Selected tags

Further tags

Είναι βεβαίως άλλο ένα όνομα για τη μαλακία. (Το πολύ το τίκι τίκι, κάνει το παιδί περδίκι.)

- Εμένα με συγχωρείτε, πάω λίγο στο μπάνιο...
- Κατάλαβα, πάλι στον καμπινέ για τίκι τίκι έ;

Δες και τίκι τάκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καραβανάς, απάλευτος καρμίρης μονιμάς που έχει τις δυο σαρδέλες στην παραλλαγή του από τον καιρό που οι ΕΣΣΟ ήταν σε αριθμό διψήφιο. Αναλαμβάνει συνήθως υπηρεσία λοχία εβδομάδος ή όργανου υπηρεσίας. Και σε κάθε παράκληση να σε καβατζώσει, σε αρχίζει στα σιχτίρια τύπου «γαμώ τον άξονα της γης κωλόψαρο, που εγώ φοράω μπερέ απ'όταν εσύ βύζαινες» κτλ κτλ.

Γι' αυτές του τις βωμολοχίες χαρακτηρίζεται έτσι.

- Ρε σειρά, ποιός είναι όργανο σήμερα;
- Ο καραβανόπουλος.
- Φτου ρε γαμώτο, πάλι ο βωμολοχίας είναι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πούτσος (ένα από τα πολλά ονόματά του).

- Πως είναι ο Κώστας στο κρεβάτι;
- Πολύ κρύος είναι ρε παιδί μου, αλλά έχει όμως ένα ματζαφλάρι... τόοοοσο με το συμπάθιο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα από τα πολλά ονόματα του πέοντα. Προσδίδει όγκο...

Δρόγκος είναι ονομασία μεγάλου και χοντρού ψαριού.

- Σ' αρέσει Κούλα μου ο μπούτσος μου;

- Πωπώ, τι δρόγκος είν' αυτός;

Δρόγκος aka μουγκρί. Τύφλα να έχειο λούτσος! (από Vrastaman, 17/06/09)

Βλ. και λούτσος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός σε γυναίκα που, ενώ αντικειμενικά θεωρείται κόμματος, ρέγγα γάλακτος, βουτυρόμουνο, πεόλαυση, είτε λόγω μεγάλης αυτοπεποίθησης, είτε λόγω ευκολίας της γυναίκας αυτής στο να σκαρφαλώνει ψωλόφους, κοινώς είναι του χεριού μας, μπορούμε να την πασπατέψουμε χαλαρά.

Προέλευση αυτονόητη από το βατός + μουνί.

- Ακούγεται ότι αν και αιδοίαρος η Ζωρζέτ το πίνει το σαλέπι.
- Έλα ρε και φοβόμουν να της την πέσω μη φάω πίτα πίτα. Να ορμήσω δηλαδή!
- Ναι λέμεεεε. Βατόμουνο είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τουρκικής προέλευσης λέξη για να προσδιορίσει τον γυναικολόγο.

Είναι ο άντρας που καθημερινά πασπατεύει κάθε είδους χρώματος τύπου και διαμετρήματος αιδοία από στενωπούς μέχρι πορθμούς.

Το κάνει επαγγελματικά πληρώνεται γι αυτό και σε καλές περιπτώσεις φοράει γάντι έξτρα thin.

- Τι δουλειά κάνει ο άντρας σου Mαρή;

- Γυναικολόγος είναι.

- Μουνί πασπάτ δε το λες καλύτερα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται από ανθρώπους που ντρέπονται για το επάγγελμά τους και έτσι το παρομοιάζουν με παρκάρισμα πουτσών που, αντικειμενικά για κάθε άντρα, είναι ό,τι χειρότερο να ασχολείται με ξένο παπάρι.

Συνοδεύει σχεδόν πάντα την ερώτηση: «τι δουλειά κάνεις» ;

- Τι δουλειά κάνεις ρε Μήτσο, δεν σε βλέπω καλά.
- Τι να κάνω ρε φίλε! Δουλεύω σε ένα εργαστήριο βιολογικών ερευνών και είμαι ελεγκτής πορδών. Δουλεύουμε μια διαγνωστική μέθοδο για παθήσεις του εντέρου και πρέπει να ταυτίσουμε μυρωδιές κλανιών με συγκεκριμένη πάθηση. Έτσι ανέλαβα εγώ την συσχέτιση οσμής με πάθηση. Δεν λέω καλά τα λεφτά αλλά είναι δουλειά ρε συ; Δεν είναι δουλειά αυτό, πούτσες παρκάρω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται κυρίως σε περιόδους εξεταστικής που καθηλώνουν τον φοιτητή για μεγάλο χρονικό διάστημα σε καθιστή θέση και σημαίνει ότι κατέβαλα πολύωρη μελέτη. Ως γνωστό, η καθιστή θέση, εκτός από τη διεύρυνση του πρωκτικού δακτυλίου δίκην παλαιού πεντάδραχμου, προκαλεί και στάση του αίματος στο αιμορροϊδικό φλεβικό πλέγμα, οδηγώντας ταυτόχρονα και σε αιμορροϊδοπάθεια.

(σε ώρα γραπτών εξετάσεων)
- (με χαμηλή φωνή) ρε πστ μου, ποιες είναι οι απαγωγικές ίνες του αστεροειδούς γαγγλίου που ζητάει εδώ να 'ούμ;
- Ιά και γά, ρε μαλ. Δηλαδή εγώ μαλάκας είμαι που έγινε ο κώλος μου τάληρο για να τις μάθω;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται όταν διαφαίνεται ζόρι, αποτυχία, χασούρα στον ορίζοντα και, γενικά, όταν υπάρχει αρνητικό προαίσθημα.

Δηλαδή = θα φάμε πούτσα (μεταφ.).

-Τί έγινε ρε; Πώς τα βλέπεις με την καινούρια δουλειά;
-Πούτσα το μενού φίλε. Το αφεντικό είναι μουλάρι του πυροβολικού. Θα μου αργάσει το τομάρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανεπήδηκτη μαθήσεως: σύνθετος επιθετικός προσδιορισμός αποτελούμενος από την πρόθεση «ανά» και το ρήμα «πηδιέμαι».

Διαφέρει ελαφρώς νοηματικά από την γνωστή φράση «ανεπίδεκτη μαθήσεως» και χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις μαθητριών που είναι τόσο στόκοι, ώστε παρόλες τις συνεχείς αναπηδήσεις τους σε πέη καθηγητών τους με αντάλλαγμα τα θέματα των τελικών εξετάσεων, μένουν στην ίδια τάξη.

-Αμάν ρε παιδί μου, αυτή η Λίτσα μέχρι και τον επιστάτη είχε πάρει, πώς έμεινε στην ίδια τάξη; Είναι ανεπήδηκτη μαθήσεως!
-Και καραπουτανάρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified