Selected tags

Further tags

Η ψώλα, η καριόλα, η χαρχάλα γυναίκα. Προφέρεται και «πατσαούρα». χωρίς «β».
Μεταφορική χρήση της «πατσαβούρας», του πανιού που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό πατωμάτων: κάτι βρώμικο και χαμερπές δηλαδή.

- Μωρή πατσαούρα, με την αγαπημένη μου ποδοσφαιρική ομάδα!

Στα δεξιά ο Πατσιαβούρας (1988) (από PUNKELISD, 27/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Πίπα-κώλο κάνουνε πολλές, δηλ. σου παίρνουν πίπα και μετά σου δίνουν κώλο. ΟΚ, συνηθισμένο... Υπάρχουν όμως σπάνιες γυναίκες, λίγες και καλές που κάνουν το αντίστροφο, δηλ. σου παίρνουν πίπα ΑΦΟΥ τις έχεις γαμήσει από κώλο. Η προστυχιά και η βρωμιά τους είναι τόσο σπάνια που τέτοιες γκόμενες δεν αφήνονται εύκολα, ξέρεις ότι μαζί τους θα κάνεις τα άγραφα και θα ικανοποιήσεις κάθε σου απωθημένο. Είναι γυναίκα «να την πας νύφη στη μάνα σου».

- Πολύ καύλα το Τζενάκι ρε φίλε, μου πήρε πίπα και μετά της εξήγησα το Οθωμανικό Δίκαιο.
- Πίπα-κώλο κάνουν πολλές φίλε, κώλο-πίπα κάνουνε λίγες.
- Ααααααχ! Λίγες και καλές.

AATA (από anchelito, 15/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που δεν ντρέπεται να κάνει αυτό που άλλες δεν κάνουν λόγω ηθικών αναστολών. (αντίθετο: μυξοπαρθένα)
Της αρέσει να ταλαιπωρεί ανεπανόρθωτα το προς διείσδυση πέος. Αλλά το αυτό πράττει και όταν το πέος βρίσκεται εκτός του κόλπου της ποικιλοτρόπως (πεοθηλασμός, χειρομαλάξεις, ποδομαλακία κ.λ.π.) Η βάσανος του πέους είναι τέτοια που ενίοτε τραυματίζεται (ως πετσάκι πρωτάρη ανδρός). Παρά την μη στενότητα του κόλπου της, έχει τον τρόπο να διαφαίνεται ως στενή και στενομούνα. Το γαμήσι σε όλο του Μεγαλείο.

- Πώς ήταν εχθές η Τασία; Καλή; - Μόνο καλή... Τα έδωσε όλα. Πουτσοξέσκιστρα η κυρία απο τις πολύ καλές. Ακόμη πονάει το καβλί μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σεξουαλικός μαραθώνιος που περιλαμβάνει σωρεία από διαστροφές, γούστα, ανωμαλίες. Ένα μενού που περιλαμβάνει ό,τι πιο διεστραμμένο και ανώμαλο βίτσιο μπορεί να περνάει από τη αρρωστημένη φαντασία ενός ζευγαριού. Απαραίτητη προϋπόθεση να υπάρχει γκομενάκι πρόθυμο για πειραματισμούς και περιπέτειες μία που να τα κάνει όλα και να συμφέρει.

- Τι χαμόγελο είναι αυτό ρε μαλάκα;
- Άσε φίλε ήμουνα με τη Λίλιαν εχθές, είχε πιεί και σαμπούκα που την πειράζει, και έγινε της πουτάνας.
- Δηλαδή;
- Τη γάμησα στα 4 και της έβαλα και δονητή στον κώλο ταυτόχρονα, μετά με έβαλε κάτω και μου έκανε μια ροδέλα απίστευτη, μετά έχυσα μέσα σε ποτήρι και τα ήπιε με καλαμάκι, και στο φινάλε μπήκε στη μπανιέρα και μου ζήτησε να την κατουρήσω πατόκορφα.
- Τι λε ρε μαλάκα! Εσείς κάνατε τα άγραφα...

Άγραφα (από Hank, 07/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα από διαφήμιση, απορρυπαντικού μάλλον, τη δεκαετία του '80. Χρησιμοποιείται στις μέρες μας για γκομενάκια που δεν κολλάνε πουθενά, είναι λίγο χαζομούνες, η λέξη «όχι» δεν υπάρχει στο λεξιλόγιο τους, και υποβάλλονται στα πιο βρώμικα, πρόστυχα και ταπεινωτικά γαμήσια που χωράει αντρικός νούς. Η γκόμενα που βγάζει γούστα.

- Πώς τα πάτε με τη Βαννέσα;
- Τέλεια φίλε μου, κώλο - πίπα την πηγαίνω.
- Έλα ρε; Κάνει και τέτοια;
- Τα κάνει όλα και συμφέρει σου λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τις πρώτες παροιμίες που μάθαμε από τα παιδικά μας χρόνια στις αλάνες σε ενδεχόμενο σκληρό φάουλ στην μπάλα. Την συνεχίζουμε και μεγάλοι σήμερα σε τυχόν παραβίαση προτεραιότητας ή σε βίδα που δεν λέει να βιδώσει.

Παράφραση του παρόντος λήμματος ... και μην το παρακάνεις.

- Ρε μαλάκα Θάνο το πόδι μου ρε μαλάκα, θα σε γαμήσω.
- Σε γαμώ και κλάνεις και παιδιά δεν κάνεις.

- Ρε μουνάρχιδοτο STOP δεν το βλέπεις;
- Έτσι γουστάρω, τρέχει τίποτα;
- Σε γαμώ και κλάνεις και παιδιά δεν κάνεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απευθύνεται σε ωραία έγκυο γυναίκα που συνεχίζει να έχει την σεξουαλικότητα της παρά την προχωρημένη εγκυμοσύνη της.

- Τι ωραίο μουνί είναι αυτό απέναντι ρε Σταύρο...
- Έγκυος είναι ρε μαλάκα....
- Γκαστρωμένο μου μουνί, του πούτσου μου μεζές!

(από Hank, 15/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεφτιλίζομαι, βλ. και τσόντα γίναμε.

Άσε ρε, πάλι τσιμπούκι έγινα. Ήμουνα με τη Μαρία πρώτο ραντεβού και εκεί που κάνω κίνηση να της σκάσω το γλωσσόφιλο, αφήνω μια κλανιά από την κλανιέμπα μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτικό του πούτσος / πούτσα.

πούτσος -> πούλος -> σούλος.

Από τη τακτική του «αλλάζω ένα γράμμα για να διαφοροποιηθώ». Μπορεί να ειπωθεί και «κούλα»

- Ρε, γάμησε χτες ο βάζελος. 0-1 την Ίντερ.
- Στο σούλο μου ρε μαλάκα, ποιος ασχολείται μ' αυτούς;

- Μπόμπα αυτό το ξίου, δεν πίνεται.
- Στην σουλάρα μου, ο καλός ο νεροχύτης όλα τα ρουφάει.

Τι ακροβώς περιγράφει ο Φα σουλας; (από Vrastaman, 27/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα που ακούγεται σε τσακωμούς μεταξύ πιτσιρικάδων του δημοτικού. Χρησιμοποιείται ως απάντηση σε προσβόλες του τύπου «να το βάλεις στον κώλο σου». Στόχος της είναι να προσβάλει τον αντίπαλο, θίγοντας το εύρος του πισινού του. Προκαλεί αλυσιδωτή αντίδραση που οδηγεί σε λογομαχία στην οποία ο δέκτης της προσβόλας αυτής πρέπει να απαντήσει με κάτι ανάλογο και η διαδικασία συνεχίζεται μέχρι ένας από τους εμπλεκόμενους να μην μπορεί να βρει κάτι να πει ως απάντηση. Το πιτσιρίκι που θα πει την τελευταία ατάκα κερδίζει τη λογομαχία και δαφνοστεφανώνεται, κερδίζοντας το σπεκ των υπολοίπων. Άλλες ατάκες του είδους:

«Στο δικό μου κάνει μπλουμ, στο δικό σου τσοκομπλουμ»
«Στο δικό μου κάνει τράκα, στο δικό σου τρικιτράκα»
«Στο δικό μου κάνει Λουκ, στο δικό σου Λούκυ Λουκ»
«Στο δικό μου κάνει φλέσσα, στο δικό σου Παπαφλέσσα»

Περαιτέρω προσθήκες στη λίστα αυτή είναι ευπρόσδεκτες.

- Γιωργάκη, δώσε πίσω το πλεϊμομπίλ μου!
- Θα σ'το δώσω να το βάλεις στον κώλο σου!
- Στο δικό μου δεν χωράει, στο δικό σου κολυμπάει!

Βλ. και στον δικό μου, γειώσεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified