Αναφέρεται στην πράξη του αυνανισμού ή αλλιώς όταν τραβάς μαλακία (μινάρεις). Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως ουσιαστικό αλλά και ως επίθετο.

-Ρε μαγκιά μου, κανά γκομενάκι παίζει;
-Άσε ρε φίλε, τίποτα... Ξενέρα μεγάλη... Έχω ξεσκιστεί στο μινέτο.

Γιάννης : Ωρέ, ωρέεεεεε, μινέτο, κοίτα κάτι βυζά ρεεεεεε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντομογραφία για το αγγλικό «For The Penis» και σημαίνει για τον πούτσο literally!!

Ftp είστε όλοι ρε. Για να κουνιόμαστε λίγο να τελειώνουμε καμιά φορά..

Got a better definition? Add it!

Published

Έκφραση συνώνυμη του πάρτε τ' αρχίδια μου που δημιουργείται με σύμπτυξη του «κούνα μου τα».

Προέρχεται από τη γνωστή τηλεφωνική φάρσα του Λέντη.

- Ρε ψηλέ πιάσε μία το τηλεκοντρόλ...
- Τον Κούνα Μούτα τον ξέρεις ρε μαλάκα...;

(από Galadriel, 13/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα αργής και αγανάκτησης προς κάθε μαλάκα της ασφάλτου.

- Ρε τον πούστη τον μπάρμπα-Μπρίλιο, πάει με 60 στην δεξιά λωρίδα... - Το ένα χέρι στο τιμόνι, το άλλο μες' το παντελόνι, το ένα κάνει περιστροφικές και το άλλο παλινδρομικές!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νομίζω είναι προφανές τι ξύνει αυτός στον οποίον αναφέρεται η έκφραση, οπότε το προσπερνάμε...

Λέγεται για αρχιτεμπέλαρους, που αφοσιώνονται στο να μην κάνουν τίποτα ή στο να κάνουν κάτι αμφιβόλου σημαντικότητας και σημασίας.

Λέγεται τόσο για άντρες όσο και για γυναίκες, γιατί συχνό φαινόμενο αποτελεί η φαγούρα στο επίμαχο σημείο και στους δύο.

  1. -Βρήκε δουλειά ο αδερφός σου;
    -Σιγά μην έβρισκε... Αφού βαριέται που ζει ο άνθρωπος, κάθεται όλη μέρα σπίτι και το ξύνει και βαριέται να κουνήσει το δαχτυλάκι του ποδιού του.

  2. -Σταμάτα να το ξύνεις όλη μέρα στον υπολογιστή, βγες λίγο έξω, πήγαινε καμιά βόλτα...
    -Όχου, δε μας χέζεις ρε Νταλάρα!

Βλ. και ξύνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι μέσα στην ξηρή ηδονή. Ξηρασία ρε παιδάκι μου, πώς το λένε.

- Τι κάνεις ρε Γιώργο , κάνα γκομενάκι ρε φίλε:
- Άστα να πάνε , κάθε βράδυ ξεροκαβλώνω γαμώ τ' αυτιά μου τα πέτσινα. Τίποτα, ξηρασία αδερφέ μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρκτικόλεξο του «παίρνει πίπα με σκαμπό», χρησιμοποιείται ως υπερθετικός του Π.Π.Ο.και του Π.Τ.Ο.. Συνήθως, δεν στέκεται εντός φράσεως σαν απόλυτος υπερθετικός, αλλά μόνον σε σύγκριση με τα προαναφερθέντα λήμματα.

Αξιοσημείωτο, βέβαια, ότι λόγω της υπερβολής του, ουκ ολίγες φορές χρησιμοποιείται σαρκαστικά ως θετική έννοια, από τους λάτρεις των μανετζέβολων κοντοπούτανων, και των λοιπών τσιμπουκοϋβριδίων.

(πραγματικός διάλογος υπό τον ήπιο αττικό καιρό εντός των χώρων ανάπτυξης του πνεύματος πέριξ της περιοχής Ζωγράφου-Ιλισσίων)

- Ρε σεις, για την Αννούλα τι λέτε, καλό; Ιππεύσιμο;
- Καλούτσικο... λίγο Π.Π.Ο, βέβαια, δεν είναι για σκληρή χρήση θα σου μείνει στα χέρια... με πιάνεις; ε;
- (ο 3ος, ο ερχόμενος) ρε σεις ήμαρτοοοο! ποια Αννούλα ρε! αυτή είναι Π.Π.Μ.Σ.!
- (οι άλλοι δύο μαζί) εε;;
- (με απόλυτη απάθεια ο καθισμένος πλέον 3ος)... τι ε; με σκαμπό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγετε για κάποιον που φορτώνει στους άλλους τις δικές του υποχρεώσεις.

-Ρε, δεν με παρατάς που κι αυτό σε μένα θα το φορτώσεις! Εσύ κάνεις τον πούστη με ξένο κώλο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Μεταφορικά) Σωματική κατάσταση μέθης (πολύ μεθυσμένος).

Ή, τσακωμός μεταξύ προσώπων.

  1. Ήπια όλο το μπαρ και στο τέλος έγινα κωλοτρυπίδα - δεν μπορούσα να περπατήσω καν!

  2. Άσε! Πήγα απ' το σπίτι και γίναμε κωλοτρυπίδα με τους γονείς μου γιατί δεν εμφανίστηκα για έναν μήνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη έχει πολλές έννοιες. Την λες ας πούμε όταν διαφωνείς με κάτι και λες, ας πούμε, ότι δεν θα γίνει ποτέ (τ' Αγίου Πούτσου), ή όταν θες να περιγράψεις κάτι που είναι χάλια, π.χ. μια κατάσταση, ή κάτι, τέλος πάντων. Σε όλες τις περιπτώσεις η λέξη είναι χυδαία.

Πω ρε με αυτή τη κρίση. Δεν θα καταφέρω να κρατήσω το σπίτι μου με τέτοιο τριπούτς επάγγελμα.

Jeanne Tripplehorn, έχει καυλώσει περισσότερα από τρία πουτς (από Vrastaman, 02/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified