Selected tags

Further tags

Παραπέμπει στο ιταλικό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου, ωστόσο αναφέρεται σε μια παρέα από γκόμενες που είναι μπάζα, οι λεγόμενες κάμπιες.

- Πήγαμε για καφέ και η Μαρία κουβάλησε και το καμπιονάτο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πατάω τέρμα το γκάζι.

- Σανίδωσέ το ρε μαλάκα, μας φτάνουν οι μπάτσοι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κάγκουρας είναι εκείνο το είδος οδηγού που παρεμβαίνει στην εμφάνιση του εκάστοτε αυτοκίνητου που έχει με ποικίλα είδη αισθητικών βελτιώσεων. Ο λόγος για τον οποίο γίνονται αυτές οι αισθητικές βελτιώσεις διαφέρει ανάλογα το είδος του κάγκουρα. Η δραστηριότητα του κάγκουρα επεκτείνεται και στην παρακολούθηση αγώνων μηχανοκίνητων αυτοκινήτων και στην ανάγνωση περιοδικών με τιμές αυτοκινήτων που δε θα αγοράσει ποτέ. Μάλιστα οι περισσότεροι κάγκουρες των 90's μεγάλωσαν παίζοντας με κάρτες που ανέγραφαν πληροφορίες για την ισχύ των μηχανών, τη μέγιστη ταχύτητα και το βάρος των αυτοκινήτων υπερ-ατού. Ένας τυπικός κάγκουρας φοράει αθλητικό παπούτσι του οποίου η σόλα πλησιάζει την υφή των ελαστικών του αυτοκινήτου του. Επίσης μια ιεροτελεστία του είδους αποτελεί η ηχορύπανση κυρίως τις βραδινές ώρες όπου κυκλοφορούν τα θηλυκά του είδους. Θα λέγαμε πως η πράξη αυτή δεν είναι τίποτα άλλο απο τον χορό γονιμότητας του είδους.

Ετυμολογία

Η πρωτογενής έννοια της λέξης κάγκουρας σημαίνει ο επιδειξίας, ο λαϊκός τύπος, αυτός που αυτοπροβάλλεται άκομψα γελοιοποιώντας τον εαυτό του σε μια προσπάθεια να καταξιωθεί, χωρίς όμως ο ίδιος να το καταλαβαίνει.

συνώνυμα: μανιάουρο (κάγκουρας με καταγωγή από Ζαρουχλέικα Πατρών), σεμπρικομανιάουρο (αυτός που έχει σεμπρικ στο αυτοκινούμενο όχημα του), ψαχνιώτης (κάγκουρας με καταγωγή από χαλκίδα) .

Είδη

Κάγκουρες συναντώνται σε αρκετές χώρες, με κυριότερες τις ΗΠΑ, την Αγγλία, την Ολλανδία και τη Γερμανία. Υπάρχουν διάφορα είδη στη φύση, ανάλογα με το μέγεθος της μετατροπής που έχει υποστεί το αυτοκίνητο, ή ανάλογα της φιλοσοφίας του κάγκουρα. Τα πιο συνηθισμένα είδη που συναντά κανείς στους ελληνικούς δρόμους είναι τα εξής:

  • ο εκκολαπτόμενος
  • ο γρήγορος
  • ο κυριλάτος
  • ο ψαγμένος
  • ο δάγκουρας
  • ο μάγκουρας ή μάκουρας
  • ο καβουροκάγκουρας

Άλλα χόμπυ

Ο κάγκουρας επίσης ασχολείται πολύ με το καρτοκινητό του.

Από την Ανεγκυκλοπαίδεια, την ελεύθερη παρωδία

καγκουράμαξο

Got a better definition? Add it!

Published

Η φράση αυτή χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να πούμε ότι κάποιος ένω περπατούσε γλίστρησε και έπεσε.

-Γιατί περπατάς έτσι;
-Γλίστρησα από το χιόνι και έφαγα σάρα!

Σάρα (από nikolaosvlas, 21/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται στον κάγκουρα κάτοχο Ibiza, Saxo, 106 κλπ που το έχει «βελτιώσει» χαμηλώνοντας το αμάξωμα, βάζοντας διπλή εξάτμιση, φωτάκια νέον, φιμέ τζάμι και ηχοσύστημα πιο ισχυρό και απ' του σπιτιού του, συνήθως αφήνοντας τον κινητήρα απείραχτο και ο οποίος συμπεριφέρεται στο δρόμο όπου κινείται σαν να τον έχει αγοράσει.

-Κατέβαινα το στενό μια χαρά και πετάγεται ένας ιμπιζάκιας από το stop - στο τσακ τον πρόλαβα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γνωστή σειρά από μηχανάκια πόλης που είχαν κατακλύσει τα αστικά κέντρα της Ελλάδας τις δεκαετίες '80 και '90.

Πλέον τα παπιά που κυκλοφορούν διαφέρουν κατά πολύ από τα παραδοσιακά μπλε ή κόκκινα συνήθως με άσπρη ποδιά. Οι ποδιές έχουν φύγει, είναι βαμμένα με εντυπωσιακά χρώματα και αντί για μέσο μεταφοράς έχουν γίνει μέσο επίδειξης των καγκουριών. Συνήθως έχουν εξατμίσεις που κάνουν όσο το δυνατόν περισσότερο θόρυβο και έχουν αυξημένα κυβικά. Είναι γνωστά και ως παπάκια και πάπιες.

Σχετικά λήμματα: κάγκουρας, λετόνι, σελογκόμενα.

- Είδες το μηχανάκι που πήρε ο Μιχάλης;
- Όχι, τι πήρε;
- Ένα παπί Honda 50cc στρογγυλοφάναρο!! Έχει και την χαίτη, οπότε είναι σαν να βγήκε από το «Ρόδα Τσάντα και Κοπάνα»!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωστός και ως κρατήρας. Με αυτήν την έννοια αναφερόμαστε σε μια λακκούβα - τρύπα που διακρίνεται και από το φεγγάρι πάνω στους ελληνικούς δρόμους.

-Ρε Μάκη, πού είναι η ρόδα σου;
-Άσε ρε Τάκη, πέρασα πάνω από έναν τάφο και την άφησα μέσα...

βλ. και κολύμπα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται σαν μονάδα μέτρησης σε κόντρες με αμάξια. 1 καρότσα ισοδυναμεί με το μήκος ενός αμαξιού.

Ο τύπος με το punto έριξε 3 καρότσες σε εκείνον με το golf μέχρι το φανάρι! Πάει γαμιώντας με την καινούρια τουρμπίνα που έβαλε!

Βλ. και κολόνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη με διπλή σημασία.
1. Η σούζα στα καγκουρίστικα (πρέπει να είσαι λίγο άτομο για να το πεις)
2. Ο πιτσιρικάς στα μάτια μιας διψασμένης για sex σαραντάρας.

  1. - Κι έσκασε μύτη ο ψηλός με τη χουσβάρνα και το σηκώνει ξερολούκουμο μπροστά από το μπατσικό... Μάγκας ο δικός σου, σου λέωωωωωωωωω.

  2. - Ρε φίλε σου λέω με κοίταζε όλο το βράδυ σαν ξερολούκουμο η σαραντάρα...
    - Και μετά;
    - Σπίτι της ρε ... Άσ' το... Με ξεζούμισε ρε... Μου ήπιε το μεδούλι, σου λέω... Θα πάρει καιρό μέχρι να μου ξανασηκωθεί... Με πέθανε!

Mr Υφήλιος 2007 - οκ, δεν είμαι ακόμα σαράντα εντάξει; αχαχαχαχαααα (από Galadriel, 08/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που προσελκύεται από τον οποιονδήποτε τύπο κάγκουρα που κατέχει οποιοδήποτε είδος μηχανής (απαραιτήτως)... Είναι γκόμενα που το μόνο στάνταρ που έχει για τον υποψήφιο γκόμενο είναι αν έχει μηχανή και πόσο μακριά την πάει στη μια ρόδα...

Αλλιώς: η καγκουρομάνα, η ποντικοπηδιόλα.

1
- Ωραίο μουνάκι ρε η Σοφία... φαίνεται και εύκολη... θα πάω να χωθώ...
- Αφού δεν έχεις πάπια...
- Ε και;
- Είναι σελογκόμενα.

2
Γιούλη: -Θέλω ο άλλος να είναι ευγενικός, δυναμικός, έξυπνος, αστείος, όμορφος, πιστός. Θέλω να τον θαυμάζω και να έχει μεγάλη πούτσα.
Μαρία: -Εγώ θέλω να έχει μηχανή.

Η Μαρία είναι σελογκόμενα.

Βλέπε και -μούνα, -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified