Η μαϊμού.

Από τον Cheeta, τον θρυλικό χιμπατζή του Ταρζάν.

- ΜΟΥ ΤΗΝ ΔΙΝΕΙ ΠΟΥ ΚΑΘΕ ΛΙΓΟ ΚΑΙ ΛΙΓΑΚΙ ΚΑΠΟΙΟΙ ΠΗΔΑΝΕ ΣΑΝ ΤΗΝ ΤΣΙΤΑ ΑΠΟ ΣΤΑΤΟΥΣ ΣΕ ΣΤΑΤΟΥΣ ΚΑΙ ΑΠΟ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΣΕ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑΖΟΥΝ ΤΑ ΠΑΝΤΑ!!! ΠΟΣΟ ΜΑΛΛΟΝ ΟΤΑΝ ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΤΟΥΣ ΔΕΝ ΚΟΛΛΑΝΕ ΠΟΥΘΕΝΑ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
εδώ

- Είδα τον Τζόρβα επιτέλους σε καλή κατάσταση, να εμπνέει μια κάποια σιγουριά στην άμυνα, να σώζει αρκετές φορές την ομάδα κυρίως με τις σωστές τοποθετήσεις του. Διότι ο τερματοφύλακας δεν είναι καλός όταν εκτινάσσεται σαν την Τσίτα δυο μέτρα πέρα, αλλά κυρίως όταν ξέρει να τοποθετείται σωστά και όταν κάνει καλές εξοδους. εκεί

- Oleg Deripaska, a cheeta look-alike without the chimp’s charm and good manners.
Τάκης Θεωδορακόπουλος, παραπέρα

(από Vrastaman, 08/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άτομο που χαρακτηρίζεται από δύο εξαιρετικά αρνητικές ιδιότητες, όταν μία θα ήταν αρκετή για να μας γίνει αντιπαθές ή τρομακτικό.

Κάποιος που δεν θα θέλαμε να συναντήσουμε, ούτε φυσικά να σχετιστούμε μαζί του. Ενίοτε συνώνυμο του ορκ.

Από τις σειρές κόμικς, βίντεο γκέημς και ταινιών «Alien vs. Predator», όπου Predalien είναι το ανοσιούργημα που προκύπτει όταν το Alien παρασιτεί εντός κάποιου Predator. Τέρας εις το τετράγωνο.

- Και βρομά και πρεζόνι, σωστό πρεντάλιεν. Μπρρρ, Λουκία μου... μακρυά από μας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορκ, το.

  • Το άτομο με αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας. Είναι συχνή η συν-νοσηρότητα με τοξικομανία και αλκοολισμό.
  • Ο κακοποιός, ο κωλάνθρωπος, η σκατόφατσα. Κάποιος που σε τρομοκρατεί και μόνο με το παρουσιαστικό του, αλλά και που η συμπεριφορά του επιβεβαιώνει τους φόβους σου.

    Κάποιος που δεν θες να συναντήσεις την νύχτα σε έρημο δρόμο ή, αν το καλοσκεφτείς, ούτε την ημέρα, ούτε ποτέ σου τέλος πάντων.

- Το κέντρο της πόλης έχει παραδοθεί στα ορκ και δεν τολμάω να κυκλοφορήσω. - Σιγά, ρε λελέ...

Ένα κλασικό ορκ. (από Dr. Steve Brule, 16/11/12)τελικός κυπέλλου ΠΑΟ - ΠΑΟΚ 26/4/14  (από xalikoutis, 25/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καθώς η υπερδύναμη τείνει να μεταφερθεί απ' τις ΗΠΑ στην Κίνα, μαζί τείνει να μεταφερθεί κι η αντίστοιχη βλακεία. Έτσι κατά τα αμερικανιά και αμερικλανιά, σχηματίστηκε το «κινεζιά», για να δηλώσει ακριβές υπερπαραγωγές ενός Χόλλυγουντ στα κινέζικα, ή οποιαδήποτε άλλη πατάτα προερχόμενη απ' την Κίνα και ιδίως αντίγραφα κακής ποιότητας. Κι ενώ στο σινεμά τα έργα ενός Γιμού, ενός Καρ Βάι, ενός Ανγκ Λη τίμησαν το είδος του βούξια, ή την βουξιά ελληνιστί, μετά έγινε μανιέρα ένα είδος βουξιών δεύτερης ποιότητας, που συναγωνίζονται τις κακές χολυγουντιάνικες ταινίες.

Χαρακτηριστικά της κινεζιάς στο σινεμά: Οι ήρωες πετάνε, πηδάνε, κάνουνε τούμπες με τέλειο υπερφυσικό τρόπο. Στην αρχή αυτό ήταν μέσα στους κώδικες του βούξια, αλλά μετά έγινε πρόσχημα για να φεσωθούμε. Οι διάλογοι ζηλώνουν την δόξα κάθε Φωσκολιάδας. Μέχρι το τέλος της ταινίας, όλοι οι ήρωες έχουν βρει κάποιον λόγο για να αυτοκτονήσουν μελοδραματικά. Και στο τέλος νικάει κάποιος σαδιστής αφέντης πατέρας, που έχει στο μεταξύ προσφέρει άπλετη ικανοποίηση στον κάθε μαζόχα της ταινίας. Όλα αυτά σε πανάκριβα σκηνικά με τείχη, φανάρια, δράκους, παλλακίδες κτλ. Οι τίτλοι αποτελούν συνήθως ένα συμπίλημα απ' τα παραπάνω.

- Πάμε να δούμε το «Καταραμένο Μυστικό του Χρυσού Δράκου»;
- Βουξιά;
- Φαίνεται;
- Μόνο να μην είναι πάλι καμιά κινεζιά σαν το «Κλάμα της Παλλακίδας πίσω απ' το Τείχος με τα Φανάρια». Δεν θα το αντέξω!

(από Khan, 30/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντικαθιστά τον πολύ μαύρο, τον κατράμι, τον ταμ ταμ ταμ, ειδικότερα όταν ο στόχος είναι η γελοιοποίηση της φυλής του. Καθιερώθηκε στην ρατσιστική καθομιλουμένη από την ατάκα του Βέγγου στην ταινία «μην είδατε τον Παναή», όπου βλέποντας το πρόσωπό του να έχει μαυρίσει από τα καυσαέρια αναφωνεί «αμάν ο Καζαμπούμπου». Προέρχεται βέβαια από το όνομα του Τζόζεφ Κάζαβουμπου, πρώτου προέδρου του Κονγκό μετά την απελευθέρωση της χώρας από τους Βέλγους.

Έλα, βάλτο αγόρι μου. Όχι ρε, πάλι το ‘χασε ο καζαμπούμπου, που να του ψοφήσει η Τσίτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλάκας. Βλάχος. Χαζός.

Κοίτα ο αγκόπ φόρεσε καρτέπιλα στην πόλη.

Από τον παλιό ηθοποιό Φίλιο Φιλιππίδη, ή Αγκόπ. Αγκόπ είναι ένα από τα κοινά Αρμένικα ονόματα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified