Further tags

Έκφραση σεξουαλικού περιεχομένου. Αναφέρεται σε κάποιον που έστω και θεωρητικά γνωρίζει τους τρόπους με τους οποίους θα πρέπει να εκτελεστεί η συνουσία, έτσι ώστε να αποδώσει τα μέγιστα ικανοποιώντας την εκάστοτε θηλυκή παρτενέρ!

Μέσα στο club:
- Τι έγινε ρε, πού εξαφανίστηκε ο Αλέξης με την άλλη πάλι;
- Άσ΄τα ρε, έφυγε πριν λίγο και μου είπε ότι πάει σπίτι να βάλει αργά και δυνατά!
- Κατάλαβα! θα το καψουρέψει πάλι το μωράκι του..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα σπέρματα κατά την κατάποση.

-Ρε συ Βασιλική, κάνω δίαιτα αλλά ο Βαγγέλης θέλει να τα καταπίνω... Ξέρεις πόσες θερμίδες έχει το πεο-juice;
-Έχει αρκετές, αλλά τουλάχιστον είναι θρεπτικό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σ.ς. Αν δεν έχετε βιώσει την τραγωδία να χτυπάει το τηλέφωνο ή να ανοίγει η πόρτα την στιγμή που ολοκληρώνετε την σεξουαλική σας συνεύρεση, μην συνεχίσετε την ανάγνωση. Στείλτε μου τον αριθμό του κινητού σας, κλείστε τον υπολογιστή και βρεθείτε με τον/την αγαπημένο/η σύντροφο ή παλάμη σας. Θα φροντίσω να σας καλέσω την ακατάλληλη στιγμή. Χρέωση δέκα αστέρια ανά κατεστραμμένο οργασμό.

Η πόρτα πίσω σας κλείνει, χείλη ορμούν σε χείλη, χέρια ψάχνουν στα τυφλά διακόπτες για φως, κουμπιά, φερμουάρ, κλιπσάκια από σουτιέν, το στήθος της, τον κώλο του, το κρεβάτι, σιγά θα πέσετε, οκ το βρήκανε, α γραφείο είναι, είπα κι εγώ τόσα στυλό, ψίθυροι στο αυτί, βογκητά, κραυγές ηδονής, μίλα μου πρόστυχα, ναι, ναι, ναι, βουτιά σε μια ζεστή, φιλόξενη θάλασσα κι ύστερα ο ηλεκτρισμός μέσα σου, μέσα της, τα σώματα ξυπνούν και τρέχουν, τρέχουν ασυγκράτητα μέσα σ’ έναν αέρα από ζωή, δεν αγγίζετε πια το έδαφος, πετάτε μαζί μέσα σ’ αυτήν την Πνοή, στο βάθος του ορίζοντα τα χρώματα βράζουν, έτοιμα να εκραγούν σ’ όλο τον θόλο, μια ξαφνική σιωπή-

ένα κύμα-

ένα κύμα ορθώνεται στον ωκεανό, στις άκρες των δαχτύλων της, πίσω από τα μάτια σου κι έρχεται να σας πλημμυρ-

[I]- ΝΤΡΙΙΙΙΙΝΝΝ!
- Έτσι να κάνει ο κώλος σου γαμημένε, όποιος κι αν είσαι![/I]

Από μεταφορικής τώρα άποψης και, αφού ηρεμήσουμε, η έκφραση λέγεται όταν έχεις στρώσει μια κατάσταση, όλα πάνε καλά και την τελευταία στιγμή γαμιέται ο Δίας, το σύμπαν και οι πλανήτες και όλα ακυρώνονται μέσα σ’ ένα σύννεφο άδοξης σκόνης.

- Λοιπόοον, φέρατε την εγγραφή στον ασφαλιστικό φορέα;
- Ναι, εδώ τό ’χω.
- Επικυρωμένο αντίγραφο ταυτότητας;
- Δύο, για να ’μαστε σίγουροι. Και έναρξη επιτηδεύματος και μισθωτήριο του γραφείου και παράβολα...
- Ωραίααα, δώστε μου και το πιστοποιητικό μη επιβάρυνσης του φυσικού περιβάλλοντος του τυρκουάζ γκαλιαγκδόσκλου και είμαστε εντάξει...
- Τι πράμα;
- Αν δεν το έχετε δεν μπορώ να το προχωρήσω. Να πάτε στην Νομαρχία να το βγάλετε.
- Και θα σας προλάβω; Αφού σε δέκα λεπτά κλείνετε!
- Ε, από Δευτέρα τότε...
- Όχι ρε πούστη μου, πάνω στο χύσιμο...

(από Σπασαρχίδης, 04/05/10)(από patsis, 15/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για άτομα που ενδιαφέρονται αποκλειστικά για σεξουαλική επαφή. Κατά συνέπεια, δεν ενδιαφέρονται διόλου για το πρόσωπο του στόχου τους, και στρέφουν το λάγνο βλέμμα τους κατευθείαν στην περιοχή των γεννητικών οργάνων.

- Κοίτα ρε φίλε το πουρό απέναντι πώς με χαλβαδιάζει. Από την ώρα που μπήκα στο μαγαζί με κοιτάει στο ύψος του πούτσου.

- Πώς περάσατε χτες ρε;
- Άσε μαλάκα, το μαγαζί είχε μόνο ντεσπεράντο γκόμενες. Κοίταζαν αποκλειστικά στο ύψος του πούτσου.

- Προχτές ρε φίλε πήγα Γκάζι και έφριξα. Όλα τα στρακιαπού με κοίταζαν στο ύψος του πούτσου.
- Ε ρε παπάρα κι εσύ, αφού πήγες Γκέιζι, τι περίμενες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεξιπλασία που προκύπτει από τη παραφθορά της λέξης κουλούρι για να δηλώσει τον ανδρικό ή γυναικείο πρωκτό. Δεν πρέπει να προκαλεί καμία έκπληξη δεδομένου του σχήματος του κουλουριού (στρογγυλό με τρύπα στη μέση) αλλά και της ίδιας της υπόστασης του ως διατροφικό προϊόν, δηλαδή ενός εξαιρετικά δημοφιλούς εδέσματος που όλοι σπεύδουν να το ζητήσουν και να το καταναλώσουν. Σημειωτέον πως το κωλούρι είναι ιδιαίτερα δημοφιλές στο ανδρικό κοινό, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει πως δεν χαίρει εκτίμησης και από το γυναικείο.

Για λόγους υγείας και υγιεινής, το κωλούρι είναι καλύτερο σκέτο, δηλαδή χωρίς γέμιση. Αν και αυτό πάλι είναι θέμα καθαρά γούστου και -πάνω απ' όλα- βίτσιου.

- Τι είναι αυτό που θα σας κάνει να θέλετε να συζητήσετε με μια κοπέλα; κ ποιο χαρακτηριστικό είναι αυτό που σας κάνει να την γουστάρετε τρελά; πάντα ήθελα να μάθω...

- Το σπίτι που μένει και σε ποιά περιοχή, το αυτοκίνητο που οδηγεί, το ρολόι π
που φοράει, αν έχει δικιά της επιχείρηση και αν δίνει κωλούρι. (Από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μεταφορά αυτή λοιπόν χρησιμοποιείται για τους μουνόδουλους, τα όντα που όταν δουν οτιδήποτε θηλυκό γίνονται μπουχοί και το παίρνουν από πίσω. Περιγράφει γλαφυρά την δύναμη της γυναίκας και την επιρροή της πάνω στο ανδρικό φύλο.

Εγώ πάντως το εκλαμβάνω ως εξής: ο άντρας για να ρίξει σεχ θα κάνει ότι πιο μαλακισμένο θέλημα του ζητηθεί από το εν λόγω θηλυκό.

— Πάει και ο Σάκης, τον είδες; Όλα τα ψώνια τις πληρώνει.
— Μουνόδουλος τέζα. Αν δεις καράβι στο βουνό, μουνί θα το 'χει σύρει...

(από Galadriel, 14/09/12)

Βλ. επίσης και το μουνί σέρνει καράβι και το αιδοίο σύρει πλοίο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που καταφέρνει να ρίξει τη γκόμενα, να τη φιλήσει, να κάνει χαμούρεμα.

Ο γλείφων κοκαλάκι είναι το κλασικό αρσενικό ντόπερμαν, ο άντρας κυνηγός, που δεν ξεμένει ποτέ από το αγαπημένο του παιχνίδι (κοκαλάκι - γυναίκα).

  1. -Χθες βγήκα με το Μαράκι ρε.
    -Έλα, ωραίος, έγλυψες κοκαλάκι καθόλου;
    -Ναι κάτι έκανα, σιγά μη την άφηνα.

  2. -Ρε παιδιά τι θα γίνει με τη ντίβα το Στελλάκι, δεν πλησιάζει να χωθεί κανείς τελικά;
    -Μπα μη το λες ρε, έχει γλείψει κοκαλάκι ο Μανώλης,
    -Ε ναι αυτός είναι ντόπερμαν περιοπής ρε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα κολπικά υγρά. Σύνθετος όρος από το «μουνί» και «φτύμα» < «φτύνω», ο οποίος χρησιμοποιείται κυρίως (αλλά όχι αποκλειστικά) στην ανατολική και βόρεια Πελοπόννησο.

- Πού πας βρε Δήμητρα; Πάνω στο κα(υ)λύτερο το κόβεις...
- Τι πού πάω, ρε Γιωργία; Τη φάτσα μου πάω να πλύνω, έχω γεμίσει όλη μουνόφτυμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το υγρό που βγάζει το μουνί και αντιστοιχεί (τυπικά, τουλάχιστον) στο χύσι του πούτσου. Σύνθετος όρος από το «μουνί» και «χύσι». Χρησιμοποιείται και στον ενικό, «μουνοχύσι», αλλά ο πληθυντικός είναι πολύ πιο συνηθισμένος.

Συνώνυμο: μουνόφτυμα

- Θα μου κάνεις γλειφομούνι, Γιάννη μου;
- Αφού σιχαίνομαι τα μουνοχύσια, το 'χουμε πει εκατό φορές! Θες μήπως ένα μπούτσο;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γυναικείος αυνανισμός, η μαλακία στο θηλυκό της.

- Έχω να γαμηθώ δέκα μήνες...
- Και πώς τη βγάζεις, μωρή;
- Άσε, από το πολύ μουνοδάχτυλο, έχει παπαλιάσει το δαχτυλάκι μουουου (με άφθονο, γλοιωδέστατο νάζι).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified