Selected tags

Further tags

Χιουμοριστική παραλλαγή του τίτλου τραγουδιού «Έρωτά μου αγιάτρευτε».

Έκφραση που θα μπορούσε να αναφωνηθεί όταν γινόμαστε μάρτυρες της διέλευσης σε κοντινή απόσταση, μιας αιθέριας υπάρξεως -λ.χ ενός Λίλιαν. Υπονοούμε φυσικά ότι ο μόνος τρόπος για να θεραπευθεί ο tweety μας είναι η συνεύρεση με την εν λόγω ύπαρξη.

- Ρε για δες ένα γκομενάκι που έχει σταματήσει μπροστά από τη βιτρίνα του ρουχάδικου!
- Αχ.... πέοντά μου αγιάτρευτεεεε...

Το ορίτζιναλ του Κόλια (από Khan, 09/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Κλασσική αργκό): ο κώλος.

Σχετικές εκφράσεις: θα σου φάω/δαγκώσω τον κεφτέ, ενώ εξυπονοείται και το Θα σου καρφώσω τον κεφτέ (με την ψωλή δίκην πιρουνιού) - παράλληλα: θα σε κάνω να χεστείς!, κώλο βλέπω-κώλο θέλω (εκ του ισπανικού: culo veo-culo quiero) κτλ.

Σώζεται από τον Ηλία Πετρόπουλο το προ αιώνος (!) μουρμούρικο (φυλακόβιο και συνήθως α-καπέλα ή μονόχορδο) ρεμπέτικο:

[i]Κούνα μπέμπη τον κεφτέ σου,
να φχαριστηθεί ο τζες σου.
Κούνα μπέμπη τον κλανιά σου,
να φχαριστηθεί η καρδιά σου.[/i]

Όπου μπέμπης = νεαρός πούστης, τζες = γαμιάς/κωλόμπα και κλανιάς = κώλος.

- Πώπω ρε φίλε, κοίτα μια πατάκλα η κυρία !
- Εεεεεε, μαντάμ! Θέλω κεφτέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαριτολογώντας, το καυλάκι, δηλαδή αυτός /-ή που αξίζει να περιέλθει κανείς εις συνουσία μαζί του/της.

- Πολύ όμορφη και τσαχπινογαργαλιάρα η Μαρία...
- Ναι όντως, είναι ευγάμητη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όμορφος άνδρας ανεξαρτήτου ηλικίας χωρίς να είναι κατ' ανάγκην αρρενωπός. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του είναι, πως οι γυναίκες που έχει σχέση, τον θέλουν, παρότι δεν είναι πιστός. Σημειωτέον ότι συνήθως έχει ταυτόχρονες σχέσεις και όχι ξεπέτες.

Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά: επίφαση τρυφεράδας ρομαντισμού και μεγάλου έρωτα. Επίσης δεν εκμεταλλεύεται τις γυναίκες για οικονομικό ή κάθε άλλου είδους όφελος.

- Μα τι βρίσκουν οι γκόμενες του Κώστα; τί έχει ο πούστης και εχει καψουρέψει την Νίκη και την Γιάννα;
- Μάλλον είναι γλυκοπούτσης.

Βλ. και γλυκοψώλης, γλυκοτσούτσουνος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Πάτρα): Μεταφορικώς υποδηλώνει κοπιώδη προσπάθεια προς επίτευξιν δύσκολου ή και φαινομενικώς ακατορθώτου στόχου.

Προέρχεται από δοξασίαν τινά, προσφάτως καταρριφθείσα ένεκα σκανδάλων γνωστής Ιεράς Μονής (βλ. Chamonix - σαν το μονί της Γενεύης), κατά την οποίαν είναι αδύνατον να ιδεί τις τα οπίσθια ενός ιερωμένου, δεδομένης της εγκρατείας των.

Συνεπώς, θέλει κόπο-θέλει τρόπο ...

Ο κώλος δε, λέγεται παρά τοις σλάνγκεσιν, ότι είναι το σαν μονί του μέλλοντος (!)

Για τα μπροστινά, δεν λέγει τίποτε η δοξασία, αλλά έρχεται να συμπληρώσει η λαϊκή παράδοσις: «φυλάξου απ' τα πισινά του γαϊδάρου κι απ' τα μπροστινά του καλογέρου!»

Συνώνυμα: τραβάω ζόρι/κουπί (βλ. και κοπιώδης προσπάθεια).

Συναφές: Άμα δε βρεξει κώλο, ψάρι δεν πιάνει.
Αγγλιστί: Keep your nose to the grindstone = δούλευε σκληρά, you're in for it = θα φάς ζόρι κτλ.
Ισπανιστί: Te la comes /te comes los huevos = θα φας πούτσα/θα ζοριστείς κτλ.
Ιταλιστί: Succhi = τον ήπιες/θα φας καλά κτλ.

Μάνα:
-Τρεις η ώρα, τη βρήκες την πόρτα κανακάρη μου ;
Γιος: - Ντάξει ρε μα, νέο παιδί είμαι, τί δηλαδή να κοιμάμαι με τις κότες ;
Μάνα:
- Δίνεις μάθημα αύριο βρε συφοριασμένο, έτσι θα πάρεις πτυχίο; Αμ αγόρι μου, άμα δε δεις παπά κώλο, δε θα κάνεις χαΐρι στη ζωή σου !
Γιος: - Άμα σου πω ότι έχω δει ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν ξεχνάς τα προφυλακτικά στο αυτοκίνητο και κάνεις χωρίς αυτά τη φάση.

- Τι έγινε χτες με τη Χαρά;
- Τι να σου πω! Ξέχασα τα προφυλακτικά στο αυτοκίνητο και το κάναμε μπέρμπακ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γέρος που κυνηγά νεότερους για να πνίξουν κουνέλια.

Το είδες το πουρό τον 68ρη! Κυνηγά την Εμμανουέλα, τον Μανωλίνο μας! Για τη WWF είναι η αρκουδίτσα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη πατικωλίδι ετυμολογείται εκ των πατάω και κώλος.

Πρόκειται για ιδιωματισμό του Αγρινίου, όπου πολλοί παράνομοι αγώνες στους δρόμους και στις αερογέφυρες. Συνεπώς ως πατικωλίδι ορίζεται η κόντρα, η σπινιά και γενικά το γαμηστερό καυλόγκαζο.

Σπανιότερα συναντάται και ως συνουσία μέσω πρωκτού.

  1. Ρε συ, είδες φανάρια-αερογέφυρα κάτι τρελά πατικωλίδια που έπεσαν;;;;

  2. Αν πάς στο σπίτι της Εύας, κάνε της ένα καλό πατικωλίδι!

(από proteas1992, 29/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αφιερώνομαι σε μονογαμία.

Έχω ρομαντική / συναισθηματική σεξουαλική επαφή.

Μην μουνογαμιέσαι πολύ γιατί θα βαρεθεί το γκομενάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιαπωνική τέχνη, κατά την οποία η γυναίκα παίρνει το γεύμα της με λίγο σπέρμα ή το πίνει σαν το γαλατάκι.

Αυτό το μωρό εκεί πέρα, θέλει ένα γκοκούν να στρώσει!

Got a better definition? Add it!

Published