Further tags

Αθηναίοι, -ες.

Πολίτες του ψευδοκράτους των Αθηνών, μετοικούν συχνά πυκνά κατά τη διάρκεια εορτών, τριημέρων και τα καλοκαίρια στην Ελεύθερη Ελλάδα.

Για τους αυτούς, θεωρείται τίτλος τιμής, ώστε να μην αναφέρουν καταγωγή από την Αγουλινίτσα.

Από τους υπόλοιπους, θεωρείται συνώνυμο του κάφρος.

- Βρε συ, τί έγινε και δεν βρίσκω να παρκάρω πια;
- Πλάκωσαν οι Αθηναίοι...

άλλο...

- Βρε συ, πού είναι τα κορίτσια, δεν διασκεδάζουν πια κορίτσια εδώ;
- Ποια κορίτσια, είδαν τους Αθηναίους, λιμασμένους και κρύφτηκαν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός για έναν ομοφυλόφιλο, συνήθως έναν που του αρέσει περισσότερο να τον τρώει παρά να τον δίνει.

- Γεια σας, παιδιά.
- Φύγε απο 'δω, ρε πουτσογλείφτη, μας την σπας και μόνο που σε βλέπουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσβλητικός χαρακτηρισμός γιά ένα άτομο με διανοητική καθυστέρηση. Χρησιμοποείται επίσης και για άτομα υπερβολικά χαζά και ανόητα.

- Ποια είναι αυτή ρε;
- Η κυρα-Φωτούλα. Γειτόνισσά μου είναι. Καημένη κι αυτή...
- Γιατί;
- Γιατί ο μοναχογιός της είναι μπαμπαϊας, ρε συ. Πολύ την λυπάμαι.

Από υπαρκτό πρόσωπο στην Καβάλα, βλέπε σχόλια εδώ. Άλλοι ωραίοι τρελοί της πόλης: Φτερού (Αθήνα), Ρέψας (Θεσσαλλλονίκη), Μπαμπαΐας (Καβάλα), Μπαραμπάκος (Χανιά).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοροϊδευτικό για κάποιον αράπη

- Με κόλλησε ο θέγκας τακαμούρα. (αφρικανική αρρώστια)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τσιγκούνης, ο σπάγκος.

- Μάγκες δεν έρχομαι στην συναυλία. Δεν έχω χρήμα.
- Τι δεν έχεις χρήμα ρε τσιγκανόπουστα; 5 ευρώ στοιχίζει το εισιτήριο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενικός όρος περιγραφής ανατολικών κυριών (εξ ου και η χαρακτηριστική κατάληξη -οβα), οι οποίες έχουν προφανώς εντρυφήσει επί μακρόν στο άθλημα, σε βαθμό που να έχει μεταβληθεί η γεωμετρία του κόλπου και να προσομοιάζει σε πηγάδι.

- Ρε συ, δε μου 'πες τελικά τι έγινε με το γκομενάκι εκείνο που έφυγες προχθές από το μπαρ.
- Τι να γίνει ρε μαλάκα; Πίκρα. Τατιάνα Πηγαδομούνοβα η τύπισσα. - Όχι εσύ που φοβόσουν να της την πέσεις μη σε παρεξηγήσει η παρθενόπη.

(από pavleas, 22/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πούστης που τα εκπέπμει.

- Μάζεψε τα πουστρόνια σου, μολύνουν την ατμόσφαιρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γύφτους αποκαλούν τους Παοκτζήδες οι οπαδοί του Άρη για να δείξουν ότι τους θεωρούν κοινωνικά κατώτερους και άξεστους. Ιστορικά στη Θεσσαλονίκη ο ΠΑΟΚ ήταν η ομάδα των προσφύγων και των λαϊκών στρωμάτων ενώ τον Άρη υποστήριζαν ντόπιοι και, σε γενικές γραμμές, η αστική τάξη της πόλης.

Απαντάται και ο τύπος «ο γύφτος» - πάντα με άρθρο. Σημαίνει το σωματείο και την ομάδα του ΠΑΟΚ, π.χ. Πάλι με τον γύφτο κληρωθήκαμε στο κύπελλο. Χρησιμοποιείται όπως τα ανάλογα «ο γαύρος» και «ο βάζελος».

Ένα από τα συνθήματα που φωνάζουν οι Αρειανοί είναι:

Είναι πουτάνα, είναι μεγάλη πουτάνα
του κάθε γύφτου η μάνα.

Και οι Παοκτζήδες συχνά απαντούν:

Έρχεται, έρχεται όλη η γυφτιά,
τις μάνες σας γαμάει οθωμανικά.

Η αναφορά στο οθωμανικό γαμήσι λαμβάνει υπόψη ότι οι Αρειανοί επίσης αποκαλούν τους Παοκτζήδες «τούρκους» και «μωαμεθανούς».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μαύρο παιδάκι, το αφρικανάκι.

Οι γονείς ξανθοί και το παιδί μπουράκι. Δεν είμαστε καλά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη περιγράφει υποτιμητικά τον σπανό άνδρα. Συνήθως ο προσδιορισμός αυτός αντικαθιστά το όνομα του άνδρα.

- Ποιος το είπε;
- Ο σπανομαρίας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified