Το αιδοίο.
Ο Μήτσος είπε στον άλλον «της μάνας σου το πρικιδώνι». Φαγώθηκε ο άλλος να μάθει τι σημαίνει πρικιδώνι. Σιγά μην το έμαθε!
από εδώ
Το αιδοίο.
Ο Μήτσος είπε στον άλλον «της μάνας σου το πρικιδώνι». Φαγώθηκε ο άλλος να μάθει τι σημαίνει πρικιδώνι. Σιγά μην το έμαθε!
από εδώ
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Οι τρίχες πάνω από τα γεννητικά όργανα της γυναίκας, το τρίχωμα του αιδοίου.
Ο αέρας σήκωσε την φούστα της και επειδή δεν φόραγε βρακί φάνηκε για λίγο ο μπούφος της.
Got a better definition? Add it!
Όταν κάποιος δεσμεύεται ότι δεν θα κάνει κάτι (συνήθως πολιτικός), όμως και μόνο η αναφορά μας προϊδεάζει ότι τελικά θα γίνει.
- Άκουσα στις ειδήσεις ότι τελικά δεν θα ληφθούν τα νέα μέτρα που ακούστηκαν.
- Και τους πιστεύεις; Είδες χέρι στο βυζί, δέξου μουνί μαντάτα...
Got a better definition? Add it!
Επιθετικός προσδιορισμός, σχετικά συνώνυμος με τον μουνίκακα, στο πιο μαλακουάζ του. Συνήθως υποδηλώνει τον κρετίνο, κάποιες φορές υποχόνδριο άνδρα, ο οποίος τυγχάνει να είναι ταυτόχρονα αγαθοβιόλης και μουνόδουλος. Συντάσσεται τόσο προσδιοριστικά («είναι απαλομουνίδας» όσο και ποσοτικά («πόσο απαλομουνίδας είσαι»).
- Ρε συ, τα' μαθες για τον Σάββα ; Πάλι του σβούριξε χυλόπιτα η Έλενα!
- Έλα ρε ! Καλά πότε πρόλαβε και χώνεψε την προηγούμενη που του είχε ρίξει ;
- Έλα ντε! Νόμιζε ότι επειδή τον πήρε προχτές τηλέφωνο να τον ρωτήσει κάτι για τη σχολή, μετάνοιωσε που τον απέρριψε την περασμένη εβδομάδα.
- Μα πόσο απαλομουνίδας γίνεται ο μαλάκας ώρες-ώρες !
Got a better definition? Add it!
Το μικρό παιδάκι. Δεν χρησιμοποιείται ως μειωτικός χαρακτηρισμός του μικρού παιδιού, αλλά κάποιος που βρίζει στην καθημερινότητά του θα την χρησιμοποιεί για παιδιά.
- Καλά ρε, από ένα παιδί νικήθηκες;
- Πω, καλά νικήθηκα. Και; Δεν χάνω κάθε μέρα.
- Εντάξει να μην νικάς κάθε μέρα. Αλλά να χάνεις από ένα μουνάκι σαν τον Γιαννάκη; Καλά, αυτός θα γίνει μεγάλος μάγκας όταν μεγαλώσει.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τα γυναικολογικά, τουτέστιν:
Είναι αρκούντως πρόστυχη ή τεσπα υποτιμητική λέξη, αλλά χρησιμοποιείται και όταν θέλουμε να αστειευτούμε ή να μην δείξουμε ότι πρόκειται περί σοβαρού προβλήματος.
βλ. και υδραυλικά
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται επίσης για να καταδείξει τον κόλπο γεννητικού οργάνου κοινής ή ελαφρών ηθών γυναικός, του οποίου το μέγεθος είναι πέραν του κανονικού.
Αυτό μπορεί να συμβεί από την κατάχρηση του κόλπου για σεξουαλική ευχαρίστηση, με τη χρήση αντρικών μορίων, ομοιωμάτων αυτών ή άλλων αντικειμένων.
Το αποτέλεσμα είναι ο ευμεγέθης αυτός γυναικείος κόλπος να φέρνει στο νου την διάμετρο μιας εξίσου ευμεγέθους ζάντας, όπως για παράδειγμα αυτής της καλογυαλισμένης ζάντας 21'' που αναφέρει ο φίλος deusxt παραπάνω.
Βλέπε και της έκανα το μουνί πηγάδι.
- Και εγώ σου λέω ότι και ως πόλεμος του κόλπου μπορεί να θεωρηθεί και ο πόλεμος στην Τροία.
- Στην Super 3;
- Τη λε ρε βρομοσκούληκο! Της Τροίας εννοώ, με τον Πάρη και την ωραία Ελένη, η οποία είναι γυναίκα και η οποία διαθέτει...
- Ε, τι; δε ξέρω...
- Διαθέτει κόλπο βρε όργιο, μουνί πως να στο πω, εξ ου και πόλεμος του κόλπου!
- Ζάντα της το είχανε κάνει δηλαδή!
Got a better definition? Add it!
Το μέρος που είναι γεμάτο γυναίκες.
- Παίδες ψήνεστε για συναυλία Τζάστιν Μπίμπερ;
- Ναιιι, μουνοκαλύβα που θά' ναι!
Λέξεις για το συνωστισμό αντρών: αρχιδάλωνο, αρχιδαριό, αρχιδόκαμπος, καψιμί, λοσταρία, πουτσοπανήγυρος, πουτσοσπορά, πουτσοχώραφο, σβερκαρία, τίγκα στο αρχίδι, τσατσάρα, ψωλαρία, ψωλοχώρι.
Λέξεις για το συνωστισμό γυναικών: Αιδοίον πέλαγος, ακατάσχετη μουνορραγία, θεομουνία, μουνόβραση, μουνοθύελλα, μουνοκαλύβα, μουνόλακκος, μουνοπλαγιά, μουνοπλημμύρα, μουνώνας, μπαζοκαταιγίδα, μπουλογιόλι, του μουνιού το πανηγύρι, moon storm.
Got a better definition? Add it!
Η κοπέλα που έχει απαλό αιδοίο, άλλως πύλη του Παραδείσου.
Συνώνυμο: γλυκομούνα.
Βλέπε και -μούνα, -γκόμενα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Υπάρχουν δύο ορισμοί με επικρατέστερο τον πρώτο.
Τοπογραφικός: Το μέρος στο οποίο παρευρίσκονται υπεράριθμαι γκόμεναι. Η χαρά του καβλωμένου. Ο παράδεισος του άνδρός. Βλ. και μουνόλακκος.
Μετεωρολογικός: (απίθανος σε αυτό τον κόσμο) Όταν πνέουν άνεμοι ισχυροί συνοδευόμενοι από ιπτάμενα αιδοία, ή βρέχει καταρρακτωδώς αιδοία.
Καλά, ρε φίλε, τι μουνοθύελλα ήταν κι αυτή εχθές; Τόσες γκόμενες δεν είχαν ξαναπεράσει από το μαγαζί ποτέ. Έπαθα πλάκα.
Λέξεις για το συνωστισμό αντρών: αρχιδάλωνο, αρχιδαριό, αρχιδόκαμπος, καψιμί, λοσταρία, πουτσοπανήγυρος, πουτσοσπορά, πουτσοχώραφο, σβερκαρία, τίγκα στο αρχίδι, τσατσάρα, ψωλαρία, ψωλοχώρι.
Λέξεις για το συνωστισμό γυναικών: Αιδοίον πέλαγος, ακατάσχετη μουνορραγία, θεομουνία, μουνόβραση, μουνοθύελλα, μουνοκαλύβα, μουνόλακκος, μουνοπλαγιά, μουνοπλημμύρα, μουνώνας, μπαζοκαταιγίδα, μπουλογιόλι, του μουνιού το πανηγύρι, moon storm.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified