Further tags

Βαρεμάρα που δεν πάει άλλο και που έχει σαν αποτέλεσμα το πήξιμο, την πηξομουνίαση, όταν δηλαδή έχει πήξει το μουνί μας.

Η έκφραση θέλει να ακούγεται ξενική (πχ όπως ακούγεται το κλάιν μάιν) και ταιριάζει ωραία με το λογοπαίγνιο μουν (μουνί) και moon (φεγγάρι).

Υπάρχει και το πυξλαμούν ή, όπως πρωτολανσαρίστηκε η έκφραση: Πυξ μουν λαξ, λογοπαίγνιο με το γκρουπάκι Πυξ Λαξ. Για όσους πήζουν ακούγοντάς τους, το λογοπαίγνιο είναι ακόμα πιο πετυχημένο.

- Πολύ πηξ μουν λαξ σε βλέπω, τι τρέχει;
- Τίποτα, πήζω.

(από Jonas, 27/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνουσιάζομαι (παθητικά). Με την ίδια ακριβώς σύνταξη. Αλλά εδώ το αντικείμενο (τον) είναι ο πούτσος. Ενώ αν το αντικείμενο είναι γένους θηλυκού, είναι η ερωτική σύντροφος, και η έκφραση έχει την ενεργητική της σημασία. Δε νομίζω ότι ένας κολομπαράς θα έλεγε ποτέ «τον πήρα», με την ενεργητική έννοια του όρου.

Επίσης παθητική η σημασία και όταν αντικείμενο είναι η προσωπική αντωνυμία στο ουδέτερο πληθυντικό, ενώ το ρήμα εκφέρεται στο β΄ενικό πρόσωπο της προστακτικής, σε παροιμιώδεις φράσεις προερχόμενες από πορνό εντόπιας παραγωγής των ογδόνταζ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παροιμία σοφή. Συναντιέται επίσης ως εξής: «αν είσαι αλεπού ξενοπήδα πού και πού».

- Ρε φίλε, πολύ την γουστάρω την Μαρία... Τι να κάνω ρε;
- Τι να σου πω ρε; Πήδα την να τελειώνουμε!
- Μα έχω τόσα χρόνια δεσμό με την Ελένη...
- Αν είσαι αλεπού, ξενογάμα πού και πού!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για βαθμό στην ιεραρχία της πουστροσύνης. Ανήκει στις υψηλές βαθμίδες (από ταξίαρχος και πάνω) και για να αποκτηθεί πρέπει η αδέλφω να έχει περάσει πολλά σχολεία και ειδικότητες, όπως:
Το Σ.Α.Μ. (Σχολείο Αιχμαλώτων Μυκόνου) Το Σ.Τ.Α. (Σχολείο Τσιμπουκιού με Άπνοια) Την Σ.Ε.Α.Α (Σχολή Επιμόρφωσης Ανωτάτου Αδελφάτου) κ.α.

Μετά από το χρίσμα, έχει την εξουσιοδότηση να προσηλυτίζει και να επιμορφώνει άλλες μικροαδελφές που ξεκινάνε τώρα την καριέρα τους και ανήκουν σε υποδιέστερες βαθμίδες, όπως πουστρόνια, ψευδοgay, metrosexual κ.τ.λ.

Ικανή προϋπόθεση για να γίνει κάποιος κουδούνα, είναι να έχει διατελέσει κρυφόπουστας και δη παντρεμένος με παιδιά (προάγεται άμεσα από αρχιπούστρας σε κουδούνα).

Δεν νομίζω ότι χρειάζεται...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ευρισκόμενη σε ανάπαυση ψωλή.

Αγγλιστί: flaccid.

Τότε - τι θαύμα φοβερό - εκείν' οι ψωλαράδες
κατάχαμα ξαπλώσανε σαν να 'τανε κυράδες.
Ανοίγουνε τα πόδια τους, τουρλώνουνε τον κώλο
και περιμένουν να δεχτούν τον τρομερό τον ψώλο.
Μ' αυτός δηλώνει άσπλαχνα πως είναι κουρασμένος
πως είν' τ' αρχίδια του κενά και ο πούτσος του πεσμένος.
Έδωσε όμως το λόγο του στους τουρλωμένους κώλους
πως κάποια μέρα και αυτούς θα τους γαμούσε όλους.

Κι έχυσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!

(εδώ)

(από GATZMAN, 25/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακόμη μία ανάπτυξις επί το προσβλητικότερον του άντε και γαμήσου, όπου ο υβριζόμενος όχι μόνο γαμιέται, αλλά επιπλέον γκαστρώνεται, γεννά και κατεβάζει και γάλα στη συνέχεια. Με τον τρόπο αυτό προσδίδεται στην ύβρι «γαμήσου», που έχει κατά το μάλλον ή ήττον βραχυχρόνιες συμπαραδηλώσεις, χρονικό μήκος μηνών ή και ετών (γαμήσι, εγκυμοσύνη, γεννητούρια, θηλασμός), ενώ ταυτόχρονα προκαλούνται οι συνειρμικές συμπαραδηλώσεις «λεχώνα» και «αγελάδα».

-Ω, καλώς το φιλαράκι μου. Τι έγινε ρε, πόνεσε πολύ η πεντάρα την Κυριακή στην Τούμπα; - Άντε και γαμήσου ρε να κατεβάζεις γάλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικώς σημαίνει σοδομίζω και μεταφορικώς καταπονώ, εξουθενώνω. Στην δεύτερη αυτή μεταφορική σημασία είναι πάντως λιγότερο συχνό από το ξεπατώνω, όπως παρατηρεί η Ιρονίκ εδώ. Επίσης, στο ξεκωλοπατόμουνο έχουμε την ενδιαφέρουσα έκφραση «μια πουτάνα που ξεκώλιασε το μουνί της».

Βλ. και ξεκωλιάζομαι, άλλοι λιάζονται και άλλοι ξεκωλιάζονται, είπανε του τρελού να χέσει κι αυτός απ' τη χαρά του ξεκωλιάστηκε!.

  1. Ο Ναυτικός με ξεκώλιασε. (gayworld.gr).

  2. Ο νέος ρουμάνος είναι εντελώς τελείως ταλιμπάν και μας έχει ξεκωλιάσει στην δουλειά!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο παμπόνηρος, πανέξυπνος και καπάτσος άνθρωπας. Μπορεί να ειπωθεί είτε καταπρόσωπο, οπότε λογίζεται ως έπαινος, ή τουλάχιστον με έκδηλα εύθυμη διάθεση, είτε πίσω από την πλάτη του άλλου, οπότε αποκτά αρνητική έννοια: ο επικίνδυνος παμπόνηρος, πανέξυπνος και καπάτσος άνθρωπος, η σουπιά.

  1. - Κι έτσι φίλε μου και το Μαράκι είναι ευτυχισμένο και το Λίλιαν χορταίνει πούτσο. - Είσαι μια χαμούρα εσύ!

  2. Να τον προσέχεις τον πρόεδρο. Είναι μεγάλη χαμούρα. Πάει πάντα μ' όποιον δίνει τα περισσότερα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι νωθρός, ράθυμος, άχρηστος, τεμπελιάζω και το μόνο που κάνω είναι να ξύνω τα αρχίδια μου.

Πρόκειται για την ορίτζιναλ έκφραση από την οποία προήλθαν πολλές, μεταξύ άλλων οι επαγγελματίας ξύστης, ξύσ' τ' αρχίδια σου με το γκράιντερ ή με τον γκασμά γιατί η τσουγκράνα αφήνει κενά, ξυσαρχίδας, ξυσαρχίδι, ξυσαρχιδισμός, ξύσιμο, ξύσιμο συνεχές, και χωρίς ενοχές, ξυσοκάρυδος, ξυστό, τρεις και ξύστα, δυοξύνη, εντωμεταξύνομαι, ποιο με ξύνει, τα ξύνω, www.xystarhidiasou.gr, www.ksistarxidiasou.gr.

Στο Δ.Π. υπό Galadriel.

Ο δημόσιος υπάλληλος που διορίσθηκε από τον Βουλευτή και είχε μάθει επί 20 χρόνια να ξύνει τα αρχίδια του ραθυμών, είναι δύσκολο να βγεί - ΑΠΌ ΤΗΝ ΜΙΆ ΜΈΡΑ ΣΤΉΝ ΆΛΛΗ - στο χωριό να καλλιεργήσει και να εξάγει λεμόνια (4 Euro το κιλό πωλούνται στήν Πολωνία και Γερμανία, εδώ σαπίζουν), ή να κάνει κοτόπουλα ελευθέρας βοσκής, άκρως περιζήτητα. (Εδώ).

Ορχεόξεστρον (από Khan, 06/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Στερεότυπη ἔκφρασι, ποὺ δίδεται ὡς ἀπάντησι στὴν κουτσομπολικὴ ἐρώτησι «τί δουλειὰ κάνει ὁ πατέρας σου».

Ἡ εἰκονοπλασία εἶναι μοναδικοῦ διαστροφικοῦ, οὐ μιν, ἀλλὰ καὶ φιλανθρωπικοῦ ἐπιπέδου, ἀρκεῖ νὰ ἀναλογισθῇ κανεὶς τὴν τραγικότητα τῆς συνθήκης νὰ εὑρεθῇ κουλός, ταυτοχρόνως δὲ καὶ καυλωμένος (βλ. λῆμμα). Πρόκειται δηλαδὴ γιὰ κάτι σὰν ἐπάγγελμα καὶ λειτούργημα μαζί, ένα πράμα.

᾿Οφείλει ἐν προκειμένῳ νὰ διευκρινισθῇ ὅτι ἡ έν θέματι σύλληψις εἶναι πολὺ προγενεστέρα τῆς συγγενοῦς ἐννοίας τοῦ φραπέ. Ἐὰν ἤθελε κανεὶς νὰ ἀναγάγῃ τὸ ὅλον εἰς ὅρους φραπέ, τότε ὁ διαφορισμὸς τῶν δύο ἐννοιῶν θὰ ἦτο «φραπὲ κατ᾿ ἀνάγκην (ἐπὶ κουλαμάρας), καὶ φραπὲ κατ' ἐπιλογήν, ὅπως περίπου λέμε δηλαδὴ business or pleasure.

Assist: οο9οο, μὲ τὸ λῆμμα που να μείνεις κουλός και καυλωμένος

Περιττεύει

Έχω κουραστεί, δε θέλω να εξηγώ, πρέπει εσύ να την παίξεις. (από Galadriel, 12/10/11)

Βλ. και βαράει μαλακία στους κουλούς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified