Προσδιορισμός άσχημης γκόμενας, σύνθετο από τις λέξεις πούτσα και μούρη, συνώνυμο του πατσαβούρα, προερχόμενο από το γνωστό ψάρι κουτσομούρα.
Προσδιορισμός άσχημης γκόμενας, σύνθετο από τις λέξεις πούτσα και μούρη, συνώνυμο του πατσαβούρα, προερχόμενο από το γνωστό ψάρι κουτσομούρα.
Δες ακόμη: αστερίας, γκόμενα-γαρίδα, γκόμενα-μέδουσα.
Got a better definition? Add it!
Γυναικείο στήθος. Χρησιμοποιείται συχνά για μεγάλα γυναικεία στήθη.
-Ρε 'συ, κοίτα κάτι μπουρμπούλια που έχει αυτή!
-Ναι ρε 'συ, είναι τεράστια!!!!
Βλ. και σχετικό λήμμα βυζόμπαλο
Got a better definition? Add it!
Το πέος (μεγεθυμένο ή μη) του μαύρου.
(Από τσόντα του παλιού καλού ελληνικού κινηματογράφου)
-Έλα μανάρα μου να σου δείξω εγώ τι θα πει φιστίκι αράπικο!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πρόκειται για το αιδοίον του ανδρός (clopy paste του ορισμού της πόσθης από το Λεξικό Σουΐδα).
Πόθεν πούτσες;
Ο δρόμος της πούτσου είναι μακρύς, αινιγματικός και συχνά στρωμένος με αγγούρια.
Το Λεξικό Μπαμπινιώτη θεωρεί την ετυμολογία αβέβαιη και αναφέρει δύο εκδοχές: εκ του αρχαίου πόσθη (το δέρμα που περιβάλει το πέος) ή εκ του σλαβικού butsa (εξόγκωμα, προεξοχή).
Το Λεξικό Τριανταφυλλίδη αντιθέτως εικάζει ότι ετυμολογείται εκ του Τουρκικού puç (σχισμή ανάμεσα στους γλουτούς) ή εκ του Ιταλικού puzza (βρόμα).
Δέον να σημειωθεί ότι στην εβραιογερμανική διάλεκτο Yiddish, ο πούτσος αποκαλείται putz (βλ. και putzinstitut) το οποίο πιθανώς να ετυμολογείται εκ του γερμανικού ρήματος butzen(στολίζω).
Πόσθη, butsa, puç, puzzo ή putz λοιπόν;
Σύμφωνα με την επιστημονική αρχή της οικονομίας, γνωστής και ως Λεπίδα του Όκαμ, όταν δύο ή περισσότερες θεωρίες παρέχουν εξίσου ακριβείς προβλέψεις, πάντα επιλέγουμε την απλούστερη. Ωσεκτουτού, θεωρούμε ότι ο πούτσος ετυμολογείται εκ του πόσθη (πας πόσθων δε πουτσαράς) ενώ ο μπούτσος ετυμολογείται εκ του butsa. Εάν πάλι διαφωνείτε, ζμπούτσαμ!
Εν πάση περιπτώσει, είναι ηλίου φαεινότερο ότι έχει πέσει τρελλός διαπολιτισμικός / διασυνοριακός πούτσος ανά τους αιώνες για να υφίστανται τόσες ομοιότητες.
Βλ. το πέος για μια ενδελεχή και εμπεριστατωμένη καταγραφή του πούτσου.
Got a better definition? Add it!
Ένα από τα γνωστά είδη κώλου. Είναι ο κώλος που έχει επηρεαστεί περισσότερο από τη βαρύτητα, αλλά διατηρεί αναλλοίωτες τις καμπύλες του και το φεγγαροειδές σχήμα του σε κάθε κωλομέρι.
Παρατηρείται σε βοσκοτόπια, σε χειμαδιά και σε περιοχές που προωθούν την κτηνοτροφία. Το φαινόμενο του κώλου-βουκώλου έχει παρατηρηθεί και στην Ολλανδία.
Σε πολλούς γνωστός και ως δακρυόσχημος.
(οι καλτσοδέτες είναι απαραίτητο αξεσουάρ!)
-Ωπ! Κοίτα τη βλάχα ρε συ! Πωπω! Τι κώλος είναι αυτός...! Βουκώλος!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η πιστωτική κάρτα που χρησιμοποιείται σε ειδικές περιπτώσεις έλλειψης μετρητών στη διάρκεια εξόδου-επίσκεψης σε στριπτητζάδικο ή και οίκο ανοχής.
Σύνηθες φαινόμενα είναι η υπέρβαση του πιστωτικού ορίου κατά την αποχώρηση και η παντόφλα από το έτερο ήμισυ άμα τη εμφανίσει του επόμενου λογαριασμού. Φυλάσσεται συχνά σε σκιερά και δροσερά μέρη.
-Ρε συ Μικέ, πώς θα πάμε Baby Gold ρε, δεν έχω μία!!!
-Μην ανησυχείς, έχω φυλάξει μία βύζα card ειδικά για σήμερα, ετοιμάσου!!!!
-Μααα.... δεν στις είχε πετάξει όλες η Ποπάρα;;
-Την είχα κρύψει κάτω από το στρώμα....χε χε....
Got a better definition? Add it!
Η μπούτζα που προσφέρει μάσκα ομορφιάς.
Ιδέα Ιωνά.
Γκάτσμαν: Απ' όταν της έκανα μάσκα ομορφιάς, της άρεσε η μάπα της, βρήκε την αυτοπεποίθηση της, με έφτυσε και τα 'φτιαξε με ένα τζόβενο κι εγώ έμεινα με τον πλαστικό χειρούργο στο χέρι.
Got a better definition? Add it!
Ουσιαστικά προερχέται από την χρήση (βαμβακερών κυρίως) πανιών, τα οποία χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες όταν είχαν περίοδο, πριν την ανακάλυψη των σύγχρονονων σερβιετών.
Τα πανιά αυτά τα τοποθετούσαν σε καζάνι με νερό που έβραζε (μετά την χρήση) και στη συνέχεια τα επαναχρησιμοποιούσαν... (μετά από 4 περίπου εβδομάδες ως γνωστόν). Αυτά ήταν τα μουνόπανα!!!
- Καλά μιλάμε οτι το πάρκινγκ είναι γεμάτο με μουνόπανα... Πάμε να βρούμε ένα πιό καθαρό μέρος...
Got a better definition? Add it!
Υποτιμητικός χαρακτηρισμός. Χρησιμοποιούμενο ως δείκτης ποιότητας φανερώνει ανεπάρκεια και μπορεί να αναφέρεται τόσο σε αντικείμενα (αυτοκίνητα, μηχανές, ηχοσυστήματα κ.λπ.), όσο και σε ανθρώπους.
Είναι μια έκφραση που έρχεται να πλουτίσει το λεξιλόγιό μας και να δώσει ένα άλλο χρώμα στις καθημερινές συνομιλίες μας, όταν πλέον έχουμε βαρεθεί να χρησιμοποιούμε τον χαρακτηρισμό «του κώλου». Σίγουρα η εναλλαγή αυτή θα αιφνιδιάσει ευχάριστα τον συνομιλητή μας.
Αξιοσημείωτο επίσης είναι το γεγονός ότι ούτε ο κώλος, ούτε η πούτσα πρόκειται να παρεξηγηθούν από τυχόν αλλεπάλληλες μεταβιβάσεις ιδιοκτησίας (όταν λέμε ότι κάτι είναι πότε του κώλου, πότε της πούτσας), όντας αμφότερα απαλλαγμένα από ρωμαϊκού τύπου συμπλέγματα (τα του καίσαρος τω καίσαρι, κ.λπ.)
- Πάλι έμεινε το παπάκι σου στην ανηφόρα ρε;
- Πάλι, γαμώ την καταδίκη μου. Τελείως της πούτσας είναι…
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο πούτσος (ένα από τα πολλά ονόματά του).
- Πως είναι ο Κώστας στο κρεβάτι;
- Πολύ κρύος είναι ρε παιδί μου, αλλά έχει όμως ένα ματζαφλάρι... τόοοοσο με το συμπάθιο!
Got a better definition? Add it!