Ο ομοφυλόφιλος, ενεργητικός ή παθητικός, ο οποίος λατρεύει τα πέη. Μπορεί να είναι ξεφωνημένη ή κρυφόπουστα, θηλυπρεπής ή όχι, πάντως σίγουρα λατρεύει τις ψωλές. Τον διακρίνει κανείς εύκολα, καθώς όταν πέφτει το βλέμμα του σε πέος, γλείφει λίγο τα χειλάκια του και κάνει «Μμμμμμμμμμ!!!» παθιάρικα.

  1. Δασκάλα: Πώς λεγόταν ο διάσημος ζωγράφος από τη Λέσβο;
    Μαθητής-πουστάκι: Πεόφιλος κυρία! Αχ... Πάλι μπούρδα είπα καλέ!
    Δασκάλα: Όχι αγόρι μου. Θεόφιλος λεγόταν. Πεόφιλος είσαι εσύ!

  2. - Ρε συ, τι ήταν αυτός ο μπάρμαν χθες; Όλο σφηνάκια με κερνούσε!
    - Δεν ξέρω, αλλά πρόσεχε. Παίζει να είναι λίγο πεόφιλος.

(από dk636, 14/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενικός όρος περιγραφής ανατολικών κυριών (εξ ου και η χαρακτηριστική κατάληξη -οβα), οι οποίες έχουν προφανώς εντρυφήσει επί μακρόν στο άθλημα, σε βαθμό που να έχει μεταβληθεί η γεωμετρία του κόλπου και να προσομοιάζει σε πηγάδι.

- Ρε συ, δε μου 'πες τελικά τι έγινε με το γκομενάκι εκείνο που έφυγες προχθές από το μπαρ.
- Τι να γίνει ρε μαλάκα; Πίκρα. Τατιάνα Πηγαδομούνοβα η τύπισσα. - Όχι εσύ που φοβόσουν να της την πέσεις μη σε παρεξηγήσει η παρθενόπη.

(από pavleas, 22/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση με κυριολεκτικό περιεχόμενο και ελαφριά δόση υπερβολής που χρησιμοποιείται για χαρακτηρισμό πολύ κοντής γκόμενας. Δηλαδή, ότι είναι τόσο κοντή που για να σου πάρει πίπα δεν χρειάζεται καν να σκύψει.

Βέβαια η φράση αυτή δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί από αρσενικά που έχουν ύψος ένα κι ένα milko (δηλαδή εξίσου κοντοί) για ευνοήτους λόγους.

Η πίπα όρθια είναι το ακριβώς αντίθετο της αλόγας.

Με την ίδια λογική θα μπορούσε να υπάρχει και η φράση γλύφομούνι όρθιος.

- Πόπο ρε παιδί μου, αυτή η Βαρβάρα είναι τόσο κοντή.
- Πίπα όρθια δηλαδή, αλλά τι μιλάς και εσύ; Ένα μέτρο και ένα μίλκο είσαι!

Βλ. και Π.Τ.Ο., Π.Π.Ο., όρθιο τσιμπούκι, το

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ενεργητικός ομοφυλόφιλος. Αυτός που του αρέσει να κεντάει άλλους από πίσω. Αντίστροφο του πισωγλέντης.

Οι περισσότεροι μόδιστροι είναι πισωγλέντηδες. Οι γαμιάδες τους όμως προφανώς είναι πισωκέντηδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειδικό μείγμα σπέρματος και αγγελόσκονης, αστερόσκονης ή, έστω, στρας που χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο από κουνιστές ως κρέμα ημέρας για να προσδώσει γκλάμουρ και φωτεινότητα στο πρόσωπό τους. Μερικές πολύ πρόστυχες το βάζουνε και στο ψωμί, αντί για βιτάμ.

- Ντικ μωρή τσαπερδονοκωλοσφυρίχτρο το γαργαρότεκνο τσαρδόφατσα πώς λάμπει η μούρη του!
- Αμ, τι θες χρυσή μου, κι εγώ άμα πλακωνόμουνα τις πουσταλευριές με το μυστρί έτσι θα 'μουνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι το οποίο γουστάρουν οι πούστηδες (κατά το «γουστόζικο»).

Κρίστο: - Αχ καλέ, τι ωραίο συνολάκι είναι αυτό; Σου κάνει ωραία οπίσθια!!!
Τρύφων: - Ε ναι χρυσό μου, είναι και πολύ πουστόζικο!!! Καρ καρ καρ καρ!!!

(από dk636, 14/06/11)

βλ. και πουστάρω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πούστης που τα εκπέπμει.

- Μάζεψε τα πουστρόνια σου, μολύνουν την ατμόσφαιρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατώτερος υπάλληλος φτηνού και αμφιβόλου φήμης ξενοδοχείου, επιφορτισμένος με το στρώσιμο («που στρώνει») των κρεβατιών. Συνήθως ατημέλητος, βραδύνους και «πιο αργός κι απ' τον θάνατο» όσον αφορά τη δουλειά του.

Γαμώτο! Πριν μια ώρα φώναξα το πουστρώνι να έρθει να σουλουπώσει τα κρεβάτια. Τί διάολο...; Μαζούτ καίει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός για έναν ομοφυλόφιλο, συνήθως έναν που του αρέσει περισσότερο να τον τρώει παρά να τον δίνει.

- Γεια σας, παιδιά.
- Φύγε απο 'δω, ρε πουτσογλείφτη, μας την σπας και μόνο που σε βλέπουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κι αυτός είναι πούστης, όπως και ο πισωγλέντης και πολλοί πολλοί άλλοι.

Ακα: πουτσογλεντζές.

- Τον χορεύει τον καρσιλαμά ο Πέρι! Μεγάλος πουτσογλέντης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified