Selected tags

Further tags

Το σπέρμα, μια κάπως πιο «ελληνική» λέξη για το γκρηκλιστικό πέοτζους.

Ξυπνάς επιθυμίες για χύσιμο για να χορτάσεις φρέσκο πουτσοχυμό. (Μια από τις χρήσεις σε σάιτ για ενήλικες, ανάλογης αισθητικής).

H Sibel Kekilli παραλίγο να χάσει το φως της (από σφυρίζων, 29/08/13)(από Khan, 09/09/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Η στοματική κοιλότητα που συμπολίτες μας δεν την χρησιμοποιούν μόνο για λειτουργίες όπως η βρώση, η πόση και η ομιλία, αλλά επιπλέον και για την χρήση που σύμφωνα με την -πολύ πασέ ομολογουμένως θεώρηση- επιφυλάσσεται μάλιστα στο μουνί.

Πρόκειται, δηλαδή, για μια λέξη αντίστοιχη με το κωλόμουνο, με την διαφορά ότι, σε αντίθεση με το τελευταίο, το στόμα δεν χρειάζεται και τόοοση υπομονή για να γίνει μουνί (το σάλιο το έχει από μόνο του άλλωστε), μόνο καυλή θέληση και λίγη αντοχή, γι' αυτό και είναι μάλλον ένα μουνί του παρόντος ή και του παρελθόντος παρά ένα μουνί του μέλλοντος.

Όπως ο όρος τσιμπουκόστομα, το μουνόστομα χρησιμοποιείται και για να εξάρει την πχοιότητα ενός στόματος που έχει καταστήσει εαυτό φιλόξενο αιδοίο (λ.χ. κατά την διάρκεια γαμησιάτικων μπινελικίων), και ακόμη περισσότερο -φευ- ως βρισιά για συνομιλητές μας που θεωρούμε προσβλητικώς ότι θα ήταν καλύτερο να μην χρησιμοποιούσαν το μουνόστομά τους επιπλέον και για την λειτουργία της ομιλίας (βλ. τη ρόκα σου εσύ!).

Μια σημαντική λογοτεχνική εξαίρεση αποτελεί ο Ανδρέας Εμπειρίκος, που χρησιμοποιεί με ένα ορισμένο θάμβος την καθαρευουσιάνικη έκφραση στοματομουνίς νύμφη για να περιγράψει νυμφίδια που έχουν προβεί στην συγκεκριμένη μεταλλαγή είτε καυλοπυρέσσοντα όντα, είτε λόγω της ανάγκης ένεκα κοινωνικών συμβάσεων παρωχημένων εποχών να διατηρηθεί άθικτος ο παρθενικός υμήν ακόμη κι αν χρειαζόταν να φτάσουν στο αμήν!

  1. α. Τρελαίνομαι να ξαπλάρω με τα πόδια ανοιχτά και τις αρχιδάρες μου να παίρνουν αέρα και ένα υγρό μουνόστομα να κόβει βόλτες πάνω στον πούτσο μου. (Από σάιτ για ενήλικες).

β. «Σου αρέσει καριόλα που σου γαμάω το στόμα; Αν δεν καταπιείς και την τελευταία σταγόνα, δεν τον βγάζω απ' το μουνόστομα σου. Τ' ακούς;« (Αναπολούμενα γαμησιάτικα μπινελίκια σε σάιτ για ενήλικες).

  1. α. μαλακα αν δεν γουσταρεις εμινεμ (που για μενα ειναι απο τους καλυτερους ALIVE) κλεισε το μουνοστομα σου ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΟ (Εδώ).

β. κ επειδη το μουνοστομα σου πισω απο μια οθονη ξερει να κανει μονο το τζαμπα μαγκα... (από διαδικτυακό βρις-οφ).

  1. Ήτο φανερόν ότι ο τυχηρός αυτός άνδρας εγέμιζε τώρα ραγδαίως το στόμα της μικράς με άφθονον ψωλοχυμόν, που με ακατάσχετον ορμήν ανέβλυζε εις την ελάχιστα διαφέρουσαν κατά τας στιγμάς εκείνας από γλυκό μουνί θερμήν στοματικήν κοιλότητα, ενώ η παις, σφίγγουσα με ηδυπαθή απόγνωσιν, γύρω από την ασπαίρουσαν ψωλήν, τα χείλη της, ώστε να μην της διαφύγη ούτε μία σταγών του λιπαρού αρσενικού χυμού, πιπίλιζε και κατέπινε αδιακόπως το πτυόμενον εντός του στόματός της πυκνόρρευστον σπέρμα, κρατούσα πάντοτε αβρώς την δονουμένην πούτσαν με την μίαν χείρα (προς σχετικήν ίσως σταθεροποίησίν της) και πιέζουσα με την άλλην τον ασκόν των όρχεων, ώστε να υποβοηθήση το δονούμενον γεννητικόν μόριον εις την πλήρη εκκένωσιν, την τελείαν αποστράγγισιν του γλοιώδους αρσενικού οπού του, που με έγκαυλον λαιμαργίαν η μικρά στοματομουνίς νύμφη περιπαθώς απομυζούσε και κατέτρωγε. (Ανδρέας Εμπειρίκος, Ο Μέγας Ανατολικός, Τόμος 4, Αθήνα, εκδ. Άγρα, 4η εκδ., 2011, σ. 239-240).

(από Khan, 29/08/13)Σεξουαλικό γκατζετάκι που μετατρέπει μια ερωμένη κυριολεκτικά σε στοματομουνίδα νύμφην. (από Khan, 20/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πάααααρα πολύ καλό τσιμπούκι, όταν η άλλη το πιπιλάει λες και είναι καραμέλα.

Έκανε ένα μαστιχοτσίμπουκο η Τέρα, άλλο πράμα! Μαστίχα Χίου μιλάμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παιχνίδι του πέους, ανδρικός αυνανισμός, μαλακία.

Ελπίζω να βοήθησα εις το ιερόν σου φαλλοπαίγνιον με τα πορνο-λινκς που σου έδωκα, αγιότατε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρητική version του της πουτάνας που χρησιμοποιείται κατά κόρον από μη Κρήτες και τείνει να αυτονομηθεί εκ της Νήσου.

Αλιεύματα εκ του διαδικτύου:

- ΕΠΑΕ ΤΣΙ ΠΟΥΤΑΝΑΣ ΘΑ ΓΕΝΕΙ!!!

- Εδώ γίνεται τσι πουτάνας και μυρωδιά δεν πείραμε

- Τσι πουτάνας θα γίνει εκείνη τη μέρα ααχαχαχαχαχαχαχαχαχ (Mes;)

- !shocked! !shocked! !shocked! abraam: ελα ελααααα, θα γινει τσι πουτ@νας! /jumper/. Τίγρης: ωπα-ωπα .....εγινε τσι πουτανας ;sohappy; ;sohappy; ;sohappy;.

(από MXΣ, 08/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο επαρχιώτης κίναιδος, κατά τον Ηλία Πετρόπουλο, ή αυτός που συντηρείται από επαρχιώτη εραστή- βουκολομπαρά. Συνήθως χρησιμοποιείται μειωτικά.

Ο Χότζας μας εξηγεί τις λεπτότερες αποχρώσεις των διαφορετικών όρων στα σχόλια του λήμματος γίδι: «Οι τζαζλές λέγανε την έκφραση γιδοτεκνοσυντήρητη για τη λούγκρα που είχε προστάτη-καβαλάρη κάποιον καράβλαχο, τον οποίον χαρακτήριζαν κατσικαδερό ή γιδερό (εξ ου και βλαχα-δερό), ενώ τον επαρχιώτη ομοφυλόφιλο (συνήθως ψηλό και γεροδεμένο ορεσίβιο) τον έλεγαν βλαχοντάνα».

  1. ΑΣΤΑΔΙΑΛΑ που θα μου κανεις και υποδειξεις.γιδοτεκνοσυντηρητη. (Αποκατέ).

  2. Στη χούμση κιμπαροπουρό με λιμπερτόζα και ματσιάρα κουρκουλετζού βακουλοκρεμαστή κωλοτσιτσίρισε με νταμιρόκλυσμα το σκελοσάλιαγκα χωρίς σπανοκουκούλα κι ο τραχανάς η γιδοτεκνοσυντήρητη ζήτηξε τσουκτροκλάκα. (Αποκατέ).

  3. EΙΣΑΙ ΕΝΑ ΧΥΔΑΙΟ ΑΝΘΡΩΠΟΜΟΡΦΟ ΧΤΗΝΟΣ.. ΓΙΔΟΤΕΚΝΟΣΥΝΤΗΡΗΤΗ ΦΑΚΙΡΟΠΙΠΙΖΑ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέος σε στύση που θυμίζει την πίπιζα των φακίρηδων, κατά τον Ηλία Πετρόπουλο, ή, ίσως, -θα προσέθετα κατ' εικασία-, το φίδι που σηκώνεται και ανεβαίνει λόγω του παιξίματος της πίπιζας.

  1. «Ξυπνάω, χρυσή μου, καὶ ντικέλω τὴ γουδέλα τοῦ Μιχάλη φακιροπίπιζα, καὶ παθαίνω ταράκουλο μάγκνουμ. Νὰ τοῦ βάλω ἕνα πανὰκι, νὰ τὸ κάνω ἱστιοφόρο, τὸ μανάρι μου». (Από αυτηκοία Αίαντος στο άλμπουρο στα σχόλια).

  2. Εσύ μωρή γκουνιότα, τι αβέλεις; Μουτζό; Την φακιροπίπιζα σου μωρή τι στην έδωκε το παιδί από την Βακουλή ;;;; (Από το συσιφόνι)

  3. - Ποιον θα μπουκετώνατε; (θρεντ στο μπουρντέλα κόμ)
    - Από ποιόν να αρχίσω και με ποιό να τελειώσω... το ποντικομούρη τον Παπανδρέου, τον γλοιώδη τον Ευαγγελάτο, τη σκατόφατσα τον Κακαουνάκη, τη ρουφοκαυλέτα τη Πάνια, τη Νικολούλη (απλά μου σπάει τα αρχίδια όταν μπαστακώνεται η γυναίκα μπροστά στη TV παρασκευόβραδο, για να βλάπει ποιόν ψάχνει πάλι, αντί να μου κάνει καμία φακιροπίπιζα. Φταίω έγω να μπουρδελοτσαρκέψω;) και πααααρα πολλούς ακόμα...

  4. καλε μην στεναχωριέσαι!!! Και φακιροπιπιζα να είναι εγώ δεν κάνω διακρίσεις του πούτσου! (Από το tweet tunnel)

  5. EΙΣΑΙ ΕΝΑ ΧΥΔΑΙΟ ΑΝΘΡΩΠΟΜΟΡΦΟ ΧΤΗΝΟΣ.. ΓΙΔΟΤΕΚΝΟΣΥΝΤΗΡΗΤΗ ΦΑΚΙΡΟΠΙΠΙΖΑ [...] ΔΙΟΤΙ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΩΝΥΜΙΑ ΣΑΣ ΦΙΦΟΣΚΟΥΛΙΚΙΑ ΜΟΛΥΣΜΕΝΑ ΚΑΝΕΤΕ ΤΟΥΣ Μπουάβω Με-σικ ΜΑΓΚΕΣ ΕΝΩ ΕΙΣΤΕ ΘΡΑΣΥΔΕΙΛΑ ΚΑΡΑΜΟΥΤΖΑ ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ.... ΕΛΑ ΝΑ ΜΑΣ ΤΑ ΜΠΕΝΑΒΕΙΣ ΑΠΟ ΚΟΝΤΑ ΑΥΤΑ ΤΑ ΧΥΔΑΙΑ ΨΑΜΟΣΚΕΛΑ ΛΟΓΙΑ ....ΕΙΣΑΙ ΕΝΑ ΧΤΗΝΟΣ ΚΑΙ ΔΕΝ ΦΤΑΙΣ ΕΣΥ ΑΛΛΑ ΟΙ ΤΖΑΣΛΟΙ ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ ΠΟΥ ΕΠΙΤΡΕΠΟΥΝ ΣΕ ΧΥΔΑΙΑ ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ ΣΑΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΣΟΥ ΝΑ ΣΥΜΠΕΡΙΦΕΡΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΕΤΟΙΟ ΣΙΒΙΤΖΙΛΟΥ ΣΑΡΜΑΛΛΑ ΚΑΝΙΒΑΛΛΙΣΤΙΚΟ ΤΡΟΠΟ... (Ξέσπασμα εδώ).

(από Khan, 01/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H σεξουαλική επαφή ανάμεσα σε δυο καραπουστάρες.

- Ποιος είναι ο άνδρας ρε; Ο Βασιλάκης ή ο Σωτηράκης;
- Χαχα... κωλοτρίβονται ρε, τι άντρας μου λες τωρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση της φυλακής που βρίσκει εφαρμογή και στην κοινωνία. Περιγράφει αυτόν που, στην αυλή της φυλακής, το παίζει μάγκας αλλά το βράδυ τοποθετεί το μαξιλάρι κάτω απ' την κοιλιά του, έτσι ώστε ο κώλος να τουρλωθεί καλύτερα για τον γαμιά του.

Πρώτη καταγραφή στο βιβλίο «Παροιμίες του υποκόσμου» του Ηλία Πετρόπουλου.

- Μαλάκα μου, πέτυχα στο δρόμο τον Μπίλλη και μού 'πε πως άμα ξανακάνω τίποτα με την αδερφή του θα με σαπίσει στο ξύλο.
- Έλα μωρέ Σάκη που φοβάσαι τον Μπίλλη. Αυτός είναι όλη μέρα παλικάρι και το βράδυ μαξιλάρι. Ένα «χου» να τον κάνεις θα λακίσει.
- Ωραία, γιατί είχα ήδη κανονίσει γαμησάκι σήμερα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα, σε αντιδιαστολή με τον μονότρυπο γκέουλα. Καλιαρντίζων σεξισμός, ο δεύτερος απαξιωτικότερος για την γυναίκα μετά το νέτο-σκέτο τρύπα.

Από το δουπού: patsis.

Όμως, ο πούστης- όπως τον αποκάλεσε καταδηλωτικά ο εντολοδόχος του- παραδόξως τα έβαλε με τη λεσβία την Εύη! Κάνε στην άκρη, κυρά μου δίτρυπη, της είπε, εμείς θα τα βρούμε με το παλικάρι εδώ! Αυτή η βρισιά, το δίτρυπη, μου έμεινε από τότε ως ό,τι πιο υποτιμητικό και αδιάντροπο είχα ακούσει για τη γυναικεία ύπαρξη! (εδώ)

(από σφυρίζων, 24/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published