Με καλυμμένα τα νώτα, με προσοχή μην τον φας καταλάθος...

- Τι λέει αυτό το μπαράκι;
- Για πουστόμπαρο το κόβω. Αν πας, το νου σου! Με τον κώλο στον τοίχο...

προσοχή στους τοίχους! (από BuBis, 13/09/09)

Βλέπε και τοίχο-τοίχο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτό που προηγείται της έκφρασης και σκοπίμως το παραλείπει ο λαϊκός ποιητής είναι το «δεν τη γαμώ...», δηλαδή μιλάμε, είτε για μπάζο ολκής, είτε για πολύ εκλεκτικό γαμίκο, ο οποίος μπρος στον κίνδυνο να χαρακτηρισθεί σαβουρογαμόσαυρος δε γαμεί ούτε με ξένο πούτσο. Έκφραση τίγκα σουρεάλ λέμε.

- Πω πω πω πω! Τι απίστευτος μούνος είναι αυτή η Φρόσω ρε δικέ μου.
- Ποια Φρόσω; Όχι η Φρόσω η γνωστή που είναι σα μαούνα...
- Αυτή είναι γυναίκα! Τρία στρέμματα. - Ούτε με ξένο πούτσο αδερφέ. Δε μου λες, ήσουν πάντα τέτοιος σαβουρογάμης ή έχεις καιρό να γαμήσεις και έχεις σαλτάρει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στις Ένοπλες Δυνάμεις, σημαίνει 124 Πτέρυγα Βασικής Εκπαιδεύσεως. Μεταξύ των φαντάρων όμως γίνεται συχνά γνωστή και ως "124 Πούστηδες Βαράνε Εμένα", ανάλογα με το ποιος είναι δίκας εκείνο τον καιρό· συνήθως διοικείται από αποτυχημένους αξιωματικούς.

Όπως παραπάνω...

Got a better definition? Add it!

Published

Κατάληξη που παραπέμπει σε υποτιθέμενο φάρμακο που παίρνεις για να τα γράφεις όλα στ' αρχίδια σου.

- Ρε συ, κόψε το σταρχιδιαμόλ και κάτσε δούλεψε λιγάκι...

Σχετικό λήμμα: γραψαρχιδίνη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άντε παράτα μας, άει γαμήσου κτλ.

Τι λες ρε φίλε, σοβαρά... Φάε κάναν πεθαμένο να χορτάσεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνευρίσκομαι ερωτικά με κάποιον. Χρησιμοποιείται κυρίως από άντρες για ευνόητους λόγους.

- Τι έγινε τελικά ρε Γιώργο, το πιτσίλισες το μώρακι χτες;
- Άσε ρε μάγκα, έμπλεξα με παρθενοπιπίτσα...

Got a better definition? Add it!

Published

Οποιοδήποτε αντικείμενο θαυμασμού.

  1. Είδες τη νέα μηχανή του Κώστα; Μουνάρα!

  2. Ο νέος προγραμματιστής είναι πολύ καλός. Ο κώδικας που γράφει είναι μουνάρα.

Μουνάρα και στο μουσταρδί. (από Galadriel, 30/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σήμερα θα κάνουμε ένα μάθημα γερμανικών μεγάλης αξίας. Στα γερμανικά λοιπόν, το ρήμα καθαρίζω (δηλ. ξεβρωμίζω) είναι το εξής πολύ όμορφο: putzen, και προφέρεται /πούτσεν/.

Με βάση λοιπόν το ρήμα πούτσεν, έχουμε την πούτσφραου (putzfrau), την καθαρίστρια -μην πάει αλλού ο νους σας- και χίλια δυο άλλα παράγωγα.

Ωσεκτουτού, πολλοί αποκαλούν το στεγνοκαθαριστήριο πουτς ινστιτούτ (putzinstitut), αν και η λέξη δεν υπάρχει στα λεξικά.

Αν πάρουμε λοιπόν αυτό το ηχητικό γλωσσικό δάνειο, συνειδητοποιούμε πόσο ευρεία εφαρμογή μπορεί να έχει στα ελληνικά δεδομένα. Πουτς ινστιτούτ μπορεί να είναι, εν Ελλάδι, τα εξής:

  1. η εφορεία
  2. ένα κωλόμπαρο
  3. μια μπακουροπαρέα
  4. ένα γκέι μπαρ
  5. μια γυναικοπαρέα
  6. ένα μπουρδέλο
  7. μια εταιρεία παραγωγής πορνοταινιών
  8. ένα ινστιτούτο ανδρικής καλλονής
  9. το καραπουτσαριό
  10. το κωλοχανείο
    και πάει λέγοντας.
  1. - Πού ήσουνα χθες;
    - Είχα πάει μια βίζιτα σε ένα πουτς ινστιτούτ να ξεχαρμανιάσω λιγάκι.
    - Καλά ρε μαλάκα, ακόμα στην εποχή των μπουρδέλων ζεις;;;

  2. -Αμάν ρε Σάκη, γαμώ το φελέκι μου γαμώ, απόψε επιστρέφουν οι γονείς και συ κανονίζεις μπαφοκατάσταση; Πάλι εγώ θα μαζεύω τελευταία στιγμή σαν την τρελή το πουτς ινστιτούτ που θα αφήσετε εσείς οι τελειωμένοι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται όπως το τρίτο το μακρύτερο. Σημαίνει το ίδιο πράμα - κέρδος μηδέν, διάψευση προσδοκιών, ήττα, απογοήτευση. Βασικά, είναι το ίδιο πράμα, άμα το καλοσκεφτείς. Η διαφορά εδώ είναι ότι δεν μας τη φόρεσαν επί τόπου αλλά μας την τύλιξαν ωραία ωραία στο λαδόχαρτο να την πάρουμε πακέτο για το σπίτι νά 'χουμε να πορευόμαστε. Πίκρα διαρκείας, δηλαδή.

Το λαδόχαρτο, εικάζω, είναι σαν κι αυτό που τυλίγουν τα κοψίδια take away. Μην το πάμε κυριολεκτικά, να φέρουμε και την εικόνα στο μυαλό μας, διότι είναι μια αηδία.

Εκφέρεται συνήθως γρήγορα, με το μια πάντα μονοσύλλαβο και, σε μεγάλες πίκρες, απνευστί και με μπ- αντί για π- στην πούτσα: μιαμπουτσαστολαδόχαρτο.

Ως ηπιότερη εκδοχή απαντάται και το μια σκατούλα στο λαδόχαρτο. Κάτι πήραμε αλλά δε λέει.

  1. - Σου την εδωσε, ρε, την άδεια;
    - Μιαμπουτσαστολαδόχαρτο μου έδωσε ... άσε με στον πόνο μου ...

  2. - Καλά, πλάκα μας κάνουνε ... σαρανταδύο ευρώ μικτά βγαίνει η αύξηση; Δηλαδή, μια σκατούλα στο λαδόχαρτο πήραμε πάλι ...

[Σημειώνω ότι δεν είναι αυτό που φαίνεται, μην σας στοιχειώσω και τα όνειρα...] (από patsis, 24/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει γαμάω, τονε βάζω, τον ακουμπάω.

Μεταξύ νεοσυλλέκτων :
- Ρε Πέτρο, δεν αντέχω άλλο 2 μήνες κλεισούρα στο στρατόπεδο. Έχω να γαμήσω 2 μήνες και 1 ώρα.
Πέτρος: - Άντε, μεθαύριο βγαίνουμε με άδεια, τράβα να πετσώσεις σε κανά μπουρδέλο να γίνεις αρντάν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified