Further tags

Τύπος σοβιετικών καταδιωκτικών αεροσκαφών. Επίσης, συλλογική ονομασία για τα σμήνη των καλλιτέχνιδων που ενέσκηψαν στην Ελλάδα - επίσης στην Κύπρο και την Τουρκία - από τις χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού στις αρχές της δεκαετίας του '90.

Τα γνήσια μιγκ ήταν κατασκευασμένα στη Ρωσία και την Ουκρανία, αλλά ο όρος χρησιμοποιήθηκε καταχρηστικά και για μοντέλα από άλλες χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, κυρίως την Τσεχία και, μάλλον απροσδόκητα, την Μολδαβία. Στην έκδοση export είχαν ύψος τουλάχιστον 1.75, διαστάσεις 36-25-34, ξανθό μαλλί και γαλανό μάτι που χάραζε κρύσταλλο στα 20 μέτρα. Οι γλωσσικές τους δυνατότητες ήταν μάλλον περιορισμένες: «πώς σε λένε;», «εμένα με λένε Νατάσα/Ταμάρα» και «δέκα χιλιάδες» το οποίο με την πάροδο του χρόνου εξελίχθηκε σε «διακόσια πενήντα γιούρο».

Τα πρώτα χρόνια τα Μιγκ είχαν τις βάσεις τους κυρίως στα επαρχιακά κωλόμπαρα, όπου χάρη στον προηγμένο επιχειρησιακό εξοπλισμό τους άκοπα έκαμψαν τις περιορισμένες ούτως ή άλλως αντιστάσεις των επί δεκαετίες στερημένων τοπικών παραγόντων και ρήμαξαν χιλιάδες αγροτικές περιουσίες. Βαθμιαία εξαπλώθηκαν σε τουριστικά θέρετρα και τα μεγάλα ξενοδοχεία της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης, της Λευκωσίας και της Λεμεσού. Σήμερα τα μιγκ είναι πιθανότερο να τα συναντήσουμε σε διευθυντικούς ρόλους σε κτηματομεσιτικά γραφεία με Ρωσική πελατεία ή σε εταιρείες διοργάνωσης συνεδρίων.

- Τι καλλιτεχνικό γραφείο, ρε παραμυθά, σοβαρά μιλάς; Είχε πρίζες στο Αλλοδαπών κι έβγαζε βίζες για τα Μιγκ. Έτσι τά 'κανε τα λεφτά.

(από Khan, 29/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα κοντή, χοντρή, κακοσούλουπη, δυσκίνητη, μεγάλο βυζί και φαρδειά πλάτη, μαλλί κομμωτηρί, χρυσαφικό, όχι ωραία, ψευτο-επιβλητική και ψευτο-συναισθηματική, της γειτονιάς, τσαντάκι λαϊκής με χρυσό αλυσιδάκι, περί τα πενήντα - εξήντα, που όλα τα ξέρει και όλα τα κανονίζει. Μη σου τύχει. Το είδος εντοπίζεται σε βαφτίσια, γάμους, κηδείες, εκδηλώσεις, κλπ.

- Τι ήθελα και πήγα στα βαφτίσια, πλακώσανε όλες οι θειόκες και με αρχίσανε στα «Σειρά σου τώρα να κάνεις κάνα παιδάκι, άντε μπράβο!»

βλ. και θείτσα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λαϊκή γκόμενα. Όχι ότι μας χαλάει, αλλά βγάζουμε και μια κακιούλα για να ανεβάσουμε το προσωπικό μας στάτους, λες και είμαστε από το Παρίσι. Τέλος πάντων...

- Μεγάλε, την έχω δαγκώσει κανονικά με την Κούλα. Είναι γαμώ τα μωρά.
- Ναι ρε συ, δε λέω, αλλά πολύ λάικα η γκόμενα. Μπουζούκι - κομμωτήριο - μπουζούκι.

(από filologas, 20/03/08)

Βλέπε και σχόλιο στο λήμμα μπαλαλάικα - και Βλ. και «λαϊκός», ο, λαϊκογάμητος, λαϊκάτζα(ς), καραλάικα, λαϊκουριά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γερμανός τουρίστας.
Επεκτείνεται και περιλαμβάνει και σκανδιναβούς και άλλους βορειοευρωπαίους.
Απ' τό γνωστό γερμανικό όνομα Fritz.
Συνήθως φοράει σανδάλια με άσπρες κάλτσες μες στο καλοκαίρι.

- Βλέπω τους φρίτσουλες να βολτάρουν με τα σανδάλια και τις άσπρες κάλτσες και θέλω σακούλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι απ' τη Μάνη.

Στον Πειραιά έχει πολλούς μανιαμούνιες (στα Μανιάτικα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που «γεμίζει» ή «γεμίζεται» από πίσω, ο πούστης.

Ο Τάκης είναι τελικά πισωγιομίδης;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κραγμένη αδερφή, ομοφυλόφιλος που δεν φοβάται να το δηλώσει δημοσίως.

Ρε συ όλο με την κοπέλα μου μιλάει ο Αλέκος.
— Μην τον φοβάσαι ρε, είναι δηλωμένη, το πολύ να γίνουν φιλαράκια.

Δες και βγαίνω απ' τη ντουλάπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O ομοφυλόφιλος, αλλά και η γυναίκα που δεν έχει άντρα, η νυμφομανής.

- Αχ δεν είναι πολύ άντρας ο Μπάμπης;
- Ο Μπάμπης; Ας γελάσω! Ρε αυτός είναι γνωστός poutsless.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κολλημένη με την θρησκεία. Συνήθως είναι λιπαρή, με λευκό δέρμα, κακόσχημο σώμα, κρυφοσεξουαλική και βιτσιόζα, φορά γυαλιά, ντύνεται με άχρωμα ή μαύρα λερωμένα ρούχα, παπουτσάκι ορθοπεδικό της λαϊκής, έχει τα μαλλιά της δεμένα σε σφιχτό κότσο και είναι ετών 60 και άνω. Πάει οργανωμένες εκδρομές οπουδήποτε, μαζί με εκατό σαν κι αυτήν, χαλάνε τον κόσμο στη φλυαρία και, εννοείται, σε ματιάζουν με τη μία. Αν δεν είναι 60 ετών και άνω, είναι τριάντα περίπου, με παχιά φρύδια, πάντα άπλυτη και πάντα λιπαρή. Ίνδαλμά τους ο παπάς της ενορίας. Δεν αγαπάνε τα ζώα, ούτε τα παιδιά, ούτε (φυσικά) τον πλησίον, κι ας προσκυνάνε το ευαγγέλιο. Κοινώς, κίνδυνος θάνατος.

Μόνο λίγες από δαύτες είναι πραγματικά καλοσυνάτες γυναίκες.

Είπαμε να πάμε εκδρομούλα στην Αίγινα μια καθημερινή για να μην έχει κίνηση και μας έκατσε πούλμαν με θεούσες στο πλοίο, που πηγαίνανε για προσκύνημα στον Άγιο Νεκτάριο... Τι να σου πω, χτικιάσαμε από τη φασαρία μέχρι να φτάσουμε.

(από soulto, 22/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικά, ο επαρχιώτης ή αυτός που έχει χωριατικη προφορά ή αυτός που είναι ντυμένος εκτός μόδας ή αυτός που δεν έχει τρόπους.
Λέγεται για άνδρες και γυναίκες.

Καλέ ήρθε το βλαχαδερό και έγινε άνθρωπος, κάνει τώρα και κριτική για τους πρωτευουσιάνους. Κοίτα βρε κάτι πράγματα που συμβαίνουν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified