Selected tags

Further tags

Προέρχεται από την κλασική πράξη που όλα τα... βαριά αρσενικά ξέρουν και μοιράζουν σε όλα τα αρσενικά (πούτσα έφαγες κλπ) και ενίοτε σε πρόστυχα θηλυκά.

Απλά περιγράφεται η κατάσταση του πέους όταν δεν βρίσκεται πλέον σε στύση και μοιάζει με... καρότο!

- Πω πωωω.... τι γκομενάκι τρελό είναι αυτό ρε;!
- Κλείδωμα σε ένα δωμάτιο και μετά πούτσα και καρότο!

(από joe909, 25/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του «κωλοβαράω», αλλά επί το εμφατικότερον.

Περνάω την ώρα μου χαζολογώντας, επιδίδομαι στο ευγενές άθλημα του αυνανισμού, μεταφορικώς βεβαίως και ουχί κυριολεκτικώς.

Συνώνυμα: κωλοβαράω, πουτσοβαράω

Αντί να ψωλοκοπανάτε όλη μέρα εδώ μέσα, δε σηκώνεστε να κάνετε καμιά δουλειά λέω γω; Μου 'χει φύγει ο τάκος απ' το πρωί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση χρησιμοποιούμενη κυρίως στην Πελοπόνησσο, ισοδύναμη με το «θα μου κλάσεις τ' αρχίδια» ή «θα μου κλάσεις μια μάντρα αρχίδια».

- Άμα έρθω εκεί ξέρεις τι έχεις να πάθεις;
- Ξέρω, θα μου κλάσεις τον γκιώνη!

Γκίωνης aka Otus scops (από Vrastaman, 30/11/11)(από GATZMAN, 02/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειδικό μείγμα σπέρματος και αγγελόσκονης, αστερόσκονης ή, έστω, στρας που χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο από κουνιστές ως κρέμα ημέρας για να προσδώσει γκλάμουρ και φωτεινότητα στο πρόσωπό τους. Μερικές πολύ πρόστυχες το βάζουνε και στο ψωμί, αντί για βιτάμ.

- Ντικ μωρή τσαπερδονοκωλοσφυρίχτρο το γαργαρότεκνο τσαρδόφατσα πώς λάμπει η μούρη του!
- Αμ, τι θες χρυσή μου, κι εγώ άμα πλακωνόμουνα τις πουσταλευριές με το μυστρί έτσι θα 'μουνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι όρχεις (τα αρχίδια) του άντρα. Η παρομοίωση των όρχεων με τα καμπανάκια, πέρα από το προφανές (ομοιότητα σχήματος), προήλθε κατά βάση από το ομώνυμο ανέκδοτο που κυκλοφόρησε στα late 80's με early 90's.

Μια νοικοκυρά, ενώ λείπει ο άντρας της στο εξωτερικό, τον κερατώνει. Μια μέρα καθώς ήταν με τον ερωμένο της, μπαίνει ο άντρας της μέσα στο σπίτι. Η γυναίκα αναστατωμένη, κρύβει το γκόμενο άρον άρον στη ντουλάπα. Δυστυχώς όμως, τα αρχίδια του προεξείχαν. Μπουκάρει ο άντρας της, την βλέπει γυμνή και της λέει: - Τι έκανες μωρή πουτάνα; - Τίποτα, εσένα σκεφτόμουν, απαντάει αυτή. Βλέπει τα αρχίδια όμως ο άντρας στη ντουλάπα και λέει: - Τι είναι αυτά μωρή; - Τίποτα, κάτι καμπανάκια, λέει αυτή. Πάει αυτός, τα κουνάει, δεν ακούγεται τίποτα. Τα χτυπά αλλά πάλι δεν ακούγεται τίποτα, οπότε λέει: - Ρε γυναίκα, δεν δουλεύουν αυτά. Τα χτυπά, τα ξαναχτυπά, ώσπου τελικά, ακούγεται μια αγανακτισμένη φωνή μέσα από τη ντουλάπα: - Νταν ρε μαλάκα, νταν!

Σήμερα στην καθομιλουμένη, τα καμπανάκια χρησιμοποιούνται σε σύνθετες προτάσεις σεξουαλικού περιεχομένου, κυρίως για να εκφράζουν την αμέριστη γκαύλα κάποιου με το που θα δει ή θα σχολιάσει μια μουνάρα.

- Ωχ, κοίτα στην είσοδο. Ήρθε η Έλενα.
- Πωωω ρε μαλάκα, τι φόρεσε πάλι το θεόμουνο; Τις έβαζα και τα καμπανάκια μέσα!

(από HardcoreGR, 06/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αυνανισμός ή αλλιώς η μαλακία.

Είμαι πολύ κουρασμένος. Πάω σπίτι για ξεπετσιά και ύπνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιαίτερα περιφρονητικό μπινελίκι για ξέκωλα και ξεκωλιάρηδες, πουτανίτσες, μαλακισμένα, κωλοτρυπίδια, και άλλες δημοκρατικές δυνάμεις. Σπανιότερα χρησιμοποιείται και με την έννοια του κωλόφαρδου (βλ. τρίτο παράδειγμα).

Βλ. και την ειδική συνομοταξία του παρθενοξεκωλιδίου.

- Συνώνυμα: ξεκωλάκι, ξεκωλίδι, γαμήδι, καράπουταναριό, ευκολάκι, μπουζουκογκόμενα, κτλ.
(HODJAS, στο λήμμα ξεμπούρδελο)

- Δεν κανει λεει για τραγουδιστρια....Ενω για ηθοποιια κανεις ε;; Ποσο παει η βιζιτα; Εισαι ακριβη εχω μαθει.....ξεκωλιδι ...
(εδώ)

- Τι ξεκωλίδι είναι ο γαύρος στις κληρώσεις...
(εκεί)

Τον πλάκωσε στα ξεκωλίδια... (από allivegp, 14/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που χύνει σε 2 δευτερόλεπτα. Και αν όχι σε δύο, το πολύ σε μισό λεπτό.

Ο Νίκος είναι δευτερολεπτοχύσης. Χύνει σε χρόνο dt!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. όρος της ξυλουργικής: τραβέρσα, δοκός, «η πελεκητή ξυλεία στέγης, κορμοί ξύλου ελαφρά πριονισμένοι ώστε να διατηρούν την κωνικότητά τους, αποτελούν την ιδανική λύση για εμφανείς κατασκευές ιδιαίτερα σε παραδοσιακά κτίσματα.»
    (από εδώ)

  2. Το τραβέλι, το (η) τραβεστί.

  1. [Στο σαλόνι], κόκκινοι καναπέδες και συνδυασμός υψηλής τεχνολογίας ηλεκτρονικών με το νεολιθικό τζάκι και τις κλασικές νησιώτικες τράβες της οροφής.

  2. Αὐτὰ τὰ «τσόλια» καὶ οἱ «τράβες» εἶναι ὅ,τι κι ἐσύ, μὲ μιὰ πολὺ θεμελιώδη διαφορά: Ἔχουν τὸ θάρρος τῆς γνώμης καὶ τῆς ἐπιλογῆς τοῦ νὰ ζοῦν ἐλεύθερα καὶ ὑπερήφανα, καὶ ὄχι νὰ γκρινιάζουν μὲ ψευδοεπιχειρήματα ὅτι θὰ τρομάξουν τὴν μαμὰ καὶ τὸν μπαμπά.

Got a better definition? Add it!

Published

Είναι το αντίθετο της καύλας. Η απομακρύνουσα την ερωτική διάθεση.

- Να μην μιλήσω για αυτή την ξεκαυλωτήρα τη Μερκελ!
(Κυρ Βασίλης (κυρ bill) από Πάτρα στην «Ελληνοφρένεια»)

Από το 1.10 τα κορυφαία. (από Khan, 13/12/11)Η αντίθετη άποψη. (από Khan, 13/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified