Further tags

Κλασική έκφραση άρνησης, η οποία χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις όπου υφίσταται επιτακτική ανάγκη άμεσης «προσγείωσης» του συνομιλητή μας στην πραγματικότητα, ο οποίος δεν σκέφτεται ρεαλιστικά κι έχει υπερβολικές απαιτήσεις (από εμάς ή από τρίτους).

- Γκαρσόν! Λεκιάστηκα..
- Με όλο το θάρρος κύριε, μήπως θέλετε κι έναν αράπη να σας κάνει αέρα;

Βλ. επίσης μήπως θέλεις να σου κάνω και καμιά πίπα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση αυτή είναι δηλωτική απορίας, κατάπληξης και αγανάκτησης ταυτόχρονα, σε ίση μάλιστα αναλογία.

Έχει τις ρίζες της στις θεϊκές δηλώσεις που έκανε ο Νιγηριανός ποδοσφαιριστής του Εργοτέλη Πάτρικ Ογκουνσότο μετά τη λήξη ενός κρίσιμου αγώνα ΟΦΗ-Εργοτέλη διαμαρτυρόμενος για πέναλτι-φάντασμα που έδωσε ο διαιτητής σε βάρος της ομάδας του, και το οποίο την καταδίκασε σε υποβιβασμό. Ο καταιγιστικός, γεμάτος πάθος και λυρισμό αυθόρμητος λόγος του, μπορεί να παραλληλιστεί μόνο με αυτόν του άλλου μεγάλου πυλώνα του σύγχρονου ποδοσφαίρου, Εδεσσαίου παράγοντα κ. Μάτσιου.

Κατακλείδα και κορωνίδα των δηλώσεων του κ. Ογκουνσότο, αποτελεί το αγωνιώδες, προαιώνιο ερώτημα «Πώς γένιν αυτό;» που δεν θα απαντηθεί ποτέ και που δείχνει ότι ο κ. Ογκουνσότο απλά δεν έχει καταλάβει ακόμη ότι βρίσκεται στη χώρα της παράγκας.

  1. Σήμερα αήζω τρία βαθμό πρέπει να πάρει Εργοτέλης, αφν το ντως μας πέναλτι, το έτσι πέναλτι το ΟΦΗ, ντεν ήτανε πέναλτι το ντώσει πέναλτι, χμφφ τελευταίο λεπτό ντώσει πέναλτι, εγκώ ντεν ντώσμε πέναλτι το ε το ντιατητής. Πώς γένιν αυτό;

  2. (νέος αλλοδαπός ειδικευόμενος χειρουργός προσπαθεί να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα:)
    - Εγκώ ντεν έκοψε τένοντα, εγκώ έραψε μόνο μυς, αφν, ντεν ακούμπησε νυστέρι μόνο ψαλίντι χμφφφ τελευταίο λεπτό εγκώ ντεν έκοψε τίποτε, αλλά ντάκτυλο ντεν κουνιέται. Πώς γένιν αυτό;
    - Τελέρε Ογκουνσότο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν παίρνεις από λόγια; Είσαι βούδι; Μπρούντζος είσαι; Δεν παίζεσαι με τίποτα!

Σλανγκιά της γενιάς της γιαγιάς μου. Την τρίτη φορά πια, που δεν συμμορφωνόμουν με τα λεγόμενα της, ακολουθούσε η παραπάνω ρητορική ερώτηση. Μα κάθε φορά; Κάθε φορά!

Ορισμένοι θεωρούσαν τους βούλγαρους ολίγον βάρβαρο λαό ως προς την συμπεριφορά, εξ ου και η σλανγκιά της γιαγιάς electron.

- (Γιαγιά electron) Σταμάτα να ανοιγοκλείνεις το παράθυρο, είναι χαλασμένο.
- Έλα μωρέ γιαγιά...
- Σταμάτα σου λέω..
(μετά από δέκα λεπτά)
- Aκόμα στο παράθυρο είσαι; Δεν παίρνεις από λόγια; Μα βούλγαρος είσαι παιδί μου; (για την ιστορία το παράθυρο το έφαγα στο κεφάλι, άλλη φορά όμως.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην αγγλική naturalise σημαίνει παίρνω κάτι από αλλού (συνήθως από άλλη χώρα), και το κάνω ντόπιο. Στα γαλλικά, από όπου και η σλανγκιά, ο όρος σημαίνει δίνω τη γαλλική υπηκοότητα σε κάποιον ξένο που ζει στη Γαλλία (naturaliser το ρήμα, naturalise(e) επιθετική μετοχή που αναφέρεται στον πολίτη που αποκτάει την υπηκοότητα όχι από γέννηση). Παρότι περιγραφικός ο όρος εμπεριέχει και μία πρέζα ρατσισμού. Αυτά τραβάνε οι αποικιοκρατικές δυνάμεις.

Ο όρος εισήχθη γύρω στα μέσα του '80, και αρχικά από το μπάσκετ μετά στο ποδόσφαιρο, και μετά σε όλα τα αθλήματα. Διότι οι Γάλλοι, χρησιμοποιούσαν στις εθνικές ομάδες πολίτες από τις αποικίες τους (συνήθως έγχρωμους Αφρικανούς, αλλά και λευκούς Αφρικανούς), στους οποίους έδιναν τη γαλλική υπηκοότητα (με συνοπτικές διαδικασίες), μόνο και μόνο για να τους συμπεριλάβουν σε αυτές. Τότε, υπήρχε μεγάλο ζήτημα σε FIFA και FIBA, και μάλιστα υπήρχαν νόμοι που απαγόρευαν για παράδειγμα τη χρήση πάνω από δύο νατουραλιζέ παικτών στην πεντάδα και λοιπά. Η παγαποντιά αυτή βέβαια έφτασε και στον τόπο μας, παρότι δεν είχαμε αποικίες. Αλλά εμείς ως ελληνάρες ανατρέξαμε στο παιδομάζωμα του εμφυλίου, και καταφέραμε να ελληνοποιήσουμε, Ρώσους ταλαντούχους μπασκετμπολίστες. Μην ξεχνάμε και τον Μπουμπλή!!!! Ενώ την ίδια ώρα, οι Πόντιοι τραβούσαν τα πάνδεινα για να γυρίσουν στη μητέρα πατρίδα.

Όλα αυτά αποτελούν ιστορία, στη μετά Μπόσμαν εποχή, και στην εποχή της Ενωμένης Ευρώπης και της παγκοσμιοποίησης. Αλλά ο όρος έμεινε για να μας θυμίζει αυτήν την εποχή.

Σήμερα εκτός από την κυριολεκτική σημασία (ερχόμενος από άλλη χώρα), χρησιμοποιείται για οποιονδήποτε που αλλάζει μέρος, νησί, πόλη, ακόμα και χωριό και αποκτά εντοπιότητα.

  1. - Δε μου λες, ο Γιάννης καλός μάστορας;
    - Μου βγήκε η πίστη για να τον μάθω την τέχνη, δέκα χρόνια που είναι στην Ελλάδα.
    - Νόμιζα ότι ήταν Έλληνας.
    - Νατουραλιζέ είναι. Από Αλβανία.

  2. - Ο ξάδελφος σου, από ποιο χωριό είναι;
    - Ο Μάκης δεν είναι από Σάμο. Από Καλαμάτα είναι. - Τόσα χρόνια νόμιζα ότι είναι από εδώ.
    - Μπα, νατουραλιζέ είναι. Πήρε την υπηκοότητα με το γάμο. Τον κάναμε νησιώτη.

(από electron, 05/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λαϊκή σοφία εμίλησε ως άλλη σφίγγα! Εκφραση που σηκώνει ανάλυση, και ήρθατε στο σωστό μέρος!

Σπάμε την έκφραση στα δύο, προς ανάλυση της χαράς που μπορούμε να βρούμε:

α) της γκαστρωμένης το μουνί

Τι θέλει να πει ο ποιητής; Αφενός αυτό που υπονοεί και το εφηβικό ανέκδοτο. Σεξουαλική ηδονή από την τριβή εισόδου του ανδρικού μορίου στον γυναικείο κόλπο, και συνάμα πεοθηλασμός από πλευράς εμβρύου (δύο σε ένα). Πιο κυριλέ δεν περιγράφεται! Αφεδύο, είναι γνωστό ότι η εγκυμοσύνη είναι ένα μπλέντερ για τις γυναικείες ορμόνες. Συνήθως, μετά τους πρώτους τρείς μήνες κυοφορίας, ακριβώς μετά από τις ζαλάδες και τις αναγούλες, ανοίγει (ταπεινή περιγραφή) η σεξουαλική όρεξη. Οτι και να σας λέω είναι λίγο (από αυτά που έχω ακούσει από ορμονολόγους, εξυπνάκηδες).

β) της κουτσής τον κώλο

Και εδώ έχουμε δύο εξηγήσεις. Η πρώτη είναι ότι οι κουτσές λόγω της ιδιαιτερότητας τους, για να έλξουν το αντίθετο φύλο, αναπτύσσουν ιδιαίτερες τεχνικές στο κρεββάτι, σαν αμυντική αντίδραση του οργανισμού. Είναι γνωστό ότι άτομα που υπολείπονται σε μία αίσθηση, αναπτύσσουν μία άλλη υπέρμετρα, ώστε να καλύψουν το κενό. Τώρα γιατί οι κουτσές διαλέγουν να αναπτύξουν την σεξουαλική ικανότητα, θα σας γελάσω, και δεν το θέλω, αλλά εγώ θα εμπιστευθώ τη λαϊκή σοφία. Η δεύτερη εξήγηση, έχει να κάνει με την ανισότητα των άκρων της κουτσής. Στην οπίσθια εισχώρηση έχουμε διαμήκη κυματισμό των σωμάτων στα στενά δίπλα από τον κόλπο. Λόγω της ανισότητας των άκρων, δημιουργείται επί πρόσθετα, κι ένα μπότσι, που ως αποτέλεσμα έχει την απογείωση του εισχωρούντα στον έβδομο ουρανό αφού επιτυγχάνεται τριβή και μπρος πίσω, αλλά και τριβή τύπου «πλάθω κουλουράκια».

Συμπέρασμα: Αυτός που ξενογαμεί μία κουτσή την περίοδο που η γυναίκα του έχει περάσει τον τρίτο μήνα της εγκυμοσύνης, έχει ζήσει την απόλυτη σεξουαλική εμπειρία.

Υπάρχει βέβαια και η περίπτωση του πιστού συζύγου, που απλά η γυναίκα του είναι κουτσή. Ο τελευταίος σύμφωνα με τη λαϊκή σοφία, προβλέπεται ότι θα γίνει και πολύτεκνος.

  1. -Τι έμαθα ρε Λάκη; Η κουμπάρα έσπασε το πόδι της;
    -Ναι, όχι τίποτα σοβαρό, αλλά για δύο μήνες θα το 'χει στο γύψο.
    -Αντε ποιος τη χάρη σου!!!
    -Τι εννοείς ρε; θα μου βγεί η παναγία να πηγαινοφέρνω τα παιδιά, συν του ότι θα της κάνω και τον υπηρέτη!
    -Ναι, αλλά ξέρεις τι λένε;
    -Τι λένε ρε Θρασύβουλα;
    -Xαρά σ' εκείνον που γαμεί, της γκαστρωμένης το μουνί, και της κουτσής τον.... , ξέρεις ποιον!
    -Να πω της κουμπάρας σου τις μαλακίες που λες, να σου βάλει το γύψο στον κώλο;
    -Εντάξ μωρέ, ένα αστειάκι κάναμε!!!

  2. -Τι πέρασε απ' έξω ρε!!!!!!
    -Τι πέρασε;
    -Μία κουτσή! Ξέρεις τι λένε...χαρά σ' εκείνον που γαμεί, της γκαστρωμένης το μουνί, και της κουτσής τον κώλο.
    -Τι κάθεσαι; Τρέχα να την προλάβεις, μη στη καπαρώσει κάποιος άλλος. Κι αν τη χάσεις, τράβα στήσου έξω απ' το «Μητέρα»!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ναυτική σλανγκ. Μπαρκαρούτσος είναι αυτός που μπαρκάριζε ή μπαρκάρει σαν κατώτερο πλήρωμα. Η λέξη προέρχεται από το «μπαρκάρω σαν μούτσος» --> μπαρκαρούτσος (φαντάζομαι).

Αλλά έλα που η σλανγκ έχει και τη σλανγκ της!!! Ο συγκεκριμένος όρος χρησιμοποιείται από τους στεριανούς για να χαρακτηρίσει όλους τους ναυτικούς, υποτιμητικά βέβαια. Επίσης χρησιμοποιείται υποτιμητικά για ανώτερο πλήρωμα, υποννοώντας ότι είναι κακοί επαγγελματίες ή άσχετοι με την δουλειά τους.

  1. - Πάμε για καφέ;
    - Οκ, για πού;
    - Πάμε στην Κιβωτό.
    - Όχι ρε μαλάκα, εκεί πάνε όλοι οι μπαρκαρούτσοι!!! Θα πάθουμε ναυτία.

  2. - Ρε Γιώργο, ποιος είναι αυτός που σε χαιρέτησε;
    - Για τον συνάδελφο κύριο Μπαρκαρούτσο λες;
    - Ναι, και πως λέγεται;

  3. - Που λες Κώστα μου, το τελευταίο μπάρκο ήταν για κλάματα. Είχα πρώτο ένα μαλάκα ολκής.
    - Δηλαδή;
    - Ο μαλάκας, ούτε να γράφει δεν ήξερε. Όλα τα ραπόρτα εγώ τά 'γραφα του μπουχέσα. Και κόντεψε να μας βουλιάξει και μία φορά. Μπαρκαρούτσος από τους λίγους...

(από electron, 23/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι χάλια στην κανονική του κατάσταση, κττμγ. Μπορεί να αναφέρεται σε ντύσιμο, συμπεριφορά, ψυχολογική κατάσταση, σύνολο απόψεων, επιδόσεις στο οτιδήποτε, χαρακτήρα ή προσωπικότητα. Σπάνια, λέγεται και σαν πείραγμα μεταξύ φίλων. Συνήθως το λέμε για κάποιον που μας τη σπάει. Επίσης, καμιά φορά αντικαθιστά το «χάλια», χάριν αστεϊσμού.

Συνώνυμα : χαλασμένος, μαλάκας, για λύπηση, ασχημομούρης, άσχετος, άμπαλος.

  1. - Καλό το παιχτάκι που πήρε η Παναχαϊκή;
    - Φοβερός χάλιας. Αμφιβάλλω αν θα τον ξεκινάει εντεκάδα.

(από δω κι από κει)
........
2. Κυριακή, 6 Σεπτέμβριος 2009
Ο χάλιας και ο χειρότερος. Ποιος είναι πραγματικά χειρότερος; Βγήκε στο δελτίο του ALPHA o Παπακωνσταντίνου με τον Στυλιανίδη και άρχισαν δήθεν να τσακώνονται για την φοροδιαφυγή, δήθεν για την οικονομική πολιτική. Το ίδιο παραμύθι κάθε μέρα που όταν τα φώτα σβήσουν...

.........
3. Ακούγεται αστείο αλλά ενώ έχω μοντάρει τον εξοπλισμό μου πάνω από 50 φορές, εξακολουθώ να είμαι «χάλιας» στην κατάδυση...

(από electron, 20/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Θεός έφτιαξε πλάσματα, έφτιαξε και κλάσματα! Τώρα διαλέγετε και παίρνετε! Είτε την αριθμητική έννοια (κυριολεκτικά μία μισοριξιά ή μεταφορικά ένας περιορισμένης ευθύνης), είτε την σκατολογική έννοια (το προϊόν της κλανιάς, την κοινή πορδή, δηλαδή ένας ασήμαντος, ένας τιποτένιος).

All time classic μπαρμπαδισμός.

συνώνυμα : μυγόχεσμα, ρετάλι, ρεμάλι, μπετόβλακας,

  1. - Ρε χθες ανακάλυψα ότι αυτοί οι δύο είναι αδέλφια. Δεν θα το πίστευα αν δεν μου το 'λεγαν οι ίδιοι.
    - Κανείς δεν το πιστεύει. Ο ένας σοβαρός, λιγομίλητος, ντεκλαρέ και ωραίος τύπος, και ο άλλος αλήτρα πρεζέμπορας, χωρίς ιερό και όσιο.
    - Ο θεός έφτιαξε πλάσματα, έφτιαξε και κλάσματα.....

  2. - Και που λες, σκάει μύτη χθες ένα πλάσμα στην καφετέρια, πάθαμε όλοι. Ίσαμε τρία χιλιόμετρα πρέπει να ήταν το δεξί της πόδι, κι άλλα τόσα το αριστερό. Και άριστη κατασκευή. Όχι σαν κάτι ασύνδετα αγγούρια. Αλφαδιασμένη, από πάνω μέχρι κάτω. Αναστάτωση, πέφταν δίσκοι, ποτήρια, σταμάτησαν συζητήσεις κλπ.
    - Και να λείπω;
    - Κάτσε να ακούσεις τη συνέχεια. Και εκεί που είναι απλωμένο το πλάσμα, σκάει ένα κλάσμα ανδρός, και ο μούναρος σκύβει και του ρίχνει ένα ρουφηχτό! Και μένουμε σέκοι!! Κοίτα να δεις το λιμό αντράκι. Να κυκλοφορεί τέτοιο πλάσμα. Κουφαθήκαμε!!!

(από electron, 23/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Φιλιππινέζα οικιακή βοηθός, όπως την αποκαλούν όσοι σνομπάρουν το επάγγελμα, τους μετανάστες, τις κοντές γυναίκες, τους ευγενικούς, χαμογελαστούς, χαλαρούς και χαμηλών τόνων ανθρώπων, τα πάντα όσα δεν είναι σαν αυτούς (/-ές).

Βλ. και πάκι (2), πακίνι, αλβανό / αλβανά...

Ντισκλέιμερ περιττό, ελπίζω.

Εμ βέβαια, χρυσή μου, πώς να μάθει το παιδί σου σωστά ελληνικά με την Φιλίππα που του έχεις για νταντά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για χαρακτηρισμό κάποιου ατόμου το οποίο πετάει μαλακίες ή συμπεριφέρεται σαν ηλίθιος. Κοινώς: μαλάκας. Στην ουσία το μόγκολος προορίζεται για άτομα με ειδικές ανάγκες, αλλά πλέον χρησιμοποιείται για κάθε άτομο που έχει ως ατού την μαλακία και φροντίζει με κάθε τρόπο να κάνει αισθητές τις πίπες του στο ευρύ κοινωνικό του και μη περιβάλλον.

  1. - Ελάτε ρε μάγκες να κάνουμε καμιά καφρίλα, να τα σπάσουμε όλα, να μας πάρουν μάτι να γίνουμε famous!!! - Ε ΑΝΤΕ ΡΕ ΜΟΓΚΟΛΕ, σκάσε πια να λες μαλακίες!

  2. Τι λέει πάλι ο μόγκολος, ρε πώς την έχει δει πια...

  3. - Πωω! κοίτα μια γκομενάρα απέναντι, πάω να της τα ρίξω...
    - Τι να κλάσεις ρε μόγκολε, που θες να της τα ρίξεις κιόλας, η τύπισσα είναι θεά, δεν πιάνεται!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified