Η αλανιάρα γκόμενα που υπηρετεί τα τσιμπούκια και δεν ικανοποιείται η όρεξη της για πεοθηλασμό...
Βλέπε: τσογλάνι
Ποια; Η Μαρία;... Μεγάλο τσιμπούκογλαν.
Η αλανιάρα γκόμενα που υπηρετεί τα τσιμπούκια και δεν ικανοποιείται η όρεξη της για πεοθηλασμό...
Βλέπε: τσογλάνι
Ποια; Η Μαρία;... Μεγάλο τσιμπούκογλαν.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο ορισμός του παραπάνω λήμματος είναι πολύ απλός: Μπουλελέκι = πέος.
Ρε Μανώλη κάνε και καμιά δουλεία, μην παίζεις το μπουλελέκι σου όλη μέρα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Θα πάμε γαμιώντας, τρέχοντας.
Ωρε μάγκα μου, τι τρέξιμο ήταν κι αυτό. Τσιμπουκιδόν πήγαμε στην δουλεία σήμερα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ερωτικές συνευρέσεις που χαρακτηρίζονται για το μέγα πάθος που τις διακρίνει, την ιδιαίτερη ένταση και, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, την ποικιλία στις εφαρμοζόμενες στάσεις.
Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάθε περίπτωση που αναμένονται περιπτύξεις που προσομοιάζουν με ταινία πορνογραφικού περιεχομένου.
Άμα μου φάει το γκομενάκι το τσουτσέκι θα έχουμε ανάποδα ψαλίδια!!!
Got a better definition? Add it!
Έκφραση που αναφέρεται σε γυναίκα πλούσιας σε σεξουαλικές εμπειρίες, της οποίας οι πλούσιες φωνητικές ικανότητες, το σπάνιο ηχόχρωμα, αλλά και ο απύθμενος λάρυγγας, μπορούν να ικανοποιήσουν και το πλέον απαιτητικό πέος και να εξυψώσουν το πολιτιστικό και κάθε άλλο επίπεδό του.
Καλά η τύπισσα είναι πρώτη αρπάχτρα. Της μιλάει της ψωλής, της πιάνει και κουβέντα.
Got a better definition? Add it!
Λολίτα, νυμφίδιο ή γενικά γυνή οποιασδήποτε ηλικίας, προικισμένη με το σπάνιο χάρισμα να μπορεί, σαν άλλη θεά Κάλι, να ικανοποιήσει αποτελεσματικά περισσότερους του ενός ερωτικών συντρόφων -σε αρκετές περιπτώσεις, μάλιστα, χωρίς να υπάρξει κολπική ή πρωκτική διείσδυση.
Ρε, αυτής άμα της πετάξουμε τις ψωλές μας έξω θα κάνει μονόζυγο.
Got a better definition? Add it!
(Προφέρεται: Μπαλντήρ-γ-ια όπως καινούρ-γ-ια –όχι όπως πλυντήρια).
Τουρκομερίτικη έκφραση ορισμένων περιοχών της Β. Ελλάδας, που σημαίνει (επιτιμητικά) τα γυμνά-εκτεθειμένα μέρη του σώματος ή την γύμνια εν γένει.
Προέρχεται από την τούρκικη λέξη baldir = μοσχαράκι και συνεκδοχικώς ποδαράκι μοσχαριού.
Κατ’ επέκταση το σύνθετο baldırı çıplak σημαίνει γύμνια (όπως αγγλ. stark / bollocks naked = τσιτσίδι) και σήμερα πήρε τη σημασία των ακαλύπτων μελών του σώματος ιδίως της γυναίκας.
Αντίστοιχα στην Ελλάδα, τα (unisex) γυμνά μέρη του σώματος λέμε «κρέατα» και η πλήρης γύμνια λέγεται τσιτσίδι (είτε εκ του ιταλ. cicci = βυζιά/μαστοί είτε εκ του τουρκ. çırılçıplak = θεόγυμνος είτε εκ του παιδικού τσιτσί = κρέας), ενώ ειδικώτερα για τα γεννητικά όργανα, σώζονται στη νεοελληνική λογοτεχνία τα ντροπαλά: «Άσχημα κρέατα», η «φύση», το «γένος», το «φύλο» κλπ.
Την έκφραση χρησιμοποιεί ατόφια ο Νίκος Κοεμτζής στο βιβλίο του «Το Μακρύ Ζεϊμπέκικο».
Ρίξε κανα χράμι, κανα πεσκίρι πάνω σου και μάσ’ τα μπαλντήρια σου, μη μας γελάει ο μαχαλάς.
-Τι έτσι θα μού ’ρθεις έξω;
-Γιατί, τι έχω;
-Που τά ’χεις βγάλει όλα όξω, αυτό λέω!
-Ααα! Το σχέδιο; Είναι της μόδας, έτσι τα φοράνε τώρα…
-Άμε παιδάκι μου ντύσου λέω, κι εσύ μην πουντιάσεις κι εγώ να μην τσακώνομαι με τους αρκουδόμαγκες για τα μπαλντήρια σου!
Got a better definition? Add it!
Για την έννοια μπάζο, σκόρτσα, μπαφόλα, φέτα και τα λοιπά ευγενή αθλήματα υπάρχει ήδη επαρκής ορισμός. Για την εδώ αναπτυσσόμενη έννοια υπάρχει απόπειρα, αλλά χρήζει εξελικτικής ανάλυσης. Πάμε λοιπόν.
Οριγκινάλε, η λέξη σημαίνει δέρμα. Το υποκοριστικό πετσούλα πάει συνήθως στο μεζέ του ψητού, αυτό που περισσεύει και επειδή μας χαλάει την αισθητική πρέπει να το φάμε αμέσως, κι ας μας καούν τα δάχτυλα. Το υποκοριστικό πετσάκι, όμως, παραπέμπει αποκλειστικά στο κομμάτι δέρματος που καλύπτει το πουτσοκέφαλο.
Σινεφίλ παρέκβασις, στο «ο μπαμπάς λείπει ταξίδι για δουλειές», πριν ο μπαμπάς την κάνει κάνουν περιτομή στο μικρό. Ανατριχιαστική σκηνή με το λεπίδι που το ακονίζουν, κόβεται το πετσάκι, και ο θεός παππούς λέει κάτι σαν «όταν μου έκαναν εμένα περιτομή, περίσσεψε αρκετό δέρμα για να κάνουν παλτό».
Επιστροφή στη γλωσσολογία, από το πετσάκι προκύπτει το ρήμα πετσώνω ίζολ γαμάω, σπρώχνω, μπήκω.
Και από κει πίσω πάλι, για να κλείσει αυτός ο καύλος κύκλος, η πέτσα, ως επιφώνημα, σημαίνει μας τον φορέσανε, πουστιά, προδοσία, παλληκάρια, μας ρίξανε στα σκατά, αλλά και αυτονομημένο ως συνεκδοχή για το πέος, πχ άραξε στην πέτσα σου και άλλα τέτοια.
Βλέπε και πετσάκιας.
Πάσα: χτεσινό μάθημα για υποκοριστικά στα ρώσσικα. Εκεί κι αν είναι χάος τα υποκοριστικά και οι χροιές στις έννοιες...
(ενώ μοιράζονται τα θέματα στο αμφιθέατρο)
- Πστ, πώς είναι τα θέματα;
- Πέτσα.
- Πώς πάει η δουλειά;
- Πέτσα...
(τύπος οδηγάει στα τέμπη, βλέπει το βράχο να έρχεται για φιλάκι)
- Πέτσα.
Δες ακόμη τσάκια.
Got a better definition? Add it!
Μεταφορά και σουρεαλισμός. Αναφέρεται στις ιδιοτροπίες του Αιόλου.
Δηλαδή, όταν είμαστε κάπου και έχει αέρα.
Κάθομαι στην ψωλή του ανέμου.
Got a better definition? Add it!
Πλατειάζουσα αναδιατύπωση του κλασικού αφορισμού γ@μιέται ο Δίας. Ο τελευταίος, σαν μόνιμος κάτοικος της κορυφής του Ολύμπου, νοείται ως αποδέκτης του φορτίου.
Got a better definition? Add it!