Further tags

O μαδαφάκας, αυτός που γαμάει την μάνα του, ή γενικά προτιμά το μιλφέιγ παρά το παστάκι, τώρα και στην πιο γουτσιστική εκδοχή του. Διαδόθηκε ο όρος από το τραγούδι «θέλω να το κάνω με την μαμά σου» των Ημισκουμπρίωνε. Εκ των μαμά και γαμίκος, προφάνουσλυ. Κατά άλλη εκδοχή σημαίνει τον μητροσεξουαλικό. Δες.

Ασίστ: Μπούμπης.

Θέλω να νιώσω την μαμά σε βάθος και σε ύψος, γιατί είμαι ο παρακείμενος μαμογαμίκος.

(Εκ του άσματος).

Ο παρακείμενος μαμογαμίκος (από Dirty Talking, 10/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Έρχεται μια στιγμή στην ζωή, που ο άνδρας δεν μπορεί πια να αγνοήσει πάνω του τα σημάδια του χρόνου. Η τριχόπτωση για αρχή, οι ρυτίδες, το γκριζάρισμα των μαλλιών, κανένα τσεκάπ που έδωσε το πρώτο δικαίωμα σε γιατρό να κάνει κουμάντο στη ζωή του... Κι όσο κι αν ξεγελά τον εαυτό του ότι η ωριμότητα μπορεί να έχει μια γοητεία α λα Σον Κόνερι, τόσο αναρωτιέται, έντρομος, ποιο είναι το σημείο εκείνο έως το οποίο μπορεί να φτάσει η οπισθοχώρηση στα μέτωπα του ανδρισμού.

Έτσι, δήθεν πανηγυρική και κατ' ουσίαν παρηγορητική, άκουσα την παρούσα έκφραση: σημαίνει πως όποιος διαβάζει με τους αγκώνες τεντωμένους λόγω πρεσβυωπίας, φτάνοντας να βάλει την εφημερίδα στο ύψος των αρχιδιώνε του, έχει συμπυκνωμένη τόση εμπειρία και ικανότητα, ώστε με ένα βλέμμα να κάνει τις γκόμενες να βρέξουν βρακάκια για την πάρτη του και να πέσουν σαν νέοπες σε ορκωμοσία.

Έτερη πηγή μου, όμως, είχε άλλη άποψη: ο πρεσβύωψ μεσήλικας που χρησιμοποιεί τ' αρχίδια του για σταντ, εξίσου καλά θ' αρχίσει να χρησιμοποιεί και τον παργαλάτσο του για σελιδοδείκτη, καθώς το δεύτερο μισό της έκφρασης δηλώνει σαφώς ότι με τα μάτια και μόνο θα κάνει από δω και πέρα σεξ το, προς παροπλισμό, αρσενικό.

Συνεπώς λειτουργεί φοβερά για να πεις τον άλλον γέρο χωρίς να του το πεις, δεν νομίζετε;

- Τι λέει εδώ; «Νέες συλλήψεις... μελών της... οικο... γένειας...» Στα γόνατα την έχω φτάσει την εφημερίδα και πάλι δεν τα βγάζω τα γράμματα, τι σκατά, μίκρυναν τη γραμματοσειρά στην Ελευθεροτυπία;
- Ναι, καλά... Τα γυαλιά σου γιατί δεν τα φοράς;
- Εεε, τα ξεχνάω μωρέ συνέχεια σπίτι...
- Νταξ, ξέρεις τι λένε, όποιος διαβάζει με τ' αρχίδια γαμάει με τα μάτια.
- Τι εννοείς;
- Με την καλή έννοια...

(από patsis, 26/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνδρας, ιδίως ο ωραίος, ο εμφανίσιμος.

Ίσως το χαρακτηριστικότερο δείγμα μιας σοκαριστικής νέου τύπου σλανγκ, αποκλειστικά χρησιμοποιούμενης από γυναίκες. Η καθαρά γυναικεία αυτή σλανγκ, σηματοδοτεί την πλήρη αντιστροφή του κοινωνικού φύλου (gender), που επιχειρείται τα τελευταία χρόνια από θηλυκά νεαρής ηλικίας. Σε απλά λόγια, οι γυναίκες υιοθετούν συμπεριφορές και λεξιλόγιο καθαρά ανδρικά, σε μια προσπάθεια να υποκλέψουν το ρόλο του κυρίαρχου αρσενικού και να το υποβιβάσουν σε μια θέση εξ ορισμού παθητική.

Στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες η γυναίκα έχει σχεδόν ολοκληρωτικά αρρενοποιηθεί, στο τέλος μιας μακράς πορείας που ξεκίνησε με το φεμινιστικό κίνημα των σίξτις. Αυτή η αρρενωπή γυναίκα - τερατούργημα κατά ορισμένους - νομοτελειακά παράγει το αντίθετό της, τον θηλυπρεπή, ή μάλλον τον εκθηλυσμένο, άνδρα. Ο ανδρισμός δεν αποτελεί πλέον μια οριστικά κεκτημένη κατάσταση, οφείλει να αποδεικνύεται διαρκώς μέσω νέων δοκιμασιών. Όπως παρατηρεί ο Pierre Bourdieu, «αρκεί πλέον να πεις σ' έναν άνδρα ότι είναι άνδρας, προκειμένου να τον επαινέσεις».

Η ίδια η αρρενωπότητα τείνει να θεωρείται όλο και λιγότερο ως βιολογικό δεδομένο, όλο και περισσότερο ως ιδεολογικό κατασκεύασμα (construction). Ο βιολογικός ντετερμινισμός χάνει καθημερινά έδαφος προς όφελος των τάσεων εκείνων που πρεσβεύουν τον πολιτισμικό καθορισμό και τη σχετικότητα κάθε αλήθειας.

Οι πιο μαχητικοί εκπρόσωποι των νέων επιστημολογικών ρευμάτων, οι κονστρουκτιβιστές που εμπνέονται από την αποδόμηση του Γάλλου φιλόσοφου Jacques Derrida, εμμένουν στην πλήρη κατεδάφιση των διαχωριστικών γραμμών ανάμεσα στα φύλα, την οριστική εξάλειψη κάθε ειδοποιού διαφοράς ανάμεσα στο αρσενικό και το θηλυκό. Οδεύουμε λοιπόν ολοταχώς προς ένα καθεστώς πλήρους ελευθερίας, ένα καθεστώς που θα αφήσει μια για πάντα πίσω του, τα οποιαδήποτε ζητήματα σεξουαλικής ταυτότητας.

Οι σημερινές teenager δε σκαμπάζουν εννοείται χριστό από γαλλική κοινωνιολογία, ενώ οι όποιες αναφορές σε πολιτισμικό καθορισμό τους ακούγονται σαν κινέζικα. Γνωρίζουν όμως πολύ καλά πως πλέον βρίσκονται σε θέση ισχύος απέναντι στα δόλια τα αγοράκια. Αυτές είναι πλέον οι κυνηγοί, αυτές επιλέγουν το θήραμά τους, στο οποίο άμα καυλώσουν ρίχνουν κανά δυο μουνιά. Την ίδια στιγμή απευθύνονται η μία την άλλη με την κλασική ανδρική προσφώνηση «μαλάκα» (βλ. το σχόλιο της Mes στο συναφές λήμμα του αγαπητού Bubis).

Συνήθεις σε γυναικοπαρέες οι φράσεις του τύπου: «ωραίο μουνάκι αυτός ο Γιώργος, θα τον έγλειφα χαλαρά». Πρέπει άραγε να το θεωρήσουμε ως την υπέρτατη ξεφτίλα, τον ξεπεσμό του πάλαι ποτέ περήφανου αρσενικού σε ένα μουνί; Οι πιτσιρίκες θα μας απαντούσαν όχι, και με το δίκιο τους: ο χαρακτηρισμός τους είναι απλά διαπιστωτικός μιας νεοδιαμορφωμένης κατάστασης πραγμάτων, ΔΕΝ εκφέρεται με εμφανή και άμεση διάθεση υποτίμησης.

Μια άλλη νεόκοπη ονομασία για το αρσενικό, στο ίδιο πνεύμα με το μουνί αλλά σαφώς κοσμιότερη και διακριτικότερη, είναι το γκομενάκι. Τα θηλυκά ήταν και παραμένουν οι γκόμενες, όμως τα αγόρια από γκόμενοι που ήταν κάποτε, υποβιβάστηκαν στη β' κατηγορία ως ουδέτερα γκομενάκια. Είναι πλέον απλά αντικείμενα σεξουαλικής εκτόνωσης, στερημένα από την πολύτιμη ιδιότητα του γένους.

- Μαλάκα Μαίρη, τι μουνί ήταν αυτό που πέρασε, το είδες;
- Άχου, ο Βαγγελάκης... Τον έχω πάρει, δε στο 'χω πει μωρή;
- Κι αυτόν μωρή πουτάνα; Άσε και κανά κόκαλο για μας τις αγάμητες...
- Εσύ μωρή μαλάκω το παίζεις και δύσκολη, λες και είμαστε στο 1800... Ξύπνα λίγο βρε καημενούλα, δες τι γίνεται γύρω σου...
- Καλά, άστα τώρα αυτά... Για πες, τι έλεγε το γκομενάκι...;
- Τίποτα σπουδαίο, μας κουνιότανε για γαμιάς αλλά τα έφτυσε στο δεκάλεπτο. Τότε τον βάζω που λες από κάτω, καρφώνομαι πάνω του και πάρε να 'χεις... Τα είδε όλα το παλικαράκι, τέτοιο γαμήσι δε νομίζω να του 'χει ρίξει άλλη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επειδή οι γυναίκες δεν έχουν (ακόμα) κανονικούς πούτσους, καβλιά κ.λπ. όργανα διακόρευσης όπως οι άντρες, παρά την εξέλιξη της τεχνολογίας, της γενετικής μηχανικής κ.λπ., για να αναφερθούν σε αυτά σε βρώμικες εκφράσεις και μπινελίκια.

Επειδή κάποιες γυναίκες πρέπει να είναι ίσες με τους άντρες σώνει και καλά και αυτό θα πει ότι πρέπει να τους μοιάσουν και μάλιστα, για καλύτερα, να μοιάσουν στους πιο κάφρους απ' αυτούς, για να φαίνεται καθαρά πόσο ίσες είναι, μην ξεφύγει από κανέναν.

Επειδή κάποιοι άντρες, λόγω της καφρίλας τους, μιλάνε με ορολογίες για πολύ ξύλο και χρησιμοποιούν εκφράσεις όπως «θα της ρίξω δυο καβλιά», «θα της ρίξω δυο πούτσους» λες και είναι η άλλη σκουπιδοτενεκές και θα πετάξει τα σκουπίδια του ο κτηνάρας. Που θα πει «θα της ρίξω δυο γαμήσια χωρίς συναίσθημα, μόνο και μόνο γιατί κάβλωσα και την έχω για τον πούτσο μου». Έκφρασεις τέτοιες εκχυδαΐζουν την σεξουαλική επαφή, εξευτελίζουν την γυναικεία υπόσταση και δείχνουν πόσο μαλάκας είναι αυτός που τις λέει.

Γιαυτό:
Μερικές γυναίκες χρησιμοποιούν αντίστοιχη γλώσσα, τόσο καταπληκτική όσο οι κατά λέξη μεταφράσεις των ξένων γλωσσών που δεν βγάζουν νόημα.

Σο, μια χαρά, «θα του ρίξω δυο μουνιά» θα πει ακριβώς «θα του ρίξω δυο γαμήσια χωρίς συναίσθημα, μόνο και μόνο γιατί κάβλωσα και τον έχω για το μουνί μου». Έκφραση που εκχυδαΐζει την σεξουαλική πράξη, εξευτελίζει την ανδρική υπόσταση και δείχνει πόσο μαλάκες είναι όσοι άντρες λένε τις αντίστοιχες και παρασέρνουν τα κορίτσια στο να μιλάνε και αυτά άσχημα, γιατί, μια φορά, αυτά τα λόγια δεν τους τα 'μαθε η μάνα τους.

Επίμονη ασίστ: Χαλικούτης (μάκια μάκια όπα όπα χαλικού)

-Και τελικά τί έγινε ρε όταν φύγατε; Το κάνατε; Λέγε!
-Έλα ρε Δέσποινα, τί να κάνουμε, γυρίσαμε χαράματα και σε δυο ώρες είχε δουλειά...
-Δυό ώρες; Δυο γαμημένες ώρες; Πας καλά ρε; Με τις καύλες που είχατε και οι δύο σε μισή ώρα θα του χες ρίξει δυο μουνιά και θα τον είχες ξαποστείλει. Γαμώ το φελέκι σου είσαι απερίγραπτη.
-Αφού με ξέρεις... Θέλω το παραμύθι μου δεν μπορώ έτσι τσακ μπαμ... Μαλακία έκανα, ε;

(από Khan, 04/08/14)

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γαμιόλα παρτόλα. Αυτή που τους παίρνει με ταχύτητα απανωτών πυροβολισμών, λέμε τώρα...

Ασίστ Νick.

- Χθες πήγε ο Μάκης την Τζέσικα στης μάνας του να τη γνωρίσει...
- Καλά, μαλάκας είναι; Αυτή τη γαμισομπιστόλα της πήγε; Χαθήκανε τα κοριτσάκια;

(από nick, 16/06/09)(από nick, 16/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι βεβαίως άλλο ένα όνομα για τη μαλακία. (Το πολύ το τίκι τίκι, κάνει το παιδί περδίκι.)

- Εμένα με συγχωρείτε, πάω λίγο στο μπάνιο...
- Κατάλαβα, πάλι στον καμπινέ για τίκι τίκι έ;

Δες και τίκι τάκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πούτσος (ένα από τα πολλά ονόματά του).

- Πως είναι ο Κώστας στο κρεβάτι;
- Πολύ κρύος είναι ρε παιδί μου, αλλά έχει όμως ένα ματζαφλάρι... τόοοοσο με το συμπάθιο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα από τα πολλά ονόματα του πέοντα. Προσδίδει όγκο...

Δρόγκος είναι ονομασία μεγάλου και χοντρού ψαριού.

- Σ' αρέσει Κούλα μου ο μπούτσος μου;

- Πωπώ, τι δρόγκος είν' αυτός;

Δρόγκος aka μουγκρί. Τύφλα να έχειο λούτσος! (από Vrastaman, 17/06/09)

Βλ. και λούτσος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός σε γυναίκα που, ενώ αντικειμενικά θεωρείται κόμματος, ρέγγα γάλακτος, βουτυρόμουνο, πεόλαυση, είτε λόγω μεγάλης αυτοπεποίθησης, είτε λόγω ευκολίας της γυναίκας αυτής στο να σκαρφαλώνει ψωλόφους, κοινώς είναι του χεριού μας, μπορούμε να την πασπατέψουμε χαλαρά.

Προέλευση αυτονόητη από το βατός + μουνί.

- Ακούγεται ότι αν και αιδοίαρος η Ζωρζέτ το πίνει το σαλέπι.
- Έλα ρε και φοβόμουν να της την πέσω μη φάω πίτα πίτα. Να ορμήσω δηλαδή!
- Ναι λέμεεεε. Βατόμουνο είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τουρκικής προέλευσης λέξη για να προσδιορίσει τον γυναικολόγο.

Είναι ο άντρας που καθημερινά πασπατεύει κάθε είδους χρώματος τύπου και διαμετρήματος αιδοία από στενωπούς μέχρι πορθμούς.

Το κάνει επαγγελματικά πληρώνεται γι αυτό και σε καλές περιπτώσεις φοράει γάντι έξτρα thin.

- Τι δουλειά κάνει ο άντρας σου Mαρή;

- Γυναικολόγος είναι.

- Μουνί πασπάτ δε το λες καλύτερα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified