Selected tags

Further tags

Γνωστό '80's είδωλο, πρωταγωνιστής μιας μεγάλης κολλεκτίβας ελληνικών ταινιών τύπου «Ρόδα, τσάντα και κοπάνα». Ο πιο γωστός ρόλος του είναι το «αλάνι», μηχανόβιος, σκληρός αλλά ευαίσθητος όταν γνωρίζει τον αληθινό έρωτα.

Ο όρος Γαρδέλης χρησιμοποιείται για μηχανόβιους που κάνουν συνήθως επίδειξη της «ρόδας» τους σε ανυποψίαστες κοπέλες τύπου Σοφίας Αλιμπέρτη (αυτός που μόλις σε έχει πάρει ο ύπνος και κάνει γύρους το τετράγωνο με ταχύτητα λες και παίρνει μέρος σε ράλλυ).

Έρχεται ένας φίλος σου όλο χαρά, να σου δείξει την καινούργια του ρόδα που μπορεί να είναι κι ένα απλό παπί και γκαζώνει με ύφος «Καβαλάω Harley, μάγκες».

Εκεί εσύ γυρνάς και λες: «Καλώς τον Γαρδέλη!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να τονίσουμε την τάση ενός ατόμου να προδίδει. Το καρφί, ο δοσίλογος.

- Του είπα τι έγινε χθες και το μοιράστηκε με όλο τον κόσμο ο Αρτέμης Μάτσας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση για μεθύστακες εμπνευσμένη από τον αθάνατο ελληνικό ήρωα των ταινιών του 50-60.

Κάθε μέρα ο γέρος μου γυρνάει μεθυσμένος. Έχει γίνει Ορέστης Μακρής.

(από rigo21, 07/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ταλαίπωρος, ο άνθρωπος που τρέχει και δε φτάνει, που το φυσάει και δε λέει να κρυώσει. Πάντα ολοκληρώνει κάτι ακριβώς κατά την εκπνοή της προθεσμίας και πάντα έχει κάτι ακόμα να κάνει.

Ο χαρακτηρισμός προφανώς προκύπτει απ' τον δημοφιλή ηθοποιό Θανάση Βασιλείου Βέγγο, ο οποίος στις περισσότερες ταινίες του πρέπει να θρέψει 17 στόματα, να παντρέψει 12 αδερφές, να κατεβάσει τη γάτα της γειτόνισσας απ' το δέντρο, να τρέξει λίγο γύρω από μια κολόνα προσπαθώντας να βρει το δρόμο του, να ανέβει σε ένα τρακτέρ ανάποδα και να ψάχνει το τιμόνι, να τον κυνηγήσει ο ιδιοκτήτης του σπιτιού του για το νοίκι και να βγει στο δρόμο με σακάκι, λουστρίνι κι από κάτω ριγέ σωβρακοφανέλα χωρίς καλό λόγο.

- Πετάξου μετά τη δουλειά να δεις αν είναι έτοιμα τα ρούχα στο καθαριστήριο. Και πάρε ντομάτες και ψωμί απ' το σούπερ μάρκετ. Και πήγαινε και δίπλα στη ΔΕΗ να πληρώσεις το λογαριασμό. Κι όπως έρχεσαι φέρε και τα παιδιά απ' το σχολείο.
- Αμάν ρε Σούλα, Βέγγος έχω γίνει! Πού να τα προλάβω όλα αυτά; Εσύ τι θα κάνεις δηλαδή;
- ΓΚΡΙΝΙΑ Τι θες να πεις;! Ότι δεν κάνω τίποτα; Ποιος καθαρίζει εδώ μέσα; Ποιος μαγειρεύει; Ποιος... ΓΚΡΙΝΙΑ
- Καλά καλά... πάω. Κι ευχαριστώ ε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καθυστερημένος, βλάκας, αρκετά ηλίθιος. Από τον γνωστό πολυτάλαντο καλλιτέχνη.

- Πήρα τηλέφωνο στο ΚΕΠ να κανονίσω τα χαρτιά μου, και μου βγήκε ένας Κατέλης και δεν έβγαλα άκρη...

Στου γιαλού τα πουτσαλάκια! (από Cunning Linguist, 19/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τον γνωστό ηθοποιό Alain Delon. Σημαίνει άλλ' αντ' άλλων.

- Μ' αυτό το παιδί δε μπορώ να συνεννοηθώ. Μαζί μιλάμε και χώρια καταλαβαινόμαστε.
- Ε, αφού του λες κάτι και σου απαντάει αλέν ντελόν.

Να μην ακούω τίποτα! (από MXΣ, 29/03/10)Ali - Dylan... (από MXΣ, 08/08/11)

Δες και αλλαντάλλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έλληνας πρωταγωνιστής ταινιών πορνό. Τον έλεγαν Τέλη, αλλά η φάτσα του έφερνε λίγο σε Σιλβέστερ Σταλόνε.

Τέλης Σταλόνε: - Γλύψε την κεντρική αρτηρία!»
Γυναίκα πορνοστάρ: - Σλουρπ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified