Η γυναίκα που καταπίνει σπέρμα, συνώνυμο του σπερματομαζώχτρα.
- Τι είναι αυτή η Πόπη ρε; Μου σκούπισε τον πούτσο εντελώς. Σκέτος χυσονεροχύτης είναι!
Η γυναίκα που καταπίνει σπέρμα, συνώνυμο του σπερματομαζώχτρα.
- Τι είναι αυτή η Πόπη ρε; Μου σκούπισε τον πούτσο εντελώς. Σκέτος χυσονεροχύτης είναι!
Got a better definition? Add it!
Λέξεις για το σπέρμα: αγιασμός, γιαούρτια, κατάθεση, λάβα, ματσαφλόκια, μυτζήθρα, παπαροζούμι, παχιά, πέο τζους, πηχτή, σκάγια, σως, το άσπρο που κολλάει, του πουλιού το γάλα, τσουτσού σορόπ, τσουτσουνόζουμο, τυρί, φλόκια, χοντράδια, χυσαμόλι, ψωλόχυμα.
Got a better definition? Add it!
Ο τακτικός πελάτης των μπουρδέλων. Κατά τη μεταφορική σημασία είναι ο πονηρός/πρόστυχος. Πολλές φορές χρησιμοποιείται μέσα στα πλαίσια της φιλικής συζήτησης με εύθυμη και όχι προσβλητική διάθεση.
Βλέπε και το έχω ξεμπουρδελιάνει.
- Αυτός ο Χρίστος από τότε που ξέμεινε από γκόμενα όλο στις πουτάνες πηγαίνει...
- Μπουρδελιάρης έχει καταντήσει ο καημένος... Δεν του κάνουμε κονέ με καμιά φίλη σου;
- Τώρα σώθηκες...
- Άκου τον γέρο πώς μιλάει στις γκόμενες!
- Μπουρδελιάρης ο γεροκαυλέας...
- Πω ρε φίλε, έχω τρελαθεί με το γκομενάκι στο απέναντι τραπέζι... Τι μπουτάκια είναι αυτά; Για φάγωμα...
- Μπουρδελιάρη...!
Δες και κερχανατζής.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η μαλακία, εννοείται. Στο άκρον άωτον.
Φανταστείτε μια παρέα αγόρια να την παίζουν όλοι ξαπλωμένοι ανάσκελα -ή, πιο απλά, τους καλεσμένους μιας στάνταρ τηλεοπτικής εκπομπής να ανοιγοκλείνουν το στόμα τους- και η μαλακία να αναβλύζει ως πίδακας σε ποσότητα τέτοια και με ορμή τέτοια που να φτάνει ως το ταβάνι και να το βάφει άσπρο. Κι αν νομίζετε ότι αυτά είναι υπερβολικά πράγματα και δε γίνονται, μπορείτε, σας παρακαλώ, να εξηγήσετε πώς και τα ταβάνια έχουν συνήθως χρώμα άσπρο;
Συγγενείς εκφράσεις: ασπρίζω τοίχους, αλ σικιμέ βουρ ντουβαρά.
- Δεν έχει το θεό του ο Μάκης... Μαζεύει τους δέκα πιο απιστεύταμπολ μαϊντανούς και η μαλακία που ακούς βάφει ταβάνι... Κι αν δε με πιστεύεις, πάμε να δούμε το βίντεο...
Βλ. και βάφω τοίχους
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει το απύθμενο βάθος αιδοίου γυναικείου ή κώλου unisex, και λέγεται πάντοτε με μπάσα βραχνή φωνή, μιμούμενη αυτή των πρωταγωνιστών στις καλτ ελληνικές τσόντες. Πολλές φορές χρησιμοποιείται στην τύχη, κατά την θέαση π.χ. καλλίγραμμων γυναικείων οπισθίων. Έχει και παραπλανητικό τύπο άπαράτατα!
- Τι έγινε με την Κική βρε μαλάκα, τη γάμησες;
- Τη γάμησα...
- Πώς ήταν;
- Άπατα...
- Πώω ρε, τι άλογο είναι αυτό;
- Άααπαράτατα!...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μαλάκας, σπασαρχίδης, πουτσοκαλλιγέρης.
Πέος με εξόγκωμα.
- Μού 'χει σπάσει τ' αρχίδια, το πουτσοκαρούμπαλο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Παλαιότερης κοπής έκφραση διασαφηνιστικού χαρακτήρα. Βάζει τα πράγματα στη θέση τους όταν ο συνομιλητής μας τείνει να συγχέει ετερόκλητες έννοιες π.χ. τις βούρτσες με τις πούτσες.
Δεν γνωρίζουμε ποια ακριβώς ήταν η Μάρω - αν και πληροφορίες μη διασταυρωμένες αναφέρουν ότι επρόκειτο για εξαδέλφη της Χάιδως.
Περισσότερα είναι γνωστά για τους Τουπαμάρος. Ήταν ένα αριστερό κίνημα στην Ουρουγουάη στις αρχές της δεκαετίας του '70 - έμειναν γνωστοί ως αντάρτες των πόλεων με ειδικότητα στις πολιτικές απαγωγές. Τουπάκ Αμάρου, εξ ου και Τουπαμάρος, ήταν το όνομα δυο βασιλέων των Ίνκας που είχαν δώσει σκληρές μάχες κατά των Ισπανών κατακτητών - βλ. και Οι 7 κρυστάλλινες μπάλλεςκαι Ο Ναός του Ήλιου από τις Περιπέτειες του Τεν Τεν, εκδόσεις Μαμούθ Comix, για μια εις βάθος ιστορική ενημέρωση.
- Σιγά, Κωστάκη ... να μην τα ισοπεδώνουμε όλα ... καλός ο Αλέξης, δε λέω, αλλά, άλλο Αλέξης κι άλλο Ανδρέας ... να μην μπερδεύουμε και τις βούρτσες με τις πούτσες ...
- Έτσι είναι Κωστάκη μου, καλά τα λέει ο θείος ... δεν είναι όλα ίδια κι όμοια ... άλλο Τουπαμάρος κι άλλο το μουνί της Μάρως ...
- Νταξ, no problem, πίσω έχει η αχλάδα την ουρά ...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το αρχαιότερο άθλημα ενόργανης γυμναστικής. Ατομικό, σε ζευγάρια ή σε αγέλες.
- Είδες ο Κωστάκης ένα ασφαλιστικό; Πρωταθλητής στο πούτσωμα!
Got a better definition? Add it!
Η γυναίκα/κοπέλα που τον έχει φάει άπειρες των απείρων φορές, τόσες που το μουνί ή ο κώλος της έχουν γίνει σαν σήραγγα τρένου, εξού και ο χαρακτηρισμός.
- Ρε μαλάκα, τό 'ξερες πως η Κατερίνα τον έχει φάει;
- Μόνο μια φορά ρε συ, αυτή είναι τρένο, όλη η πόλη την έχει ξεκωλιάσει...
Got a better definition? Add it!
Έκφραση που αποενοχοποιεί τους ανομολόγητους ανδρικούς ερωτικούς πόθους, ιδιαίτερα των καυλοπιτσιρικάδων, για ερωτική συνεύρεση με πρόσωπα του σχετικά στενού συγγενικού τους κύκλου. Όχι μόνο δηλαδή πρέπει να ντρέπονται αν κουτουπώσουν την ξαδέρφη ή τη θειά τους, αλλά απεναντίας πρέπει να πασχίσουν να το βάλουν και πιο βαθιά, κι ένα μέτρο αν γίνεται...
- Άσε ρε φίλε, έχω τρελαθεί με την θεία μου τη Λόλα... Είναι πολύ σέξι... Αν μείνουμε ποτέ μόνοι στο σπίτι, θα την βουτήξω και θα πει τον δεσπότη Παναγιώτη...
- Καλά ρε μαλάκα, δεν ντρέπεσαι; Με τη θεία σου;!
- Τι να ντραπώ; Στην ξαδέρφη και στη θειά, ένα μέτρο πιο βαθιά... Άσε με, έχω ξεμπουρδελιάνει σου λέω!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified