Το φιλί που δίνεις έχοντας στα χείλη σου μεγάλη δόση από πραλίνα-σοκολάτα μερέντα. Προσφέρει απόλυτη ευχαρίστηση και ηδονή και υπάρχει ο κίνδυνος ζάχαρου σε μεγάλες ποσότητες.

Μπορείτε άπλα να το δοκιμάσετε.

Η κάποτε αθώα διαφήμιση της Hershey που άρχισε τους βρώμικους συνειρμούς. (από Khan, 05/12/12)Μέρεντα με Kavli (από Vrastaman, 05/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για άτομο που κάνει πολυτελή έξοδα, ενώ δεν έχει την οικονομική άνεση να τα καλύψει μέχρι τέλους.

  1. - Τον είδες τον Αντώνη; Το έκλεισε το μπαράκι, του μείνανε οι δόσεις να πλερώνει και είχε δώσει και μπροστάντζα ένα σκασμό. Τώρα σκάει με καινούρια BMW εξάρα. Τί του λες;
    - Α καλά. Εδώ ψωμάκι δεν έχει η κοιλίτσα μας, μουνάκι θέλει η ψωλίτσα μας!

  2. - Πωω φίλη μου, δύσκολο πράμα να είσαι φοιτητόνι. Οι γονείς μου δεν μπορούν να μου στέλνουν παραπάνω λεφτά. Μάλλον θα κόψω τη θέρμανσή μου. Αρρωστάινω. Ευτυχώς θα πάω την άνοιξη Εράσμους Μπαρτσελόνα.
    - Ρε φίλη, εδώ ψωμάκι δεν έχει η κοιλίτσα σου και μουνάκι θέλει η ψωλίτσα σου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται συνήθως όταν παρακολουθούμε ή μας αφηγούνται μια χαζοχαρούμενη «δακρύβρεχτη» ιστορία η οποία μας αφήνει παντελώς αδιάφορους. Δηλώνουμε λοιπόν μ' αυτόν τον τρόπο ότι μη μου τα ζαλίζεις, χέστηκα, δεν μ' ενδιαφέρει η παπαριά που μου λες και σε γράφω στ' αρχίδια μου.

(Η γκόμενα παρακολουθεί μια σειρά στην τηλεόραση)
- Αχ τι συγκινητικό! Θα παντρευτούνε!
(Ο άλλος κοντεύει να κοιμηθεί από την βαρεμάρα)
- Τελέρε! Δάκρυσαν τ' αρχίδια μου από την συγκίνηση! (δε μας χέζεις ρε Νταλάρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το μουνοράπισμα, με την κυριολεκτική (σεξουαλική) ή μεταφορική (μουνοθυελλώδη) έννοια. Στη πρώτη περίπτωση, παίζει και το «μουνιά».

  2. Υβριστικό μπιλενίκωμα, αντίστοιχο του «ρε αρχίδι!».

  3. Λατέρνατιβ τοπωνύμιο του προσφιλούς Μενιδίου.

  1. - Μουνιες (ή μουνιδια για τους φιλους) ... Τι να σημαίνει δηλαδή; Οι γροθιές (οχι οι γρόθοι). Ενικός η μουνιά ή μουνίδι. ...

- και μια γριά πετάχτηκε από το παράθυρο σαν ιπτάμενη βδέλλα και με πατάει ένα μουνίδι στη μύτη και όχι δεν έκανα λάθος δεν μου έκατσε μπουνίδι αλλά ΜΟΥΝΙΔΙ γιατί έκατσε πάνω στη μάπα μου σα χταπόδι και άρχισε να τις πομολιές με το γέρικο της τέτοιο και βρωμούσε πατατίλα και γεροντίλα και λιβάνι και έκανα εμετό και ο σκύλος της δάγκασε το κανί...

  1. - εσυ ρε μουνιδι τι μαλακιες μ λεγες στο πμ;

- Η κάρτα του πολίτη, και η νέα τάξη των πραγμάτων – μιλανε για την κωλο καρτα που θελει να βγαλει το μουνιδι ο ροκερφελερ και οι μεγαλυτεροι τραπεζιτες του κοσμου...

  1. - Αυτο το μισοκοιμισμενο σεξυ νωχελικο ύφος του πρωταγωνιστή απο το Μουνίδι (Μενίδι) δεν παιζοτανε.

- κονιορδε γυφτε απο το μουνιδι,κοιτα να ξεχρεωσει η κρατικοδιαιτη ομαδουλα σου και ασε την μπαλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κατάσταση που περιγράφει τον παρακάτω συνδυασμό (με την σωστή σειρά ΣΥΝΗΘΩΣ, εκτός εάν μιλάμε για περίπτωση μαζοχισμού):
1) καθόλου ρομαντικό σεξ
2) σουτάρισμα
3) απόριψη εώς νεοτέρας

- Τί έκανες με την άλλη τελικά ρε φίλε;
- Την κάρφωσα φριχτά εχτές, κανονική σούβλα χωρίς υπότιτλους, σ'αγαπώ και λοιπά
- Μουνάικ! Καλό;
- Καλό, αλλά το πρωί ξενέρωσα και την πέταξα απ' το κρεβάτι
- Και τώρα;
- Της είπα θα την πάρω εγώ, αλλά θα περιμένει πολύ.
- Δηλαδή πούτσα, ξύλο και στο ήλιο.

Δοκίμιο του Αντονέν Αρτώ (από zakk, 14/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξύλο, πούτσα και στενά παπούτσα. Η κατάσταση κατά την οποία ο εισπράττων την τιμωρία, πόνο σωματικό ή και ηθικό, δέχεται ταυτόχρονα εξευτελισμό, αλλά και ταλαιπωρία.

ποδοσφαιρική ομάδα η οποία
1) έχασε 0-5 (εντός έδρας για όσους/όσες δεν ασχολούνται) = ξύλο, τιμωρία, πόνος ηθικός
2) οι οπαδοί της τα έκαναν γυαλιά καρφιά και η ομάδα έφαγε χοντρό πρόστιμο, μείον 10 βαθμούς και αναγκάστηκε σε δημόσια έγγραφη συγγνώμη προς την αντίπαλο ομάδα (= τιμωρία + εξευτελισμός)
3) πρέπει να ταξιδεύει 300 χιλιόμετρα για να παίζει τα παιγνίδια που ήταν προγραμματισμένα στην έδρα της για το υπόλοιπο πρωτάθλημα και ήταν μόλις η πρώτη αγωνιστική του πρώτου γύρου (= ταλαιπωρία)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το βρέχω (το μουνάκι ή το κωλαράκι) σημαίνει το χύνω.

  1. - Ρε συ, τι πούστρα είναι ο Λάκης στη ρεσεψιόν;
    - Πολύ σούπερ, τον έχω βρέξει, όλα τα λεφτά.

  2. Βγαίνω με μια καινούργια γκόμενα και την έχω δαγκώσει!
    - Σιγά ρε, την έχεις βρέξει φαντάζομαι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πινελάκι στους πούστηδες σημαίνει ανεβοκατέβασμα της ψωλής στο εξωτερικό μέρος της κωλότρυπας του άλλου για πολλή ώρα.

Και πριν μου τον χώσει με πέθανε στο πινελάκι με την καβλάρα του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Aναφέρεται σε άτομα νεαρότερης ηλικίας που θεωρούν ότι μεγάλωσαν και προσπαθούν να υπονομεύσουν ή να εκμεταλλευτούν άτομα μεγαλύτερης ηλικίας.

Είμαι 30 χρόνια μάστορας και θέλει να μου φάει και το μεροκάματο το μαλακισμένο. Τα παιδιά που γαμούσαμε μας ζητάνε κώλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γίνομαι υπερμέγιστος γλείφτης, για προσωπικό μου συμφέρον βλ. Αυτιάς, Γιώργος, γλίτσας λέρας.

- Καλά ρε μαλάκα, αυτός ο γλίτσας κάθε βράδυ στο Galea τη βγάζει;;
- Ρουφάει κώλους ρε.. μπας και του δώσουνε κάνα πόστο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified