Selected tags

Further tags

Η ευνουχιστική γκόμενα, το αιδοίο οδοντοφόρο - δαγκανόμουνο - vagina dentata.

Ο όρος «μουνούχω» εφευρεθείς υπό του Βραστανδρός παράγεται από το ρήμα μουνουχάω= ευνουχίζω, με την θηλυκή κατάληξη «-ω», όπως «μαλάκω», και δίνει την έμφαση στον ευνουχισμό, και στην ψυχολογική διάστασή του, κι όχι σε οποιοδήποτε άλλο κίνδυνο ελλοχεύει στην δαγκανομούνα. «Ευνουχομούνα» για χάρη μεγαλύτερης ακρίβειας.

Βέβαια, το «δαγκανομούνα» παραμένει ο πιο πλούσιος σλανγκικά όρος κι έτσι το παρόν λήμμα αποτελεί απλώς ένα ταπεινό σχόλιο στην περιεκτική ανάρτηση της Mes, περιγράφοντας ένα θέμα, που έχει απασχολήσει και τα λήμματα οδοντογλειφίδα, η, οδοντόπαστα, η, δαγκωτό και πουτσοκεφαλοκλείδωμα.

Για τον Freud, ο μύθος της Μέδουσας που σε απολιθώνει με το πρόσωπό της σήμαινε αυτό ακριβώς το πράγμα, ήτοι το ευνουχιστικό αιδοίο, γι' αυτό προτείνω εναλλακτικά και τον όρο «Μύδουσα», κατά το «μύδι», που επίσης έχει απασχολήσει κατά κόρον την πρόσφατη βιβλιογραφία. Η «Μέδουσα» απασχόλησε και τον Sartre, που ανέπτυξε στην φιλοσοφία και λογοτεχνία του το θέμα του γυναικείου βλέμματος που σε απολιθώνει.

-Τι κάνει ο Δημήτρης;
-Δημητρούλα πες τον καλύτερα!
-Ξέρεις κάτι που δεν ξέρω;
-Την θυμάσαι την γραμματέα του την Λάουρα;
-Αν την θυμάμαι λέει!
-Της είπε «σκύψε ευλογημένη» κι αυτή αντί να τα πάρει στην κράνα κυριολεκτικά, τα πήρε μεταφορικά και τού 'κανε πουτσοκεφαλοκλείδωμα!
-Δηλαδή τον χάνουμε τον Μητσάκο;
-Ακόμα στην Εντατική είναι! Θα την γλιτώσει την ζωή του, αλλά σαν θα βγει, θα είναι σαν να τον εγχείρησε ο Tom Pusti!
-Έλα!
-Σου λέω, φοβερή μουνούχω!

"Η Μέδουσα", πίνακας του Peter Paul Rubens. (από Hank, 14/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καυλί με την δεύτερη έννοια: «Γυναίκα νεαρής ηλικίας και ερεθιστικής ένδυσης». Κατά το «γόβα-στιλέτο».

-Φοβερό καυλέτο η Λίλιαν!
-Μες στην πρωτοτυπία είσαι ρε φίλε!

Got a better definition? Add it!

Published

Επίθετο, που προκύπτει από το «πεοφοβία» (ρωτήστε τις/ τους Γιαλόμες τι σημαίνει) και το στερητικό άλφα.

Σλανγκιστί σημαίνει τον αθεόφοβο γκέι που όχι μόνο δεν φοβάται το πέος, αλλά και το αναζητεί- επιζητεί. Δηλαδή είναι ο παραπάνω από κραγμένος, είναι ο αδίστακτος γκέουλας που δεν θα κάνει πίσω μπροστά σε τίποτα!

Μπορεί να χαρακτηρίσει και κοπέλα τελειωμένη, και κυριολεκτικά, εννοώ και γυναίκα.

Ο όρος εισήχθη στην σλανγκικήν από τον Ιησού.

- Τι κάνει ο Σάκης; Ακόμα το κάνει το ωτοστόπ;
- Αν το κάνει λέει! Γύρισε όλην την Ευρώπη κάνοντας ωτοστόπ σε νταλικέρηδες ο απεόφοβος! Ως το Μαρόκο έφτασε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη από τα: πούτσος + κεφαλοκλείδωμα (λαβή πολεμικών τεχνών γνωστή στους αγγλομαθείς ως headlock).

Κλείδωμα (lock): (μεταξύ άλλων) οποιαδήποτε λαβή πάλης κατά την οποία μέρος του σώματος του αντιπάλου διαστρέφεται ή πιέζεται
Κεφαλοκλείδωμα (headlock): η λαβή πάλης στην οποία το κεφάλι του αντιπάλου μαγκώνεται ανάμεσα στο εσωτερικό του αγκώνα και το σώμα του.
Πούτσος: το αντρικό μόριο (έχουν γραφτεί άπειρα, διαβάστε)

Πουτσοκεφαλοκλείδωμα: η λαβή που μπορεί να πραγματοποιηθεί από ιδιαίτερα γυμνασμένο αιδοίο στο μόριο του αντιπάλου κατά την διάρκεια πάλης στο σεξ με μάγκωμα και περιστροφή. Παραλλαγή του θέματος χωρίς περιστροφή αλλά μάγκωμα και απότομη κίνηση προς την ανάποδη (όπως όταν ανοίγουμε μπουκάλι μπύρας με το ανοιχτήρι).

Πιθανές συνέπειες:

Ψυχολογικές - Το όνειρο (σφιχτό, στενό, γυμνασμένο αιδοίο) γίνεται εφιάλτης. - Ξενέρωμα.

Παθολογικές

- Τρελό στραμπούληγμα.

- Κάταγμα πέους (νομίζατε ότι δεν γίνεται; νομίζατε ότι κάνω πλάκα; για ρίχτε μια ματιά στα μήδια... ).

- Ακρωτηριασμός αν η εκτέλεση πραγματοποιηθεί από δαγκανόμουνοκαι ενδεχομένως θάνατος από την επακόλουθη αιμορραγία (μη εξακριβωμένο, αλλά εικάζεται ότι φταίει που κανείς δεν έζησε για να το διηγηθεί).

Τρόποι αντιμετώπισης:

-Σεξ σε ρινγκ παρουσία διαιτητή: σε ένα ρινγκ υπάρχουν κανόνες για να αναδειχθεί κάποιος νικητής χωρίς να χρειαστεί να σκοτώσεις τον αντίπαλο σου ή να σε σκοτώσει αυτός. Όταν όμως η μάχη γίνεται εκτός ρινγκ δεν υπάρχουν κανόνες και φυσικά κανένας δεν ακολουθεί τους κανόνες του ρινγκ.

-Αποφυγή συνεύρεσης με μέλη ομάδων υψηλού κινδύνου: Στις ομάδες υψηλού κινδύνου συγκαταλέγονται:
* οι σβάρτσεςπου ξημεροβραδιάζονται στα γυμναστήρια (ειδικά αν ακούσετε την λέξη Plate φύγετε φύγετε φύγετε) * κυρίες που πίνουν νερό στο όνομα των ασκήσεων Κέγκελ(ρωτάς πχ «από Κέγκελ πώς πάμε;» αν αρχίσει και περηφανεύεται για το πόσο συχνά κάνει και τέτοια, μένεις σε εγρήγορση) * όσες έχουν φήμη δαγκανομούνας - ακόμα και αν πρόκειται για κακεντρέχειες, φύλαγε τα ρούχα σου για να χεις τα μισά. Επίσης σχετικές παροιμίες: Του φευγάτου η μάνα δεν έκλαψε ποτέ, He who runs away lives to fight another day (ελ. μτφ. - προσαρμογή: αυτός που τρέχει γρήγορα θα ζήσει να γαμήσει άλλη μέρα).

Αν καταλάβατε καλά, this is the twilight zone. Παίζει όμως και το θέμα αδρεναλίνη εδώ, σο, ό,τι σας φωτίσει ο γιαραμπής.

Σχετικό λήμμα: στραβοψωλιάζω


Δισψλαιμερ: Λέμε και καμια μαλακία να περνάει η ώρα ...

Από το λήμμα «αιδοίο το οδοντοφόρο» εμού της ιδίας από το οποίο προέκυψε και η έμπνευση για το παρόν: «Το μουνί με δόντια - τέχνη: Από όλα τούτα η τέχνη εμπνεύστηκε και βγήκε το ταινιάκι «Teeth», μιλάμε για τρελή αρρώστια το σενάριο. Η τύπισσα με το που τα 'παιρνε στην κράνα τους έκανε πουτσοκεφαλοκλείδωμα και ακύρωση - τους τα κοβε με δαγκιά [sic] και τα πέταγε στα σκυλιά. »

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμη έκφραση με τις ευρέως διαδεδομένες «ζαλίζω τ'αρχίδια» ή «σπάω τα αρχίδια» κάποιου.

Πολύ ευγενικότερη και φιλική, ταιριάζει σε δημόσιες εμφανίσεις παρουσία ατόμων, στα οποία δεν πρέπει να εκτεθούμε ή να δώσουμε αρνητική εικόνα.

  1. Σχόλιο σε forum διαδικτυακό:

«Τί διαφορετικό απ' αυτό που λες εδώ λέω εγώ; Γιατί λοιπόν μας ζαλίζεις τον έρωτα σε κάθε ευκαιρία που θα κριτικάρουμε τον λεβέντη λέγοντας ότι όποιος »κατηγορεί« τον Σοφο είναι είτε προκατειλλημένος είτε δεν ξέρει από μπάσκετ είτε κάτι άλλο εκτός από καλοπροαίρετος»;

  1. - Αγόρι μου, πάρε μαζί το φαγητό σου, θα πεινάσεις!
    - Άσε ρε μάνα, μη μού ζαλίζεις τον έρωτα πρωινιάτικα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μας τα 'χεις κάνει τσουρέκια: μας τα 'χεις πρήξει!

-ela pes mou gia to msn..
-se ligo...
-ela se parakalw pes mou..
-e ma den trwgesai mas ta xeis kanei tsourakia!!!!

Σε άλλη μορφή: τσουρέκια (τα κάνω κάποιου) - βλ. και μας τα 'χεις κάνει νταούλια. Σχετικό: τσουρέκι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση αυτή χρησιμοποιείται: όταν θέλουμε να περηφανευτούμε στους φίλους μας, ότι είχαμε πολύ καλές επιδόσεις στον κρεβατικό τομέα.

Επίσης, αυτή η φράση χαρακτηρίζει και την παρτενέρ στη σεξουαλική πράξη.

1ο παράδειγμα:
- Αντρίκο, τι έγινε με εκείνη την γκομενίτσα χτες ;
- Χαχα αφήστε παιδιά, είχα τέτοιες καύλες, που την γέμισα σαν γαλοπούλα!
-Άσε ρε, που τα πουλάς αυτά, αφού είσαι μικροτσούτσουνος!

2ο παράδειγμα:
Γκομενάρα: ένα μπέιλις παρακαλώ.
Μπάρμαν: (να σε είχα γκόμενα εσένα θα σε γέμιζα σαν γαλοπούλα) Έφτασε δεσποινίς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη αυτή σημαίνει: τραβάω μαλακία και χρησιμοποιείται, και κυριολεκτικά, αλλά και για να δείξουμε ότι βαριόμαστε.

Κυριολεκτικά:
- Που είναι ο Γιάννης ;
- Άστα φίλε, ντρέπεται να βγει έξω πια...
- Γιατί ;
- Τον έπιασε ο διευθυντής του σχολείου να ψωλοβαράει στην τουαλέτα!
- Α, το μαλάκα!

Μεταφορικά:
- Που είσαι χαμένος ρε τόσο καιρό ;
- Αφήστε παιδιά είχα πάθει κατάθλιψη και ψωλοβαρούσα όλη μέρα στο σπίτι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση αυτή χρησιμοποιείται, όταν κάποιος δικαιολογείται για κάτι που δεν κατάφερε.

Είναι συνώνυμο με το «όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια».

- Καλά ρε, τι καρσιλαμάδες σε χόρεψε ο Γιάννης χτες στον αγώνα, μιλάμε σου 'σκασε κάτι ντριπλίδια...
- Σιγά τον παίχτη, ήμουνα κουρασμένος επειδή την προηγούμενη μέρα γαμούσα την Μαίρη, αλλιώς ούτε μπάλα δεν θα ακουμπούσε.
- Καλά, καλά, την κοντή την πούτσα δεν την φταίει το μαλλί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξαντλώ τον αρσενικό μου παρτενέρ με τρελά γαμήσια α λα Λίλιαν. Συνώνυμα: ξεκατινιάζω, ξεζουμίζω, ξεκάνω, ξε- γενικώς.

- Δεν σε βλέπω και πολύ σόι σήμερα, τι έγινε;
- Άσε μαλάκα, βγήκα με την Τζενούλα χθες και με ξεσπόριασε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified