 04/09/10)(από electron, 05/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Χρησιμοποιείται πολύ στον αθλητισμό. Βγαίνει από το αγγλικό lob, που σημαίνει το ρίξιμο της μπάλας στον αέρα έτσι ώστε να σχηματίσει υψηλό τόξο. Η αγγλική λέξη μαρτυρείται από το 1824.

Η λόμπα χρησιμοποιείται κυρίως στο τένις, όπου είναι μια υψηλή και δυνατή μπαλιά, κυρίως όταν ο αντίπαλος είναι κοντά στο φιλέ, αλλά έχει διάφορες παραλλαγές, όπως φαίνεται στο άρθρο της Βικούλας.

Στα ελληνικά η λόμπα χρησιμοποιείται κυρίως στο ποδόσφαιρο, όπου είναι «η μπαλιά μεταξύ σέντρας και σουτ που γίνεται την ώρα που ο επιτιθέμενος βλέπει τον τερματοφύλακα εκτός θέσεως και προσπαθεί να τον «κρεμάσει»», δες εδώ για πλήρη ορισμό. Άλλες εκφράσεις που χρησιμοποιούνται για τον ξευτιλισμένο από την λόμπα μεσολογγίτη τερματοφύλακα είναι «τον κρέμασε» και «τον τέντωσε». Για τις λόμπες είναι διάσημοι οι λατινοαμερικάνοι.

Με παρόμοια σημασία χρησιμοποιείται και στο μπάσκετ για την ψηλοκρεμαστή μπαλιά- πάσα- ασίστ που «κρεμάει» τους αντιπάλους και βρίσκει επιτιθέμενο στην καρδιά της ρακέτας, ιδίως σε αιφνιδιασμό. Αν ο πασαδόρος είναι κωλόφαρδος μπορεί και η λόμπα να καταλήξει στο καλάθι, ή αντίστροφο ένα σουτ-αερόμπαλα να το αδράξει συμπαίκτης και να σκοράρει οπότε να θεωρηθεί α πουστεριόρι ως λόμπα, όπως έγινε με ένα εξαιρετικά αμφίσημο σουτ-πάσα του Μίλος Τεόντοσιτς του Ολυμπιακού.

  1. Η λόμπα είναι επίσης ό,τι και ο λόμπας, ήτοι η κωλόμπα που της φάγανε τον κω. Από το περσικό gulampare βγαίνει το τουρκικό kulampara, - και τα δύο σημαίνουν τον ενεργητικό ομοφυλόφιλο-, και από εκεί το κολομπαράς. Με μια εντυπωσιακή ολίσθηση του σλανγκοσημαίνοντος έχουμε με σλανγκικές αποκοπές και αναπτύξεις και λολοπαίγνια τα: κωλόμπα, κωλόμπος, λόμπας, λομπίσκος, λο, ενώ από τον Χότζα έχουμε ακούσει και τα εθνικά/ εθνοτικά: κολομβιανός, λομβαρδός, λογγιβάρδος.

  2. Η παρδαλή λέξη αναφέρει ότι στα λευκαδίτικα (και ίσως όχι μόνο) η λόμπα είναι ό,τι και η λούμπα, δηλαδή η λακούβα. Η λούμπα πάντως σύμφωνα με το Βικάκι «προέρχεται από το αγγλικό lube bay. Στα συνεργεία αυτοκινήτων πριν εφευρεθούν οι υδραυλικοί ανυψωτήρες, η αλλαγή λαδιών γινόταν πάνω από ένα λάκκο, τη λούμπα», δες.

  1. α. Μπενφίκα: Στραπάτσο με λόμπα. [...] Ο 24χρονος Βραζιλιάνος φορ βγήκε στην αντεπίθεση και με μια εξαιρετική λόμπα από μεγάλη απόσταση, κρέμασε τον Ρομπέρτο, πετυχαίνοντας ίσως το καλύτερο γκολ της εβδομάδας στην Ευρώπη.
    (Δώθε).

β. Στην επόμενη φάση ο Καρνέζης βγήκε από την εστία του και ο Κλέιτον τον «κρέμασε» με μια βραζιλιάνικη «λόμπα» κερδίζοντας το χειροκρότημα των συμπαικτών του. (κείθε)

γ. Επιστροφή με λόμπα. Εάν ο παίκτης στον φιλέ σε τρώει ζωντανό, τότε η επιστροφή με λόμπα είναι καλή λύση. Ο συμπαίκτης σας πρέπει να μείνει πίσω. Προτιμάτε τις διαγώνιες λόμπες γιατί σας προσφέρουν καλύτερο στόχο. (παραπέρα).

δ. Με λόμπα καλάθι ο Τεόντοσιτς. (Από τον κόκκινο πλανήτη)

  1. α.- Τονε βλέπεις το Γιώργο; Μεγάλη λόμπα! Παλιός ποδηλατάς βλέπεις…
    - Περσινός κωλομπαράς - φετινός πούστης! Αυτό ξέρω εγώ…

β. - Είναι Λομβαρδός, γιου νόου, Μιλάνο, Πάβια, Κρεμόνα; οι Λογγιβάρδοι επιτίθενται, ένα πράμα (ο Χότζας περιγράφει μια λόμπα σε πρόσφατη συνάντα)

  1. Παραδέξου ότι έπεσες σε λόμπα. Δεν είναι κακό.
    Το αστέρι της Βεργίνας (όπως έγινες γνωστό) ή ήλιος (οκτάκτινος, 16κτινος κλπ) όπως ήταν γνωστό πριν την Βεργίνα, ήταν πανελλήνιο σύμβολο και το χρησιμοποιούσαν όλες οι ελληνίδες πόλεις-κράτη και βασίλεια. (Από φοράδα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μέλος της Ομάδας Ζήτα (Άμεση Δράση με μηχανές) της ΕΛ.ass.

Κλασικός και αξεπέραστος στον χρόνο θα τον δούμε πάνω στο χρέπι πια Suzuki GSX 750 (Tenere, V-Strom, Pegaso, άμα είναι πιο καινούργιος) με τα δερμάτινα του, το άσπρο ανοιγόμενο κράνος Nolan, το γυαλί Ray-Ban και το ύφος «τα πάντα γαμών και επιβλέπων».

Αγαπημένες ασχολίες του να πίνει φραπεδάρα (οι παλιοί έχουν και θήκη για φραπέ πάνω στο τιμόνι! Αμέ!), να τρομάζει κόσμο με την αγελάδα, να σε κοιτάει περίεργα στα φανάρια και να σταματάει κωλοφτιαγμένα GLX, Crypton κλπ αλλά και να αράζει παρέα με άλλους Ζητάδες να συζητάνε για τα δικά τους. Επίσης, δε λέει ποτέ όχι σε σουζίδια στην Αλεξάνδρας έξω απο τη παραλία - ετσ', για να ψαρώνουν τα πιτσιρίκια με τα πενηντάρια που τους ζηλεύουν.

Καλό είναι να μη σε σταματήσει κανας καυλωμένος απο δαύτους... θα σου βρει τα πάντα, μέχρι και γιατί δε κουβαλάς πριονίδι κάτω από τη σέλα αν τυχόν φας σούπα και χυθούν λάδια στο δρόμο!!

Τώρα, πέρα από την καζούρα, πρέπει να πούμε οτι αρκετοί απ'αυτούς αγαπάνε τη δουλειά τους και την κάνουν σωστά χωρίς μαγκιές. Personally, τους θεωρώ ως την πιο χρήσιμη ομάδα της αστυνομίας (Δέλτα, ΔΙ.ΑΣ. είναι απλά σάπιες απομιμήσεις). Peace, love και προσοχή σε όλα τα δίκυκλα εκεί έξω!

  1. - 11 είπαμε... το ρολόι μου όμως λέει 11:30. Που ήσουν ρε;
    - Γάματα... με σταμάτησε ένας Ζητάς...
    - ΩΧ! Και;!;!
    - Με ρώτησε πόσο πιάνει το FXάκι μου... Πιάσαμε κουβέντα και ευτυχώς δεν είπε τίποτα για καθρέφτες!
    - Αυτάααα είναι.....!

  2. - Μάγκες, προσοχή στον περιφερειακό! Αράζουν κάτι ζητάδες και σταματάνε αβέρτα κουβέρτα!
    - Στ' αρχίδια μου... τραβάω και σουζίδι μπροστά του άμα λάχει να 'ούμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαμπαδισμός και υπό άλλη σημασία: Διεθνής = Εθνική οδός

(Οδηγίες για να φτάσεις στον Πακτωλό Χρήματος)

- Συγνώμη, μια ερώτηση. Για Πακτωλό;
- Λοιπόν, θα στρίψεις αριστερά, θα πας παράλληλα με τις γραμμές και στο σταθμό δεξιά για να μπεις στο διεθνή. Ακολούθα τις πινακίδες για Χρήμα. Εκεί ξαναρώτα, κανα 5λεπτο είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified