Selected tags

Further tags

Προσπαθώ να γαμήσω ανεπιτυχώς, αερογαμώ κι αεροψεκάζω aux noces du Karaghioze δίκην εφαψάκια.

Βλ. επίσης: αερογάμης, αερόπιπα, ξεροκαβλώνω, ξεροπούτσι, ξεροχύνω, το γαμοσλανγκοτέτοιο ξερό-. Παίζει κι ως ιδιωματισμός της ορεινής Αρκαδίας (βλ. β' παράδειγμα).

Αγγλιστί: dry humping.

1.
Όσο για τα πορνίδια αυτά, κανόνισε να βγούμε για καφέ - αν έχεις επαφές μαζί τους. Θα τις στρώσω χαρακτήρα. Τέτοιες γυναίκες μου το παίζουν παρθενοπιπίτσες,ενώ έχουν πάρει όλο το Κωλονάκι (:Ρ) και την Γλυφάδα. Ο λόγος που είναι ξυνομούνες ανοργκάσμικ πουτανογαμιόλες είναι επειδή το ξερογαμήσι που κάνανε απέβη άκαραπο - όπερ μεθερμηνευόμενον εστί, δεν βρήκαν δουλειά και τις έχει βγει το όνομα.

  1. Σιγά μη μπορούν να κάνουν τίποτα, έτσι ξερογαμιόνται.
    (Δημήτριος Σπ. Τσαφαράς, Λαγκαδινό Λεξικό, εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη 2013)

Ο διάσημος σχετικός πίνακας από την Βικτωριανή εποχή. (από Khan, 02/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που είναι τόσο μουνόδουλος, ώστε για να κυνηγήσει το μουνί δεν καταλαβαίνει τίποτα άλλο.

- Καλά, ήταν ανάγκη να την πέσει και στην ανηψιά της, πάνω που θα παντρευόντουσαν;
- Μια ζωή γκαγκαμούνιας ήταν ο ξεφτιλισμένος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καμένος μουνάκιας.

Πόσο μουνοκαΐδας πρέπει να είναι για να την πέφτει στην ΕΠΟΠ ενώ σε λίγη ώρα βγαίνει για πουσουκού;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κοκσάκερ, αυτός που γλύφει τα πουλιά των άλλων και κάνει ρουφοκαυλέτα.

Να προσέχεις την παρέα σου με τον Νίκο, είναι μεγάλος γαμορούφας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ξεβράκωτος, ο πολύ φτωχός.

Πώς έμπλεξε αυτή, κορίτσι από την Εκάλη, με αυτόν τον τσιπρικώλη;

H Paola Bacchiddu φωτογραφίζεται για τις ανάγκες της προεκλογικής καμπάνιας "Με τον Τσίπρα για μια άλλη Ευρώπη". (από Khan, 07/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Η ρουφοκαυλέτα με την οποία βρίσκεις την υγειά σου.

Ο γιατρός σύστησε ένα καυλορουφέν πριν κι ένα μετά το σεξ και θα γίνει περδίκι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση έχει επεξηγηθεί σε άλλα λήμματα όπου περιγράφηκε η χρήση της στις 9 μέρες που θέλει ο κώλος να αναρρώσει (επανέλθει, για τους πιο τολμηρούς), καθώς και στη χρήση της όταν κάποιος μας φλομώνει στις μαλακίες.

Επιπροσθέτως αναφέρεται σε χήρες που πηδιούνται πριν σαραντίσει ο άντρας τους (Παράδειγμα 1). Στην νεοελληνική αργκό (Παράδειγμα 2) βρίσκει εφαρμογή όχι μόνο σε προσφάτως χηρεύσασες μόνο, αλλά και σε προσφάτως χωρισμένες, διαζευγμένες κτλ.

  1. - Α την τσουλάρα! Την Πέμπτη ήταν η κηδεία του μακαρίτη, το Σάββατο φασκέλωνε το ταβάνι με τα πόδια η καραπουτανάρα, θεέ μου σχώρα με!
    - Του κώλου τα εννιάμερα του κάνε του μακαρίτη του Γαβρίλη, τσκ, τσκ...

  2. - Τι λες ρε μαλάκα πως είδες τη Κατιάνα να βγαίνει από το γαμιστρώνα με τον Μάνθο! Αφού τη κανονίζει ο ψηλός...
    - Την έστειλε τις προάλλες όταν της έκανε τσακωτή να ντιλάρει κάτι κοκορέτσια στο μπιντέ του πατρικού της μάνας του... Τά 'σπρωχνε στη Σβετλάνα, το Ρωσσάκι, που 'χουν νυχτερινή.
    - Και τώρα πηδάει τον ασφαλιστή του; Του κώλου τα εννιάμερα του κάναν του χοντρομαλάκας....

Χρήση της έκφρασης στο πλαίσιο μπεορραπίσματος (από Khan, 21/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα παραχαϊδέματα και η υπέρμετρη φροντίδα σε κάποιον.

Εεεεεε, το παράκανες, τον μικρό τον έχεις όλο πούτσα μου κανάτα μου, του κάνεις όλες τις χάρες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που ρουφάει μπάλες.

Κοίτα τον σακομπόλη, πάλι στο γραφείο του αφεντικού είναι και μας δίνει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται κυρίως από φοιτητές για την επίδειξη σεξουαλικών προσόντων και τη δυνατότητα διαχείρισης μεγάλων μαζών.

  1. - Μαλάκα χτες γνώρισα μια βουβαλίτσα ό,τι πρέπει για τα κυβικά σου.
    - Ε κάνε τα κουμάντα σου, πιστεύω πως την κατέχω τη φυγοκέντριση.

  2. - Ε ψιτ μεζεδάκι
    - Σε εμένα μιλάτε κύριε,
    - Ναι, πώς θα σου φαινόταν να σου περάσω μια φυγοκέντριση;
    - ΠΣΣΣ (σπρέυ πιπεριού)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified