Selected tags

Further tags

Κρητική ιδιόλεκτος. Βαράω μαλακία.

Μας καύλωσε η Μαρία. Θα παίξω ένα γροθουλάκι απόψε για πάρτη της...

(από Jim Blondos, 17/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(ουσ., θηλ.). Άκρως slang λέξη του θυμόσοφου ελληνικού λαού. Ανήκει στην ίδια οικογένεια με τις λέξεις ξινομούνα, φαρμακομούνα, αραχνομούνα, στρειδομούνα.

Συνήθως της προσδίδεται μεταφορική έννοια, για να περιγράψει το νευρικό (''πάλι έχω τα νεύρα μου σήμερα'') δύστροπο, απροσάρμοστο, ξινό, υπεράνω έως κι αντικοινωνικό θηλυκό.

Επίσης συχνά αναφέρεται σε μια κατά τα άλλα νορμάλ αλλά πολύ ντεκαβλέ (''ούτε με ξένο πούτσο δεν τη γαμούσα'') γκόμενα.

Εξαιρετικά σπάνια δε, συναντάμε τη λέξη με την κυριολεκτική της έννοια, ανεφερόμενη σε θηλυκά με αποκρουστικά τρισάθλιο μουνόγαλα.

- Τι μουνέτο είναι αυτή η Μαρία ρε συ!!
- Καλό ρε Νίκο δε λέω... Αλλά πολύ πικρομούνα από ό,τι λένε..
- Μακριά από μας........!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιθετικός προσδιορισμός, περιγράφων τον έχοντα στραβή ψωλή. Στις πλείστες των περιπτώσεων, ο κάτοχος αυτής διαθέτει πλούσια τα ελέη. Σπανίως δε, το θέαμα μπορεί να είναι τόσο αποκρουστικό, προκαλώντας τον γέλωτα ή και την απαξίωση / περιφρόνηση από την/τον ερωτική/-ό σύντροφο κατά τη διάρκεια της συνουσίας ή της πεολειχίας. Ανατομικώς, διακρίνομε τις ακόλουθες διευθύνσεις / κατευθύνσεις:

  1. άνω (ψωλή κυπαρίσσι),
  2. κάτω (ψωλή βρύση),
  3. δεξιά (δεξιόστροφη),
  4. αριστερά (αριστερόστροφη).

Στις δύο δε τελευταίες περιπτώσεις, πιθανόν να συνοδεύεται κι από αντίστοιχες πολιτικές πεποιθήσεις του κατόχου.

- Ωραίο παιδί ο πρώην σου ο Γιώργος...
- Ναι, αλλά πολύ στραβοψώλης!
- Εεεε... Δεν πειράζει... Μερικές το προτιμούν στραβό!!

Συνώνυμο της ψωλής-βρύσης και η χαμηλοβλεπούτσα. Δες και -ψώλης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Eκ του δόκιμου χριστιανικού ονόματος Χρυσόστομος.

Ιδίως σε συγκείμενα αναφοράς σε άτομο (ονόματι Χρυσόστομος) ιδίως αντιπαθές στον ομιλούντα - ο οποίος του βγάζει το «χρυσό» και του κολλάει μια «ψωλή» δίπλα στο «στόμα».

Αμφίσημο: δηλώνει τόσο το άτομο που τα στοματικά του παράγωγα (π.χ., ο λόγος, ανάσα) προσιδιάζουν σε ψωλή (α. λόγω τακτικού στοματικού έρωτα, πρβλ. το στόμα του βρωμάει πουτσίλα β. λόγω συχνής χρήσης υβρεολογίου πρβλ. 'κακό στόμα'), όσο και το άτομο του οποίου η στοματική κοιλότητα ανέκαθεν φέρει μία.

Άντε, πάλι έρχεται ο Ψωλόστομος, γαμώ πιά!

(από rigo21, 12/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμβουλή άρρενος κηδεμόνος (πρωτοτυπικά πατρική) προς νεώτερο, σεξουαλικά ικανό (κατά την κρίση του πρώτου) άρρενα για την πριμοδότηση (χρονική και αξιολογική) της σεξουαλικής έναντι της συναισθηματικής επαφής με το έτερο φύλο.

Κατεξοχήν Κουλεκαφιώτικη, Παλαιο-Θεσσαλονικιώτικη ατάκα.

Γιος: - Γουστάρω την Όλγα απ'το σχολείο.
Μπαμπάς: - Γάμα τες μικρές, να σ'αγαπάν μεγάλες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το τεραστίων διαστάσεων, τύπου γκλομπ παπάρι. Είναι η πούτσα τιμωρός, η πούτσα που μπορεί να μετεξελιχθεί από όργανο ηδονής σε εργαλείο τιμωρίας και πόνου.

(Από την βιογραφία του Ανελκά)

«Η καριέρα μου στην Αρσεναλ πήγαινε από το καλό στο καλύτερο μέχρι τη μέρα που έπεσε στο δρόμο μου ο Βιεϊρά, που ήταν γνωστός στα αποδυτήρια της Άρσεναλ ως... μακρύς!

Παίζαμε κόντρα στη Φούλαμ στο Χάιμπουρι και θυμάμαι ότι πήρα μία μπαλιά από τον Μπέργκαμπ, έπειτα απέφυγα με ευκολία τον γκολκίπερ και, με την εστία κενή, κατάφερα με κάποιο τρόπο να στείλω τη μπάλα έξω. Αυτό έγινε επειδή ο ήλιος έπεφτε πάνω στα μάτια μου. Δεν ήταν λάθος μου! Πάντως ο Βιεϊρά μου έριξε τότε ένα βλέμμα και ήξερα ότι θα είχα πρόβλημα.

Ύστερα στα αποδυτήρια ήρθε κατά πάνω μου και εγώ τα έχασα, ήξερα ότι δεν έπρεπε, αλλά τον έβρισα. Αρχικά με κοίταξε επίμονα και ύστερα με χαστούκισε με το π..ς του. Μόνο μία φορά.

Ήταν σαν να με χτύπησε βρεγμένη σανίδα (!!!) Ουδείς μπορούσε να πιστέψει αυτό που είχε δει! Μπορείτε να φανταστείτε πόσο ντροπιαστικό είναι; Ήταν η χειρότερη στιγμή της ζωής μου; Δεν ακουγόταν τίποτα στα αποδυτήρια σε μία στιγμή που έμοιαζε να είναι αιωνιότητα για μένα, η σιωπή έσπασε μόνο όταν ο Ασλεϊ Κόουλ ρώτησε «είναι η δική μου σειρά»;

βλ. και ιντεραράπικαν, βοϊδόπουτσα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση με την οποία προσφωνούμε άτομο το οποίο θέλουμε διακαώς να βρίσουμε, αλλά δεν μας βγαίνει, είτε λόγω συμπάθειας, είτε επειδή η θέση μας δεν το επιτρέπει, π.χ. προϊστάμενος, διευθυντής κλπ. Συνήθως η εν λόγω έκφραση λέγεται ως χαιρετισμός, αλλά μπορεί να ειπωθεί και σε οποιαδήποτε άλλη στιγμή το κρίνουμε σκόπιμο.

Πιθανόν η προσφώνηση να προήλθε από παραφθορά: «μουνί» -> «μουνάκι» -> «μουνάκι της χαράς», καθώς το μεν «μουνί» ακούγεται πρόστυχο, το δε «μουνάκι» χυδαίο. Τα παραπάνω γίνονται φανερά αν κάνουμε την εξής ερώτηση:¨

  • Τι κάνεις εκεί ρε μουνί;
  • Τι κάνεις εκεί ρε μουνάκι;
  • Τι κάνεις εκεί βρε μουνάκι της χαράς;

Παρατηρήστε επίσης πώς το «ρε» παρασύρεται σε «βρε» μέσα από την αλλαγή διάθεσης που επιφέρει το εν λόγω λήμμα.

  1. Πού 'τσαι ρε μουνάκι της χαράς;

  2. Τσακάς τον ξερό μου άσο, ρε μουνάκι της χαράς;

  3. Βρε μουνάκι της χαράς, τι έκανες πάλι; Καλά, γαμάτο το πρόγραμμα, βγάζει παπάδες. Μπράβο!

Μουνάκι της χαράς (από panos1962, 09/11/09)(από panos1962, 09/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαράτσι αποχής από την τεκνοποιία.

Κατά τον 16ο αιώνα, στην νήσο Χίο, η οθωμανική αρχή δεν άφηνε ευκαιρία που θα της απέφερε έσοδα από φόρους να πάει χαμένη. Γιατί λοιπόν να εξαιρεθούν οι χήρες; Όσες λοιπόν είχαν χάσει τον άνδρα τους νέες, αν στη συνέχεια δεν ξαναπαντρεύονταν για να κάνουν παιδιά -αν δεν μετείχαν δηλαδή στην τεκνοποιία της κοινότητας- τιμωρούνταν με την υποχρεωτική καταβολή ειδικού φόρου για την αποχή, που ονομάζονταν από τους ντόπιους αργομουνιάτικο.

- Δεν φτάνει που 'χασε τον Παναή στη θάλασσα η Μαριώ, έχει τώρα τρία κουτσούβελα να φροντίζει και το αργομουνιάτικο να πληρώνει.
- Πολύ συμπονετικό σε βλέπω βρε Τζώρτζη, μην έχεις βάλει τίποτα κατά νου; ... Είναι και νοστιμούλα!

Η Μαριώ ... μόνη ... πληρώνει (από spydel, 09/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για κλασικότατο λήμμα που μόλις και μετά βίας μπορεί να χαρακτηριστεί αδόκιμο και κατ' επέκτασιν να ενταχθεί στο σλανγκρ. Σημαίνει τον πουτσοκέφαλο, αυτόν που έχει στο μυαλό του το μουνί και γενικότερα το γαμήσι σε όλες του τις εκφάνσεις. Απαντά, σαφώς, και στο θηλυκό γένος τηρουμένων βέβαια των αντιστοιχιών· πορνόμυαλη, επομένως, είναι αυτή που έχει στο μυαλό της τον πούτσο, ενίοτε όμως και το μουνί. Ο όρος έλκει την καταγωγή από το αρχαίο πόρνος/η που σήμαινε τον άντρα, ή τη γυναίκα, που είχε ως κύρια ενασχόληση το γαμήσι και όλα τα paraphernalia.

  1. - Πρότεινα στον Νίκο να πάμε για ποτό και μου είπε «σπίτι σου ή σπίτι μου;». Ρε, το μαλάκα, μου την έχει δώσει!
    -Καλά, ρε συ, αυτός είναι πορνόμυαλος. Τι περίμενες, να σε πάει σε καμιά τσαγερί;

  2. - Η Ανθούλα είναι πορνόμυαλη. Όση ώρα της έδειχνα τον ισολογισμό αυτή με κοιτούσε στον πούτσο.
    - Μεγάλη πουτάνα. Εμένα μου την έπεσε από την πρώτη μέρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που υποδηλώνει ότι μια κατάσταση βαίνει ήδη προς το χειρότερο, ή πρόκειται να έχει κακή εξέλιξη στο εγγύς ή απώτερο μέλλον. Συνήθως αφορά σε ύπουλη μεταστροφή της κατάστασης και όχι σε περιπτώσεις όπου η επερχόμενη καταστροφή είναι προφανής. Παρόμοια σημασία έχει και η φράση «όσο νυχτώνει η πούτσα μεγαλώνει», που όμως πρέπει να αποφεύγεται λόγω καταφανούς χυδαιότητας.

Η φράση χρησιμοποιείται και κυριολεκτικά από σαραπεντάρηδες και άνω, για να διασκεδάσει τις πικρές συνέπειες της, όλο και πιο συχνά απαντώμενης, στυτικής δυσλειτουργίας με μέτρια όμως αποτελέσματα.

  1. - Είπαν πως θα ανεβάσουν και τα δημοτικά τέλη. Δεν μας 'φτάναν όλα τ' άλλα.
    - Αγάλι αγάλι γίνεται η ψωλή μεγάλη.

  2. - Χθες πέρασε το νομοσχέδιο που νομιμοποιεί τη μερική απασχόληση.
    - Πάμε για κατάργηση του οκτάωρου, να μου το θυμηθείς. Αγάλι αγάλι γίνεται η ψωλή μεγάλη.

Αγάλι αγάλι γίνεται η ψωλή μεγάλη (από panos1962, 08/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified