αλογομούνω / αλογομούνα

Η ψηλή και ογκώδης γυναίκα, εντυπωσιακή όπως μία φοράδα, αλλά εξαιρετικά μεγαλόσωμη.

Για δες τι έρχεται, τι αλογομούνω είναι αυτή, πρέπει να είναι Ολλανδέζα.

Δες και -μούνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η υπερβολικά άσχημη με μια δόση δυσωδίας.

Και να με πλήρωναν δεν θα πήγαινα μ' αυτή τη βρωμομούνα!

Βλ. και βρωμόμουνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα που διαθέτει ευμεγέθη και παράλληλα στρογγυλό κώλο. Να μην συγχέεται με την κάθε τυχάρπαστη χοντροκώλα, καθώς στην περίπτωση της καρπουζοκώλας, οι γλουτοί είναι σφιχτοί και σφαιρικοί, αυτό που λέμε τριζάτοι. Είναι αισθητικό το θέμα.

Δεν αρνούμαστε και στους εκπροσώπους του αρσενικού φύλου, το προνόμιο να χαρακτηρίζονται καρπουζοκώληδες.

1. Στον 1ο κυκλο εχει φαρδια περιφερεια και ειναι λιγο καρπουζοκώλα,την οποια οι ενδυματολογοι την κρυβουν ωραια με μπλουζες φορεματα ...

2. Τρελή καρπουζοκώλα ... 5 αστέρων! Γιατι έτσι μας αρέσουν ...

(από Khan, 28/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το κλαπαρχίδης, είναι η -μούνα με διογκωμένα εξωτερικά χείλη αιδοίου. Θεωρείται σεξιστικώς ότι οφείλεται στην πολλή χρήση και ότι η κλαπομούνα είναι παρτόλα. Δεν έχει εξακριβωθεί σαφώς η σχέση με τα παλαμάκια. Αλλά στην εποχή του Pousti κανένα πρόβλημα δεν είναι άλυτο!...

Μένιος: - Της αρέσει τόσο πολύ το σεξ μαζί μου, που να φανταστείς μετά χτυπάει παλαμάκια!
Γιώργος: - Απλά η Λάουρα είναι κλαπομούνα! Αχ βρε Γιώργο, το Φραπέ slangossip τό 'χει βούκινο, κι εσύ κρυφό καμάρι!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποια έχει ωραίο κώλο, πεταχτό, που τραβάει τα βλέμματα.

- Ρε φίλε κόψε ένα κωλαντεράλ που έχει η γκόμενα...
- Ναι, απίστευτος κώλος!

Ετυμολογείται απο το κωλάντερο (δες και δίνω το κωλάντερο στο χέρι), με τη μετριαστική γαλλόφερνη κατάληξη -άλ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κώλος γκόμενας που αποτελεί ποίημα πάντα κατά τις προσωπικές προτιμήσεις του καθενός. Άλλοι τον προτιμούνε τουρλωτό, άλλοι σφιχτό, οπότε εξυπακούεται το θέμα. Κυρίως όμως η έκφραση αναφέρεται στους ελαφρώς τουρλωτούς και ταυτόχρονα σφιχτούς κώλους, χωρίς κυτταρίτιδες, ραγάδες και τα συναφή.

Θυμάσαι ρε τη Μόνικα Μπελούτσ; Είχε μια κωλάρα στα νιάτα της... κι ακόμα κρατάει σκέψου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα ξεκαρφώματος στη θέα εκπληκτικού κώλου προερχόμενη από τη δυτική Πελοπόνησο (Πατρα, Πύργος και τα ρέστα τσίχλες). Οι συνειρμοί που προκαλεί η βολβάρα κολλημένη στον γάτζο με λόγκο σκοτώνει οποιαδήποτε πρόστυχη σκέψη γεννά το άκουσμα της πρώτης λέξης, τουλάστιχον στους μη υποψιασμένους.

- Πάρε μάτι. Τρεις η ώρα ΤΩΡΑ!!!
- Πσσσσσσσσσ... κωλάρα η λόγκο φίλε!! Όλα τα κολλάει!!!

(από jesus, 07/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι επιφώνημα θαυμασμού για μια γυναίκα με τρομερές καμπύλες, και επειδή δεν μπορούμε να φωνάξουμε «ρε τι κωλάρα είσαι εσύ;;», λέμε «α ρε κωλάρα Κροφτ!»

Συμπεριλαμβάνεται βέβαια και η γνωστή ηθοποιός Angelina Jolie από την οποία πάρθηκε η λέξη αυτή.

- Ρε μαλάκες κοιτάξτε μια γκομενάρα!
- Πω ρε είναι και πολύ κωλάρα Κροφτ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται ως τέτοιο, γκομενάκι νεαρής ηλικίας με καλοσχηματισμένα οπίσθια, μικρού μεγέθους και μανιτζέβελα. Ο όρος δίδεται ως υποκοριστικό που εκφράζει με χαριτωμένο τρόπο το νεανικό γυναικείο κορμί.

Φίλε μου, η κοπελιά έχει ένα κωλαρίδι, άλλο πράμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μελαχρινή.

Δεν είναι γνήσια ξανθή. Είναι μαυρομούνα βαμμένη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified