Further tags

All Cops Are Bastards. Χρησιμοποιείται και από οργανώσεις κατά των αστυνομικών, αλλά και σε graffiti.

Ρε φίλε το είδες το A.C.A.B. που έγραψαν οι Χρυσαυγιώτες στον τοίχο του σχολείου;

Δες και Μ.Γ.Δ..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του κάγκουρα, του κιτσάτου. Χρησιμοποιείται για ανθρώπους που έχουν μείνει κολλημένοι στο στυλ «αμάνικη μπλούζα, ζελέ στο μαλλί-φράχτη και ιδιάζουσα αργκό στην έκφραση», εμπνευσμένη από την αντίστοιχη περιοχή στην οποία έχει πέραση το συγκεκριμένο στυλ.

Κοίτα το τρικολόρε μαλλί του. Σκέτο μπραχάμι σου λέω!

(από Khan, 10/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειδικότερα στη νότια Ελλάδα, το επίθετο / ουσιαστικό «μαύρος» χρησιμοποιείται ως συνώνυμο της λέξεως «καημένος». Προφανώς για λόγους ιστορικούς, από την εποχή της κατάφωρης αδικίας εις βάρος των μαύρων, η λέξη ταυτίστηκε με τον αδικημένο και χτυπημένο από τη μοίρα.

Συχνά χρησιμοποιείται και ειρωνικά, υπό μορφήν «έλα μωρέ καημένε», ήτοι «έλα μου εδώ χάμου ρε μαύρε να τελειώνουμε».

  1. Απόσπασμα από διάλογο ραδιοφωνικής Ελληνοφρένειας

    Κύρ Βασίλη (ο γνωστός Φιδέμπορας), πολιτικά δεν έχουμε συζητήσει, τι ψηφίζεις, Δεξιά;
    - Εγώ είμαι Παπανδρεϊκός ρε μαύρε, από την αρχή, χρόνια τώρα.

  2. - Πατέρα, το παιδί αρρώστησε και δεν έχουμε λεφτά να πάμε στο γιατρό.

    - Α ρε μαύρε τι τραβάς κι εσύ... Πάρε εδώ 200 ευρώ για να πάτε το γιατρό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βλάκας, ηλίθιος κλπ. Κυρίως τη δεκαετία του '80.

Προήλθε απο τα Ποντιακά ανέκδοτα, τα οποία ήταν ξενόφερτα, και αναφέροταν σε διάφορους λαούς (πχ. τα Γαλλικά ανέκδοτα λένε για τους Βέλγους οτι κάνουν όλο λακαμίες).

Όταν τέτοια ανέκδοτα ήρθαν στην Ελλάδα, για να είναι μέσα στα πράγματα, έπρεπε να αντικαταστήσουμε τα ονόματα με κάτι σχετικό, και βρήκαμε τους Πόντιους. Αποτέλεσμα, να φαίνονται ηλίθιοι.

  1. Ρε Πόντιε, δεν σού 'πα να προσέχεις; Μου τά 'χυσες πάνω στο χαλί!

  2. Έδωσα τάληρο στον περιπτερά και μού 'δωσε ρέστα 15! Πόντιος είναι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υστερών ως προς το μέγεθος πέους.

Συνώνυμα: μικροτσούτσουνος, μπάμιας, μικροπούλης, μικρός και τριανταφυλλένιος ή Πέτρος Φιλιππίδης. Το αντίθετο είναι ο ένας και μοναδικός Δάσκαλος, ο Γκουσγκούνης ο Μέγας.

- Τάκη, για την Ελένη τά 'μαθες;
- Τι έγινε;
- Άρχισε να βγαίνει με το Νίκο. Εγώ λέω την κανονίζει.
- Όχι ρε πούστη μου. Και πριν από μια βδομάδα την είχα γαμήσει. Και τώρα μ΄ έφτυσε γι΄ αυτόν τον μικροψώλη;
- Γυναίκα φίλε μου, πουτάνα δηλαδή.
- Όχι πουτάνα ρε φιλάρα. Καριόλα είναι!

Δες και -ψώλης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μειωτικός / ειρωνικός χαρακτηρισμός για άτομα μεγαλομεσαίας ηλικίας. Παρά το γεγονός ότι ο πραγματικός Μπάρμπα-Μπρίλιος (όχι αυτός με τον γάλο, αυτός του ορισμού μας) είναι 60+, συμπεριφορά Μπάρμπα-Μπρίλιου μπορούν να έχουν και νεότεροι αλλά πάντα άρρενες.

Στο πρόσωπο του Μπάρμπα-Μπρίλιου, συγκεντρώνονται όλα τα θαυμαστά χαρακτηριστικά της νεοελληνικής ιδιοσυγκρασίας:

  • Παντελής έλλειψη επικοινωνίας με το περιβάλλον (ως επίσης και περιφερειακή όραση).
  • Απόλυτος σταρχιδισμός για όλους και όλα γύρω του.
  • Ταχύτητα κίνησης που θα ζήλευε και ο Αφρικανικός μεγαλοσαλίγκαρος (σε εποχή ανάπαυσης).
  • Εικόνες, πολλαπλά τάματα και λαμπάδες στον Άγιο Ωχαδερφέ και στον Όσιο Έλαρεπαιδίμουτώρα.
  • Η «κοινή λογική» είναι αντικείμενο της προχωρημένης κβαντομηχανικής (μακριά από μας).

Η ομοιότητα με παρόμοιες εκφράσεις, έγκειται στο πρώτο συνθετικό «Μπάρμπας». Παρόλο που επί της ουσίας σημαίνει «Θείος», η λέξη χρησιμοποιείται για να προσδώσει έναν ειρωνικό τόνο για άτομα με «επαρχιώτικη» νοοτροπία, ήτοι απλοϊκά / κουτοπόνηρα ή αργά (φυσικώς ή / και πνευματικώς), σε σχέση με τα «γατόνια» των μεγάλων πόλεων. Παράδειγμα ο Μπάρμπα-Γιώργος (βλ. παράδειγμα του acg εδώ) και τον Μπάρμπα-Μυτούση (από το cult αναγνωστικό Δημοτικού του 1975). Ο Μπάρμπα-Μπρίλιος, μπορεί να είναι και Διαστημόβλαχος, αλλά συνήθως είναι κάτοικος πόλης.

Στο ίδιο μοτίβο λοιπόν, ο χαρακτηρισμός Μπάρμπα-Μπρίλιος, χρησιμοποιείται κυρίως για τους μεσήλικες / υπερήλικες οδηγούς, που συνδυάζουν ένα ή περισσότερα από τα εξής αξιόλογα χαρακτηριστικά:

  • Αυτοκίνητο 20ετίας ή ολοκαίνουργιο στα 1000cc (τα καθίσματα εννοείται ότι έχουν ακόμη το σελοφάν).
  • Διάφορες παπαριές κρεμασμένες στον κεντρικό καθρέφτη
  • Περιμετρικά «μαμίσια» ή Autoplus προστατευτικά Bumper Protector (ναι, ακόμη και στους προφυλακτήρες, το οποίο είναι οξύμωρο εξ ορισμού αλλά τέλος πάντων).
  • Αυτοκόλλητο χάρτη Ελλάδας (στραβοκολλημένο) – εναλλακτικά διάφορα αυτοκόλλητα ανάλογα με το τι ψώνιο έχει ο κανακάρης του.
  • Σχάρα old school (στραβωμένη από το βάρος των διαφόρων που τοποθετούνται κατά τας εξορμήσεις «στο χωριό»).
  • Κοτσαδόρο με ή χωρίς μπαλάκι του τέννις (εννοείται ότι δεν ρυμουλκεί τίποτα, είναι για να μην παρκάρουν κοντά του) – εναλλακτικά (σε extreme Μπρίλιο), αυτά τα ηλίθια κουτιά για σκύλους, που θα έπρεπε να έχουν κηρυχθεί παράνομα με ποινή επιτόπου πυροβολισμού του οδηγού εδώ και πάρα πολύ καιρό.
  • Αλλήθωρα φώτα (πορείας, ομίχλης ή και τα δύο) τα οποία σε ξεγκαβώνουν.
  • Αναμμένα πίσω φώτα ομίχλης γιατί μπέρδεψε τα συμβολάκια με το ξεθαμπωτήρι του πίσω τζαμιού.

Σημείωση: Εφόσον συνδυάζονται όλα τα παραπάνω, είναι προφανές πως έχουμε να κάνουμε με μια έξτρα κατηγορία, στον υπάρχοντα εξαίρετο ορισμό των Καγκούρων: Μπαρμπακάγκουρας (πιο ανεπτυγμένος από τον Ανυποψίαστο Γονέα στο ίδιο λήμμα).

Ανεξαρτήτως όμως του συνδυασμού των παραπάνω χαρακτηριστικών, ο Μπάρμπα Μπρίλιος φαίνεται κυρίως από τη συμπεριφορά του στον δρόμο. Είναι ο τύπος ο οποίος:

  • έχει πιάσει στασίδι με 50 στην αριστερή λωρίδα και δεν καταλαβαίνει γιατί όλοι τον μουντζώνουν και κορνάρουν
  • πάει μπροστά σου με 20 χ.α.ω. σε στενό από το οποίο δεν έχεις διαφυγή
  • κάνει 15’ να παρκάρει το ρημάδι σε χώρο για τριαξονική νταλίκα
  • βγαίνει παγανιά στην Εθνική έχοντας φορτωμένη την Άρτα και τα Γιάννενα στο όχημα (γιαγιά με την κουνιστή πολυθρόνα στη σχάρα κλπ). Προφανώς το Sunny πάει με το ζόρι 80, τα πίσω λάστιχα έχουν κάνει γωνία τύπου κωλοφτιαγμένου BMW 2002 και τα φώτα στο Θεό από το βάρος.
  • αλλάζει από 1η σε 2α αφού το στροφόμετρο έχει φτάσει στις 9000 σ.α.λ. βγαίνουν καπνοί και τα πιστόνια φαίνονται ανάγλυφα στο καπώ
  • πάει με 100 στην ευθεία και πλακώνεται στα φρένα πριν από ΚΑΘΕ στροφή για να μπει με 30 (γενικώς υπάρχει ένας μαγνητισμός με το πετάλι του φρένου τον οποίο μελετούν στο CERN αλλά δεν βλέπω να βγάνουν άκρη)
  • όταν χιονίζει, βάζει τις αλυσίδες όπου λάχει (ακόμα και διαγωνίως!) και συνεχίζει ακάθεκτος ακόμη και στην άσφαλτο – απαραίτητο αξεσουάρ, ο χιονάνθρωπος στο καπώ.

Προφανώς ότι και να κάνεις (φώτα, κόρνα, βρισιές, μολότοφ, χειροβομβίδα, RPG, Milan), ο τύπος δεν καταλαβαίνει Χριστό και μάλιστα τα παίρνει στην κράνα που τον ενοχλείς. Αν δε πετύχεις και τον απόλυτο συνδυασμό: 70άρης με καβουράκι / τραγιάσκα, γιλέκο-σακκάκι, την «κυρά» από δίπλα (με τσάντα στην αγκαλιά) και σκαραβαίο (μεγαλύτερης ηλικίας από τους επιβάτες συνδυαστικά), τότε έχεις εξασφαλισμένη θέση στο Δαφνί.

Πλήρης αντίθεση, ο γκαζόβλαχος.

Οποιαδήποτε βόλτα σε Ελληνικό αστικό δρόμο και Εθνική Οδό.

Βλ. επίσης φωτό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για ρατσιστική διατύπωση του Αλβανός.

Η γεωγραφική περιοχή της Αλβανίας αναφέρεται ως Αρβών από τον Πολύβιο (2ο αιώνα π.Χ.), η δε λέξη Αλβανία καταγράφηκε για πρώτη φορά από τον Πτολεμαίο το Γεωγράφο (130 μ.Χ.).

Εκ της Αρβώνος προκύπτει και η λέξη Αρβανίτης. Ο πρωταγωνιστικός ρόλος επιφανών Αρβανιτών στην Επανάσταση του 1821 είναι γνωστή. Χαρακτηριστικά, ο Ναύαρχος Κουντουριώτης έδινε τα στρατιωτικά του παραγγέλματα στα Αρβανίτικα, την γκέκικη διάλεκτο των αλβανικών.

Οι σύγχρονοι Αλβανοί αυτοαποκαλούνται Σκιπτάρ.

- ...τα αλβανά όσο ρήμαξαν και λήστεψαν την Ελλάδα προίκισαν σπίτια στην Αλβανία με τα κλεμμένα, πολλοί απο αυτούς έμειναν εδω κι έφτιαξαν σπίτια και μαγαζιά και πάλι μερσεντές έχουν. Στο μεταξύ όμως οι έλληνες πολίτες στενάζουν απο την οικονομική λεηλασία του επι 5 έτη 'καταλληλότερου΄...
- ...Για το χάλι μας δε φταίνε τα «αλβανά» ή ότι άλλη εθνικότητα θες, αλλά η (μη) πολιτική μας...

(Διάλογος από blog)

(από johnblack, 11/06/09)(από xalikoutis, 12/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O γκαγκά γεροξεκούτης, το ῥαμολιμέντο με έμενταλ.

Θηλ.: γκαγκαδιάδα, ουδ.: γκαγκαδιάρικο.

Έχει και τα καλά του να είσαι γκακαδιάρης: μαθαίνεις πολλές φορές για πρώτη φορά τα ίδια ευχάριστα νέα.

αουτομπανεύκολο λολοπαίγνιο τιμής ένεκεν και εις μνήμην (από xalikoutis, 19/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν παίρνεις από λόγια; Είσαι βούδι; Μπρούντζος είσαι; Δεν παίζεσαι με τίποτα!

Σλανγκιά της γενιάς της γιαγιάς μου. Την τρίτη φορά πια, που δεν συμμορφωνόμουν με τα λεγόμενα της, ακολουθούσε η παραπάνω ρητορική ερώτηση. Μα κάθε φορά; Κάθε φορά!

Ορισμένοι θεωρούσαν τους βούλγαρους ολίγον βάρβαρο λαό ως προς την συμπεριφορά, εξ ου και η σλανγκιά της γιαγιάς electron.

- (Γιαγιά electron) Σταμάτα να ανοιγοκλείνεις το παράθυρο, είναι χαλασμένο.
- Έλα μωρέ γιαγιά...
- Σταμάτα σου λέω..
(μετά από δέκα λεπτά)
- Aκόμα στο παράθυρο είσαι; Δεν παίρνεις από λόγια; Μα βούλγαρος είσαι παιδί μου; (για την ιστορία το παράθυρο το έφαγα στο κεφάλι, άλλη φορά όμως.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(μειωτικό)

Ο φανατικός Χριστιανός, αυτός που (σχεδόν) πρεσβεύει την βίαιη επιβολή του Χριστιανισμού.

- Αυτός ο Νώντας μωρ' αδερφάκι μου, μας ζάλισε τον έρωτα χθες το βράδυ. Μια κριτική στον αρχιεπίσκοπο πήγα να κάνω και με σκυλόβρισε το καθίκι... μετά άρχισε το γνωστό παραλήρημα περί της «Εθνοσωτήριου» και γίναμε μπίλιες.
- Εμ... Όταν στα λέω να μην τον κάνεις παρέα αυτόν τον χριστιανοταλιμπάν εσύ δεν μ΄ακούς!

Βλ. και σχετικό λήμμα αγριοχρίστιανος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified