Further tags

Σάψαλο-μουνί: ο μή τυχαίος ορισμός αυτής της λέξης είναι για τις γυναίκες των [-άντα] (από 40 και πάνω μόνο). Συνήθως χρησιμοποιείται και για τα μουνόχειλα της γυνής που έχουν σχισθεί από το πέος (ή πέη) ή και από τα αμαρτωλά παιχνίδια. Επίσης χρησιμοποιείται αντί του μιλφ.

  1. Ρε φίλε γουστάρω τη μάνα της γκόμενας μου, για σαψαλομούνα κρατιέται καλά.

  2. Χτες γάμησα μια ρε φίλε, τι σαψαλομούνα που ήταν, τα μουνόχειλα ήταν πραγματικά ξεσκισμένα.

(από pargas, 13/10/11)(από pargas, 13/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψακί-μουνί: η γυναίκα - κοπέλα που δεν κάνει χρήση του ξυραφιού στο συγκεκριμένο σημείο ή έχει να κάνει μπάνιο από το Πάσχα. Συνήθως χρησιμοποιείται για κοπέλες πού έχουν κάνει το σεξ καθημερινότητα... και όχι με τον ίδιο άντρα!

  1. Πω ρε φίλε χτες γάμησα μία ψακομούνα, τρία προφυλακτικά έβαλα.

  2. Μέσα σε μπαρ-κλάμπ (αντροπαρέα)
    - Ρε φιλέ ωραία γκόμενα αυτή.
    - Άσε ρε μαλάκα, αυτή είναι ψακομούνα, έχει πάρει όλη την περιοχή.

βλ. και παρτόλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσβλητικός όρος που χρησιμοποιείται για την ξiνή, δύστροπη γυναίκα. Λέγεται και για τις μπουρναζογκόμενες που παριστάνουν τις δύσκολες. Δυνητικά και για όσες έμειναν στο ράφι.

Ρε Σταμάτη, φοβερή γκόμενα η Γιάννα.
– Άσε ρε Νίκο με την ξυλομούνα! Αυτή όπως πάει θα μείνει στο ράφι!

Δες και -μούνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που έχει τόσο παχιά και προτεταμένα μουνόχειλα που παραπέμπουν σε πέοντα σε κατάσταση λήθαργου.

-Τσέκαρε ένα άρρωστο ντόγκι εκεί στην μπάρα που χοροπηδάει...
-Τον πάπαρδο δεν τον βλέπεις που πετάγεται από το φέιγ-κολάν;
-Παρ' την πεομούνα από μπροστά μου!

Πεομούνα άλλου είδους (Λούβρο) (από Vrastaman, 02/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα μισοριξιά.

Κυριολεκτικά, η κοντή και αδυνατούλα που όμως το παίζει Πάμελα...

Μεταφορικά, η χειριστική γυναίκα, η πουτανόψυχη.

Το μισο-, ενώ αναφέρεται στο ήμισυ, τελικά χωράει και την απόχρωση του μίσους, ως προς την χρήση της, καθότι η λέξη χρησιμοποιείται εξαιρετικά υβριστικά.

Επίσης ουδετεροποιείται και γίνεται «μισομούνι».

  1. δεν θα σε κανει οτι θελει το καθε μισομουνι

  2. μαζί με ένα άλλο εξίσου πράσινο
    μεταχειρισμένο μουνόπανο και εκείνο το μισομούνι την Εύη Τζέκου,
    τη στήσανε και πήγανε να φάνε τον άνθρωπο τον Ζαχόπουλο.

  3. μισομούνες ξεπρωκτιασμένες ημίκολπες πουτανάρες της μητριαρχικής σπυριασμένης χοάνης που μουγγνίζοντας σας ξέρασε σ' αυτόν τον κόσμο...

όλα αυτά τα καταπληκτικά, από το νέτι.

Δες και -μούνα, -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φαινομενικά πάμψυχρη γυναίκα. Αυτή η οποία, από το βλέμμα της μέχρι τα τρίσβαθα του κόλπου της, δείχνει ακίνητη σα μαρμαρωμένη -και κρύα σαν το μάρμαρο. Από τις πιο σπάνιες περιπτώσεις χαρακτήρων (έχει δει κανείς ποτέ;). Προσοχή: όχι η μπλοκέ γυναίκα που είναι σεξουαλικά ψυχρή ή που είναι αντικοινωνική και κρύβεται πίσω από μια ανέκφραστη όψη. Μιλάμε πάντα για αξιοπρέπεια, κύρος και απόλυτο έλεγχο.

Ο παραμυθένιος αυτός χαρακτηρισμός δεν βγάζει λοιπόν απέχθεια, ούτε καν μπορεί να καταχωρισθεί ως Πρόστυχος ή Σεξιστικός. Είναι τίτλος. Εγείρει το δέος και τον σεβασμό, ακριβώς όπως και το μάρμαρο -ως πέτρωμα, ως αξία, ως χρήση.

Μια μαρμαρομούνα είναι μεγάλη πρόκληση. Αν σε δεχθεί (όχι «υποκύψει»!), έχεις καταφέρει όσα λίγοι. Και αξίζεις πολλά. Άρα η μαρμαρομούνα είναι κάτι ανώτερο και της αρχοντομούνας, θα λέγαμε ο υπερθετικός βαθμός της. Το δε παγόμουνο είναι εντελώς τελείως άλλη κλάση, όπως λέει ο jonas στο λήμα-ασίστ ice queen.

Τι γίνεται τώρα κάτω από την μαρμάρινη αυτή όψη και πόζα, δεν μπορούμε να ξέρουμε. Οι λίγοι που μάθανε δεν μπορούν να εξηγήσουν.

Παραθέτω και το χότζειο σχόλιο του ice queen:

Ιταλικά λέγεται fica di marmo = μαρμαρομούνα. Ως «βασίλισσα του χιονιού» λέγεται και στα τούρκικα, αλλά δε θυμάμαι πώς.

- Ρε συ, έχει χαθεί ο Στέλιος, έχεις μάθει νέα του, είναι καλά;
- Δεν ξέρω, είναι τελειωμένα ερωτευμένος με μια μαρμαρομούνα, το παλεύει, γράφει ποιήματα κι ετς τώρα.

(από Khan, 19/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκληρό νταηλίδικο μπινελίκι δια πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν.

- ΚΕΜΑΛ ΞΕΧΥΣΑΝΟΠΟΥΣΤΑ ΣΕΛΤΖΟΥΚΕ ΣΚΑΤΟΜΟΥΝΗ. ΠΟΥ ΤΗ ΜΠΟΥΤΑΝΑ ΜΑΝΑ ΣΟΥ ΠΟΥΤΣΩΝΑΝ 1000 ΟΥΝΝΟΙ.
(εδώ)

- swpa re mpouli, prepei na se xerw gia na s milisw;;; skatomuni t kerata ...
(εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εδώ υπάρχει βέβαια και σαφέστατα ένα παιχνίδι ηχητικό. Παίζουμε με τις λέξεις ΠΑΣΟΚ, κομμούνα και μούνα.

Και τι υπονοεί ο ποιητής με τέτοιου είδους λογοπαίγνια; Πολύ απλά είναι τα πράγματα κυρίες και κύριοι. Στις οργανώσεις τού ΠΑΣΟΚ υπάρχουν ένα σωρό νεαρά μουνάκια που εύκολα τα χτυπάς παίζοντάς το αριστερών ιδεολογιών. Με πέντε-δέκα αριστερο-αφασό-μαλακιούλες τα έχεις ρίξει και πηδήξει. Έτσι κι αλλιώς κι αυτά τα δύστυχα δε θέλουν κάτι άλλο.

Μπουζουριέρα, βιτρίνα, είναι όλο το αριστερό στυλάκι τους. Να πηδηχτούνε θέλουν τα καημένα αλλά επειδή είναι και «ντροπαλά» το παίζουν πολιτικοποιημένα στο ροζ στυλάκι.

Στο ίδιο ροζ στυλάκι πηδιώντουσαν αδιάκριτα στα τέλη των '70 και τα άλλα παρόμοια θηλυκά της οργάνωσης «Ρήγας Φεραίος» τού ΚΚΕ εσωτερικού. Θυμάμαι να γινόμαστε μέλη του για να πηδήξουμε.

Αναρτήθηκε κατόπιν έκκλησης του Vrastaman.

Γαμώ το φελέκι μου, πρέπει να παραθέσω και παράδειγμα για να βγει το λήμμα, άντε κι ας βάλω κάτι πασίγνωστο :

- Τι έγινε τελικά ρε, την πήδηξες την πασοκoμούνα;
- Σιγά τα δύσκολα ρε, χώρια που με κυνηγάει τώρα να τρέχω στις μαζώξεις τους!

Και σιγά μην πάω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα «ροζ» είναι τα πρώτα σημάδια της περιόδου η οποία, συνήθως, δεν έρχεται μπαμ, αλλά εμφανίζεται με τις εισαγωγικές αυτές αχνές κηλίδες της ελάχιστης ποσότητας αίματος που προηγείται του όλεθρου και της καταστροφής παντός σχεδίου, ψυχικής ισορροπίας, επαφής.

Τα ροζ μπορεί όμως να σημαίνουν και κάποια ελαφράς μορφής αιμορραγία, πχ στα μισά του κύκλου, πράγμα που μπορεί μεν να είναι φυσιολογικό, αλλά μπορεί και να σημαίνει διάφορα: ορμονική διαταραχή, εμμηνόπαυση, ασθένεια, πολύποδα, και άλλα όμορφα.

Ακόμα και στον γιατρό, έτσι περιγράφεται αυτό το φαινόμενο.

Ασίστ Μες, στο λήμμα καφέ:

«Σούπω βρε ιρον, τώρα που το λίνκιασες, και τα «ροζ» να ανεβάσουμε, αυτά τα πρώτα πριν, που τα βλέπεις και αρχίζεις το μοιρολόγι που δεν θα μπεις στην θάλασσα, που τσάμπα έκλεισες για την Αράχωβα στράφι θα πάει η κρεβατάρα κλπ, α;»

- Ο κύκλος σας φυσιολογικός;
- Εεμμ... είχα ένα προβληματάκι τον τελευταίο μήνα, εμφανίστηκαν λίγα ... εχμ... ροζ, ξέρετε... και μετά σταμάτησαν. Να ανησυχήσω;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αρσενικό της αγαθομούνας, δηλαδή ο αγαθιάρης, ο αφελής, ο καλοπροαίρετος μέχρι ανοησίας, τελικά ο μαλακάκος.

Να σημειωθούν:

  1. Ορισμένα (όχι όλα!) θηλυκά ουσιαστικά με β' συνθετικό το -μούνα έχουν αρχίσει να σχηματίζουν και αρσενικό αντίστοιχο. Κλασικό παράδειγμα το κλαψομούνης. Μάλλον όμως αποδίδουμε σ' αυτούς τους άντρες -μούνηδες μια βασικά θηλυκή συμπεριφορά (με την κακή έννοια).

  2. Το αρχαίο ιδανικό καλός καγαθός έχει σλανγκιστεί από το Νεοέλληνα με τελείως αρνητική σημασία ως καλοκαγαθιάρης , δηλαδή αγαθομούνης. Μια θεαματική ανατροπή!

Σύγκρινε: χαζομούνης, χαφτομούνης.

Αγαθομούνης σήμερα, κερατάς αύριο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified