Selected tags

Further tags

Μπαρ όπου βρίσκουν συντροφιά μοναχικοί τύποι... με το αζημίωτο πάντα!!!

- Ανησυχώ για τον Μπάμπη... αν δεν βρει σύντομα γκόμενα θα καταλήξει να συχνάζει σε κωλόμπαρα!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ωραία αλλά κοντή γκόμενα, αλλιώς και πινεζοπούτανο.

- Κοίτα ρε βυζιά που έχει το κοντοπούτανο, αντί να το πάρει σε ύψος, το πήρε αλλού το μπόι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερβολικά σεξουαλικά διεγερμένος.

Πολύ γκόμενα σου λέω. Πύρκαυλος έγινα μόλις την είδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(θηλυκό: καυλώτρια). Αυτός που προκαλεί τη σεξουαλική διέγερση στους άλλους σε μεγάλο βαθμό, σε αντίθεση με τον καυλιάρη, που διεγείρεται σεξουαλικά εύκολα ο ίδιος.

Κοίτα τον πώς μοστράρει τα μαυρισμένα του μούσκουλα. Νομίζει ότι είναι καυλωτής...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που γαμάει (ή νομίζει ότι γαμάει) ό,τι κινείται. Από το «γαμάει σαβούρα».

- Καλή, ετσ';
- Άντε ρε σαβουρογάμη...

(από BuBis, 31/05/09)

Και σαβουρομπήχτης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χώρος ή κατάσταση που επικρατούν με διαφορά οι άρρενες. Που οι γυναίκες είναι μετρημένες στα δάχτυλα, αν υπάρχουν. Παράφραση του πιτσαρία.

Πού μας έφερες μωρέ μέσα στην πουτσαρία;! Εδώ ήταν που θα βρίσκαμε γυναίκα; Μαλάκα!

με 1 ψηφο, δώρο 3 π... τσες (από GATZMAN, 11/06/12)

Δες ακόμη: αρχιδόκαμπος, πουτσοσπορά, πουτσοχώραφο, τσατσάρα. Αντώνυμο: μουνοθύελλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μέρος που είναι γεμάτο άντρες.

- Λες να πάμε για ποτό σε εκείνο το ροκάδικο; - Όχι ρε, εκεί είναι πάντα αρχιδόκαμπος, πάμε σε κανένα κλαμπάκι να δούμε κανένα γκομενάκι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει μουνόπανο. Γράφεται έτσι στον online γραπτό λόγο, χάριν συντομίας. Χαρακτηρισμός με αρνητική χροιά, που αναφέρεται σε κάποιον που επιδίδεται στην πουστιά, που δεν έχει μπέσα.

- Giati banarate ton takis_7654;
- Giati itan mnpn...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται στον online γραπτό λόγο και σημαίνει Gia To Boutso, ή Για Το Μπούτσο. Χαρακτηρίζει άτομο ή αντικείμενο μικρής έως μηδενικής αξίας (όχι μόνο χρηματικής), υποδεέστερο άλλου.

- katebasa na paikso to doom 3
- pfff gtb

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(θηλυκό: καταπιόλα) Αυτός / -ή που καταπίνει σπέρμα.

- Γλείφ' τα από χάμου, (μωρή) καταπιόλα.

Υπαρξιακή κραυγή (από Khan, 13/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified