Η γυναίκα που τρέφεται αποκλειστικά με ανδρικό κρέας. Αλλιώς τσιμπουκοζητιάνα ή ψωλορουφήχτρα.

- Τι ξέρεις ρε συ για τη Μαίρη;
- Μεγάλη ψωλύκαινα... Σταθερά φτάνει τριψήφιο αριθμό μηνιαίως... μαύρη ζώνη στο τσιμπούκι κι ένα νταν σου λέω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το ποδαρικό, είναι η πρώτη ψωλή που εγκαινιάζει ένα καινούργιο έτος.

apapa de pira kanena teknaki protoxroniatika, lete na moy pai asxima o xronos; prepi na kano oposdipote psolariko (Από το Φέισμπουκ).

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτή που θέλει διακαώς να γίνει τραγουδίστρια σε νυχτερινά κέντρα, αν και η φωνή της είναι λίγο πιο μελωδική απ' του κορακίου. Ντύνεται, μάλλον γδύνεται, για ν' ανέβει στην πίστα, θυμίζοντας περισσότερο περιπατητική παρά καλλιτέχνιδα.

Από εκπομπή του Μητσικώστα:

«Και τώρα, η διεθνούς φήμης ψολίστ, Στέλλα Μπεζ!»

Got a better definition? Add it!

Published

Μεταφορικά, ο αυνανισμός, η μαλακία.

Η έκφραση αποτελεί συνδυασμό κατάληξης γυναικείου ονόματος, όπως π.χ. Αμαλία, Ευθαλία, Κορνηλία, Κρυσταλλία κλπ, που, παραπλανητικά και ενδεχομένως και νοσταλγικά, παραπέμπει σε γυναίκα, μαζί με το τμήμα της άκρας χειρός, παλάμη η αλλέως χούφτα, που υλοποιεί την παλινδρομική κίνηση της επιδερμίδας του ανδρικού μορίου, κατά την αυτοηδονική και ανακουφιστική διαδικασία εξαγωγής του γνωστού γαλακτώδους οπού του άρρενος.

- Πως πήγε το καμάκι στο μπαρ;
- Άσε, τζίφος.
- Κατάλαβα, πάλι με τη χουφταλία θα τη βγάλεις απόψε !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέος που έχει κλίση προς τα κάτω όταν είναι σε στύση.

- Τί κλαίς ρε μαλάκα κοτζάμ άντρας;
- Άσε ρε συ... Να την ψήνω ένα μήνα την πουτάνα, κι'όταν την καταφέρνω να μου την βγαίνει στην έτσι...
- Στην πώς δηλαδή;
- Την έχω από κάτω και πετάω το παντελόνι.
- Ωραία.
- Και τι μου λέει;
- Τι;
- Ρε παλικάρι, μου λέει, τι χαμηλοβλεπούτσα είναι τούτη;... Και να πώ οτι την έχεις μεγάλη και δέν κρατιέτ' απάνω...

Λογοπαίγνιο με το χαμηλοβλεπούσα. Δες και στραβοψώλης.

Τρανταχτό παράδειγμα:
Πήρα καινούρια παπούτσια, πανάκριβα.
Πήγα να τα δείξω στη γυναίκα μου όλο χαρά...
- Γυναίκα, βλέπεις τίποτα καινούριο πάνω μου;
- Όχι. Κι άσε με γιατί έχω δουλειές.
Νευρίασα. Πήγα στο μπάνιο, γδύθηκα τελείως κι άφησα μόνο τα παπούτσια.
- Τώρα βλέπεις;;;
- Βλέπω μια χαμηλοβλεπούτσα.
Νευρίασα περισσότερο!
- Είναι γιατί σου δείχνει τα καινούρια μου παπούτσια!!!
Και μου απάντησε:
- Ε τότε ας έπαιρνες καινούριο καπέλο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπληρωματικά προς τον κυρίως ορισμό του Βικαρίου («πέος που έχει κλίση προς τα κάτω όταν είναι σε στύση»), λέγεται και ως μειωτικός - υβριστικός χαρακτηρισμός για γυναίκα, η οποία και καλούα επικεντρώνει υπερβολικά την προσοχή της στο πέος του άντρα (σαν να ήταν κακό αυτό) και γίνεται έτσι ζητιάνα της πούτσας.

Στα λίγα γουγλικά ευρήματα έχει κυρίως αυτόν τον χαρακτήρα ύβρης προς γυναίκα η οποία θεωρείται ως ψωλοζητιάνα. Θεωρώ όμως ότι μπορεί ο όρος να συνδεθεί με το χαμηλοβλεπούσα, του οποίου αποτελεί προφανή τροπή. Σε αυτήν την περίπτωση, περιγράφεται ένας καθ' όλα υπαρκτός εν Ελλάδι (και όχι μόνο) γυναικότυπος, όπου μια γυναίκα αναλαμβάνει ένα προσωπείο συντηρητικής που ακολουθεί τις παραδοσιακές επιταγές και νόρμες της κενωνίας, ενώ κατ' ουσία είναι απολύτως επικεντρωμένη στο συμφέρον της και υπό την στενή έννοια και υπό την ευρεία.

Φωτορεαλιστικώς, φανταζόμαστε μια ταπεινόσχημη κορασίδα, η οποία κοιτάζει προς τα κάτω και καλά από σεμνότητα, ενώ ο πραγματικός λόγος είναι ότι περιεργάζεται τα προσόντα επίδοξου συντρόφου της.

Μεταφορικώς, εννοούμε μια γυναίκα που υπό τον μανδύα ενός παραδοσιακού κομιλφό στοχεύει στα καίρια με μια κάπως χυδαία μονοτροπία, και φέρεται έτσι ως σιγανοπαπαδιά ή θεούσα στο σαλόνι, πουτάνα στο κρεβάτι.

  1. ΠΟΛΥ ΩΡΑΙΑ ΠΙΠΑ ΑΠΟ ΕΛΛΗΝΙΔΑ ΧΑΜΗΛΟΒΛΕΠΟΥΤΣΑ!!!! ΔΕΝ ΘΑ ΤΗΝ ΛΕΓΑΜΕ ΚΑΙ ΜΑΝΕΚΕΝ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΑΣΧΗΜΗ ΡΕ ...

  2. πανε πλυνε κανα πιάτο που μου θες και πολιτικεσ ειδησεις με κεφαλαια...υστέρω ...μισοτρελλη...χαμηλοβλεπουτσα!!!

  3. χθες γαμουσα τη χαμηλοβλεπουτσα κακογαμημενη μανα σου και της ελεγα ποσο την αγαπαω τη παλιοσκυλα

(Όλα από ανθυγιεινά σάιτ για ενήλικες στο Διαδίκτυο)

(από Khan, 04/02/13)Χαμηλοβλεπούσα Lady Gaga (από Khan, 18/09/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερμέγεθες ανδρικό γεννητικό όργανο.

Προφάνουσλυ ο όρος προέρχεται από το μοντέλο Hayabusa της Suzuki, που αποτελεί τη ναυαρχίδα της εν λόγω φίρμας με πάνω από 1300 cc.

  1. - Χθες με «τάισε» ο Μπάμπης.
    - Πώς ήταν;
    - Χαγιαπούτσα! Τι να σου λέω· δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου...

  2. Ρε συ, είδα το παπάρι του Άγγελου στα αποδυτήρια. Πω, ρε μαλάκα! Τι χαγιαπούτσας είναι αυτός;

Ναυ-αρχίδα (από panos1962, 28/10/09)Suzuki Hayabusa (από panos1962, 29/10/09)Χαγιαπούτσας (από panos1962, 30/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παιχνίδι του πέους, ανδρικός αυνανισμός, μαλακία.

Ελπίζω να βοήθησα εις το ιερόν σου φαλλοπαίγνιον με τα πορνο-λινκς που σου έδωκα, αγιότατε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το εύφλεκτο μείγμα, που ανακάλυψε ο Καλλίνικος τον 7ο μ.Χ. αιώνα, άγνωστα παραμένουν τα υλικά με τα οποία το έφτιαχνε. Οι ιστορικοί λένε ότι το υγρό πυρ έκαιγε επίμονα και δεν έσβηνε με νερό, παρά μόνο με ούρα ή άμμο.

Για την διαπροσωπική σχέση των φύλων μεταξύ τους χρησιμοποιείται και ως αντίστοιχο του Χοντράδια ή Flintstones δηλαδή συμπυκνωμένο υγρό που έχει πήξει απο την ανύπαρκτη σεξουαλική επαφή.

Αλκιβιάδης: Φίλε μου ένα θα σου πω. Έβγαλα με μίσος παντού το υγρό πυρ δια μέσου της εκτίναξης πάντα. H κοπέλα δεν είχε ξαναδεί κάτι παρόμοιο, έγκαυμα πρώτου βαθμού της προκάλεσα! Σαν γέννα ήταν.

*Αλκιβιάδης = πρώην αμπελοφιλόσοφος, παρέα του Μάκη του Γίγαντα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορίζεται ως η εκσπερμάτιση σε γυναικείο πρόσωπο, κατόπιν πεολειχίας ή/και συνουσίας. Αποτελεί λογοπαίγνιο της ταυτοπροσωπίας και λέγεται σε περιπτώσεις όπου δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί η λέξη χυσομαπίδι, πουτσομούρα, χυσοκέφαλο κλπ.

- Για πε ρε, τι έκαμες με το Σούζυ;
- Πω πω δικέ μου, άσε έπαιξε Σκόττι Πίππεν, και πεοράπισμα κ σπερματοπροσωπία... Δεν μπορώ και να μιλήσω είμαστε στην εκκλησία...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified