Selected tags

Further tags

Μια φορά κι έναν καιρό κάποιος επινόησε την λαμπρή έκφραση πούτσα και καράτε, για να περιγράψει την κατάσταση απόλυτης και ταπεινωτικής συντριβής ενός αντιπάλου, συγκεκριμένα στο γήπεδο. Ήταν μια εκσυγχρονισμένη μορφή του κλασικού σεξ και ξύλο, με την πούτσα να αντιστοιχεί φυσικά στο σεξ και το καράτε στο ξύλο. Τα μόνα δύο πράγματα για τα οποία αξίζει να ζει κανείς σε αυτή τη ζωή, όπως λέει ένας φίλος μου μπάτσος (τυχαίο;).

Ενώ αρχικά η πούτσα και το καράτε δήλωναν δυο διαφορετικά πράγματα, με τον καιρό η διάκριση αυτή ατόνησε και επήλθε αφομοίωση του δεύτερου στο πρώτο. Πιο απλά, καράτε σημαίνει πλέον, υπό ορισμένες πραγματολογικές συνθήκες εκφοράς, γαμήσι, σεξ, πήδουλας.

«Ξύλο και καράτε στον Πρετεντέρη»: το πάντα επίκαιρο αυτό σύνθημα επιβεβαιώνει την συνωνυμία σεξ-καράτε και φυσικά μεταφράζεται «ξύλο και πούτσα...». Αν το καράτε σήμαινε ξύλο, τότε θα είχαμε πλεονασμό, κάτι που ωστόσο δεν μπορεί να αποκλειστεί τελείως.

  1. - Φεύγω, πάω να πάρω τη Λίτσα με τ' αμάξι.
    - Κατάλαβα, πάτε για καράτε;
    - Όχι ρε, για φαγητό πάμε, έχει τα γενέθλιά της.
    - Και μετά καράτε για τη χώνεψη, ε;

  2. - Πού ήσουνα χτες;
    - Μπα, τίποτα, είχε έρθει η Λίτσα απ' το σπίτι μου.
    - Παίχτηκε καράτε;
    - Μπα, είχε τα ρούχα της.
    - Την πίστεψες;
    - Ναι, το τσέκαρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το υπερβολικά μικρό πέος, μέγεθος σφυρίχτρας. Προέκυψε από την έκφραση: «έλα να στον σφυρίξω».

Το πουλί του Κώστα σαν σφυρίχτρα είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως γνωστόν κάποιοι άνθρωποι έχουν μια μεγάλη έφεση στις ξεπέτες και τα τεκνά και οφείλουμε να τους το αναγνωρίσουμε όπως την αντίστοιχη έφεση των ανθρώπων των γραμμάτων και των τεχνών.

Ειδικά αν μας γνωρίσουν και εμάς κανένα γκομενάκι να καβατζωθούμε και εμείς.

- Τον ξέρεις τον Αντρέα από την Πάτρα;
- Ποιον, αυτόν τον πέφτουλα; - Φίλε, βάζει την κάλτσα στο συρτάρι τις περισσότερες φορές. Άνθρωπος των γαμάτων και των τεκνών, ο μινάρας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το αντίθετο της καύλας. Η απομακρύνουσα την ερωτική διάθεση.

- Να μην μιλήσω για αυτή την ξεκαυλωτήρα τη Μερκελ!
(Κυρ Βασίλης (κυρ bill) από Πάτρα στην «Ελληνοφρένεια»)

Από το 1.10 τα κορυφαία. (από Khan, 13/12/11)Η αντίθετη άποψη. (από Khan, 13/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. όρος της ξυλουργικής: τραβέρσα, δοκός, «η πελεκητή ξυλεία στέγης, κορμοί ξύλου ελαφρά πριονισμένοι ώστε να διατηρούν την κωνικότητά τους, αποτελούν την ιδανική λύση για εμφανείς κατασκευές ιδιαίτερα σε παραδοσιακά κτίσματα.»
    (από εδώ)

  2. Το τραβέλι, το (η) τραβεστί.

  1. [Στο σαλόνι], κόκκινοι καναπέδες και συνδυασμός υψηλής τεχνολογίας ηλεκτρονικών με το νεολιθικό τζάκι και τις κλασικές νησιώτικες τράβες της οροφής.

  2. Αὐτὰ τὰ «τσόλια» καὶ οἱ «τράβες» εἶναι ὅ,τι κι ἐσύ, μὲ μιὰ πολὺ θεμελιώδη διαφορά: Ἔχουν τὸ θάρρος τῆς γνώμης καὶ τῆς ἐπιλογῆς τοῦ νὰ ζοῦν ἐλεύθερα καὶ ὑπερήφανα, καὶ ὄχι νὰ γκρινιάζουν μὲ ψευδοεπιχειρήματα ὅτι θὰ τρομάξουν τὴν μαμὰ καὶ τὸν μπαμπά.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που χύνει σε 2 δευτερόλεπτα. Και αν όχι σε δύο, το πολύ σε μισό λεπτό.

Ο Νίκος είναι δευτερολεπτοχύσης. Χύνει σε χρόνο dt!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιαίτερα περιφρονητικό μπινελίκι για ξέκωλα και ξεκωλιάρηδες, πουτανίτσες, μαλακισμένα, κωλοτρυπίδια, και άλλες δημοκρατικές δυνάμεις. Σπανιότερα χρησιμοποιείται και με την έννοια του κωλόφαρδου (βλ. τρίτο παράδειγμα).

Βλ. και την ειδική συνομοταξία του παρθενοξεκωλιδίου.

- Συνώνυμα: ξεκωλάκι, ξεκωλίδι, γαμήδι, καράπουταναριό, ευκολάκι, μπουζουκογκόμενα, κτλ.
(HODJAS, στο λήμμα ξεμπούρδελο)

- Δεν κανει λεει για τραγουδιστρια....Ενω για ηθοποιια κανεις ε;; Ποσο παει η βιζιτα; Εισαι ακριβη εχω μαθει.....ξεκωλιδι ...
(εδώ)

- Τι ξεκωλίδι είναι ο γαύρος στις κληρώσεις...
(εκεί)

Τον πλάκωσε στα ξεκωλίδια... (από allivegp, 14/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αυνανισμός ή αλλιώς η μαλακία.

Είμαι πολύ κουρασμένος. Πάω σπίτι για ξεπετσιά και ύπνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι όρχεις (τα αρχίδια) του άντρα. Η παρομοίωση των όρχεων με τα καμπανάκια, πέρα από το προφανές (ομοιότητα σχήματος), προήλθε κατά βάση από το ομώνυμο ανέκδοτο που κυκλοφόρησε στα late 80's με early 90's.

Μια νοικοκυρά, ενώ λείπει ο άντρας της στο εξωτερικό, τον κερατώνει. Μια μέρα καθώς ήταν με τον ερωμένο της, μπαίνει ο άντρας της μέσα στο σπίτι. Η γυναίκα αναστατωμένη, κρύβει το γκόμενο άρον άρον στη ντουλάπα. Δυστυχώς όμως, τα αρχίδια του προεξείχαν. Μπουκάρει ο άντρας της, την βλέπει γυμνή και της λέει: - Τι έκανες μωρή πουτάνα; - Τίποτα, εσένα σκεφτόμουν, απαντάει αυτή. Βλέπει τα αρχίδια όμως ο άντρας στη ντουλάπα και λέει: - Τι είναι αυτά μωρή; - Τίποτα, κάτι καμπανάκια, λέει αυτή. Πάει αυτός, τα κουνάει, δεν ακούγεται τίποτα. Τα χτυπά αλλά πάλι δεν ακούγεται τίποτα, οπότε λέει: - Ρε γυναίκα, δεν δουλεύουν αυτά. Τα χτυπά, τα ξαναχτυπά, ώσπου τελικά, ακούγεται μια αγανακτισμένη φωνή μέσα από τη ντουλάπα: - Νταν ρε μαλάκα, νταν!

Σήμερα στην καθομιλουμένη, τα καμπανάκια χρησιμοποιούνται σε σύνθετες προτάσεις σεξουαλικού περιεχομένου, κυρίως για να εκφράζουν την αμέριστη γκαύλα κάποιου με το που θα δει ή θα σχολιάσει μια μουνάρα.

- Ωχ, κοίτα στην είσοδο. Ήρθε η Έλενα.
- Πωωω ρε μαλάκα, τι φόρεσε πάλι το θεόμουνο; Τις έβαζα και τα καμπανάκια μέσα!

(από HardcoreGR, 06/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειδικό μείγμα σπέρματος και αγγελόσκονης, αστερόσκονης ή, έστω, στρας που χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο από κουνιστές ως κρέμα ημέρας για να προσδώσει γκλάμουρ και φωτεινότητα στο πρόσωπό τους. Μερικές πολύ πρόστυχες το βάζουνε και στο ψωμί, αντί για βιτάμ.

- Ντικ μωρή τσαπερδονοκωλοσφυρίχτρο το γαργαρότεκνο τσαρδόφατσα πώς λάμπει η μούρη του!
- Αμ, τι θες χρυσή μου, κι εγώ άμα πλακωνόμουνα τις πουσταλευριές με το μυστρί έτσι θα 'μουνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified