Selected tags

Further tags

Πέος που έχει κλίση προς τα κάτω όταν είναι σε στύση.

- Τί κλαίς ρε μαλάκα κοτζάμ άντρας;
- Άσε ρε συ... Να την ψήνω ένα μήνα την πουτάνα, κι'όταν την καταφέρνω να μου την βγαίνει στην έτσι...
- Στην πώς δηλαδή;
- Την έχω από κάτω και πετάω το παντελόνι.
- Ωραία.
- Και τι μου λέει;
- Τι;
- Ρε παλικάρι, μου λέει, τι χαμηλοβλεπούτσα είναι τούτη;... Και να πώ οτι την έχεις μεγάλη και δέν κρατιέτ' απάνω...

Λογοπαίγνιο με το χαμηλοβλεπούσα. Δες και στραβοψώλης.

Τρανταχτό παράδειγμα:
Πήρα καινούρια παπούτσια, πανάκριβα.
Πήγα να τα δείξω στη γυναίκα μου όλο χαρά...
- Γυναίκα, βλέπεις τίποτα καινούριο πάνω μου;
- Όχι. Κι άσε με γιατί έχω δουλειές.
Νευρίασα. Πήγα στο μπάνιο, γδύθηκα τελείως κι άφησα μόνο τα παπούτσια.
- Τώρα βλέπεις;;;
- Βλέπω μια χαμηλοβλεπούτσα.
Νευρίασα περισσότερο!
- Είναι γιατί σου δείχνει τα καινούρια μου παπούτσια!!!
Και μου απάντησε:
- Ε τότε ας έπαιρνες καινούριο καπέλο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πέος. Έκφραση που χρησιμοποιείται για να δοθεί έμφαση στο στοιχείο του ανδρισμού εν μέσω απαξιωτικού διαλόγου.

Δεν πα να βρήκε άλλους δέκα... στο κλαρί μου. Δε δίνω μία για την πατσαβούρα.

Βλ. και κλάρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμη έκφραση του αρχιδόκαμπος και πουτσοχώραφο, αλλά δίνει περισσότερο έκφραση στα πρόσωπα παρά στο μέρος.

Έχει πέσει πολύ πουτσοσπορά σε τούτη την καφετέρια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εύπιστη κοπέλα.

  1. – Καλά, η Κατερίνα το πίστεψε όταν της είπα ότι είμαι ερωτευμένος μαζί της και τώρα μου έχει γίνει τσιμπούρι!
    – Εγώ σου το 'χα πει ότι είναι αγαθομούνα...

  2. Η καημένη μωρέ, είναι τόσο αγαθομούνα που πίστεψε ότι ο Χρήστος την έχει ερωτευθεί…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τις λέξεις μουνί + κακά. Ο εξαιρετικά δόλιος και κουτοπόνηρος, αυτός που σου κάνει τέτοια ζημιά ώστε δεν μπορείς να βρεις το δίκιο σου.

-Τον μουνίκακα, τον παλιομαλάκα, που να του ψοφήσει όλο το σόι γι΄αυτό που μού ’κανε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τσουλί, η τιποτένια γυναίκα.

-Τι έμαθα ρε συ, χώρισες;
- Άει μωρέ με το τσόλι που πήγα και έμπλεξα, τι θες να έκανα…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαριά έκφραση για την πολυγαμική γυναίκα, αυτή που τα γαμεί όλα. Λέγεται έτσι επίσης η κακόψυχη.

  1. Πολύ γαμιόλα η δικιά σου, τους έχει πάρει όλους στην παρέα..

  2. Είσαι πολύ γαμιόλα, το ξέρεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται από άτομο το οποίο ξαναέκανε επιτέλους έρωτα μετά από αρκετό καιρό. Υπονοεί έκλυση πολυκαιρισμένου-συμπυκνωμένου σπέρματος.

-Τι έγινε ρε Κώστα με το γκομενάκι χτες; Τη γάμησες;
-Άσε φίλε, την πήδηξα και φύγαν τα χοντράδια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που κόβει κώλους (μτφ).

Ο καινούργιος δάσκαλος είναι πολύ κοψοκώλης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω σεξ.

- Ο Πέτρος πού είναι; Άργησε.
- Ε δεν τον ξέρεις; Θα σπρώχνει καμιά γκόμενα πάλι.

Nymphomaniac (από Khan, 03/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published