Αναντάμ παπαντάμ οι καπάτσες γυναίκες έλεγαν ότι το μυστικό για να κατακτήσεις την καρδιά ενός άντρα είναι να κατακτήσεις πρώτα το στομάχι του. Και μετά, αφού ερωτευτεί τα σουτζουκάκια σου, για να τον κρατήσεις, πρέπει να του στέκεσαι σαν μια καλή μαμά, να τον προσέχεις, να του μαγειρεύεις, κ.λπ. (η κατσαρόλα – κατσαρόλα).

Εύκολο να γίνει κατανοητό μέσα από τις εξής υποθετικές εικόνες:

Εικόνα 1 (χάλια): Τον έχεις και τρέχει όλη μέρα να σου φέρει λεφτά για τα γκούτσι σου και τα ντιόρ σου, δεν τρώει, πίνει πέντε καφέδες χωρίς ζάχαρη και σκάει σπίτι με νεύρα τεντωμένα και στην τσίτα και τον ταΐζεις σουβλάκια ντιλίβερι με πατάτες πανιασμένες που 'χουν μείνει στον σουβλατζή από χτες: τι κουνήματα να του κάνεις ρε κοπελιά, χαμπάρι δεν θα πάρει ότι φοράς το κόκκινο σιθρού βρακί αυτοκινήτου. Θα πάρει το τηλεκοντρόλ να δει τον αγώνα και θα τον τσαντίζει ακόμα και το που αναπνέεις.

Εικόνα 2 (αυτή!!! –κρατηθείτε, ακολουθεί η κεντρική ιδέα του ορισμού): Αντιθέτως με την προηγούμενη εικόνα, σκέψου, τι αποτέλεσμα έχει να του μαγειρέψεις ένα καλό γεύμα: τον περιμένεις με τα κεράκια αναμμένα, το τζάκι να καίει νωχελικά, το σπίτι ευωδιάζει νόστιμο φαγάκι, τον ταΐζεις στο στόμα με τον τρυφερό σολομό που η υφή του παραπέμπει σε βελούδινο γυναικείο δέρμα, τον κερνάς ένα μεθυστικό κρασί με φρουτώδες άρωμα, του σερβίρεις τις κατακόκκινες μοσχοβολιστές φραουλίτσες (σχήμα καρδιάς)... όλα παραπέμπουν ενδόμυχα στο σεξ σε όλο το σκηνικό... χαλαρώνει και του 'ρχεται. Σε κοιτάει και γλείφεται κι ας φοράς και το περιοδόβρακο (λέμε τώρα).

Σο, το να μαγειρέψεις ένα καλό γεύμα είναι καλό για σένα κοπέλα του σήμερα.

Για ενισχυμένα αποτελέσματα μπορεί να γίνει επιλογή από γνωστά αφροδισιακά όπως:

  • Χαβιάρι ή / και στρείδια (ο ψευδάργυρος τεντώνει / την γαμοτεστοστερόνη –έκανα ποίμα, έκανα ποίμα),
  • Ραπανάκια (τα 'τρωγε ο Φαραώ που του αρέσαν τα πικάντικα και χαίρονταν οι σκλάβες),
  • Μπανάνες (έχει και το σχήμα έχει και την χάρη –μαγικά ένζυμα που τον κάνουν ζαγοράκη),
  • Σαμπάνια (ε, καλά, αυτό το ξέρει κι η κουτσή Μαρία),
  • Σοκολάτες (επίσης το ξέρει ο κόσμος όλος, παραγωγή ενδορφινών στον εγκέφαλο κάργα),
  • Σύκα (τι λες τώρα!αυτό λοιπόν προσωπικά δεν το ήξερα, το βρήκα όμως στο νετ, το 'χαν λέει οι αρχαίοι Έλληνες για πολύ καυλωτικό αλλά κρατάω επιφυλάξεις γιατί αυτοί γαμιούνταν μεταξύ τους...),

και τέλος πάντων διάφορα τέτοια μαγικά.

Να σημειωθεί πάντως ότι τα όρια είναι πολύ δυσδιάκριτα και πρέπει να είμαστε προσεκτικές. Στο καλό γεύμα που θα μαγειρευτεί, πρέπει να επικρατούν γεύσεις και αρώματα φινετσάτα, αέρινα, πλούσια και όπως και δήποτε να αποφεύγονται τα τσιγαριστά, τα σκόρδα και τα όσπρια.

Επίσης, οι ποσότητες σε ένα καλό γεύμα πρέπει να είναι σχετικά μικρές (όπως σε κάτι γκουρμέ εστιατόρια που σου σερβίρουν μια υπέροχης γεύσης κοτσιλιά σε ένα τεράστιο πιάτο στολισμένο με σάλτσα από σπάνιο σμέουρο), αλλιώς, άμα τον παραταΐσεις, θα ρευτεί σαν μοσχάρι και θα πάει κατευθείαν για ύπνο.

Ασίστ: στο ΔΠ από τον Χαλικού.

Παράδειγμα 1 - Το σχόλιο της υπογράφουσας σε αυτό το λήμμα:

Ε: Ο άντρας μου φτάνει πάντα σε οργασμό, μετά τον παίρνει ο ύπνος και δεν μου προσφέρει εμένα έναν.

Α: Δεν είμαι σίγουρος πως καταλαβαίνω το πρόβλημα. Ίσως ξεχάσατε να του μαγειρέψετε ένα καλό γεύμα.....

Παράδειγμα 2:
(Η Ευφροσύνη το πήρε απόφαση και χωρίζει τον Μπάμπη. Αυτός απελπισμένος τραγουδάει:)

Μπάμπης: Μ' αφήνεις τώρα που έμαθα κοντά σου
και ζω μονάχα για το μουσακά σου
και το στιφάδο και τα γεμιστά σου
όχι όχι άλλος πια λαπάς όχι όχι ούτε τραχανάς

Μείνε μαζί μου και μη μ' αγαπήσεις
μόνο πατάτες να μου τηγανίσεις
και λίγο λίγο να τις ξεροψήσεις
όχι όχι όλες μην τις φας όχι όχι άσε και για μας

Τι θα γίνω μες στη ζωή, αν ξυπνήσω ένα πρωί
και κοιτάξω στην κατσαρόλα, από μέσα να λείπει το φαΐ...

Ευφροσύνη:

Α ρε Μπάμπη, σου μαγείρευα ένα καλό γεύμα κάθε βράδυ γιατί διάβασα το κόλπο στο www.slang.gr, αλλά δεν το εκτίμησες ούτε αυτό, την γλώσσα σου στο αιδοίο μου δεν είδα... Έχε γεια αγαπημένε...

clopyright άσματος από εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραδοσιακός τρόπος εκφοράς της λέξης «πουτάνα» στα Σφακιά.

Η προφορά έχει ως εξής: η πρώτη συλλαβή είναι τονισμένη σε βαθμό να δημιουργείται παύση μεταξύ αυτής και της δεύτερης και το «τ» ακούγεται σε δυο χρόνους (εξ ου και προτίμησα αυτήν την ορθογραφία), ενώ το αρχικό «π», ακόμα κι αν προηγείται «ν», δε γίνεται ποτέ «μπ» (διατήρηση που είναι σπάνια), ώστε ο ήχος φέρνει σε «πτ!»(ύελο).

Ως χαρακτηρισμός είναι αμετάκλητα απαξιωτικός για τη γυναίκα στην οποία αποδίδεται και συνδηλώνει παράλληλα την πρόθεση του χρήστη να απαξιώσει - αγνοώντας την - τη διαφοροποίηση ανάμεσα σε κατ' επάγγελμα και κατά ήθος (σύμφωνα με την αντίληψή του) πόρνες.

Να σημειωθεί ότι πολλές λέξεις οι οποίες (ακόμα και σε άλλα μέρη της Κρήτης) έχουν «ου» στην πρώτη συλλαβή, στα Σφακιά έχουν διατηρήσει το αρχικό «ο» ή έχουν παρεπιδραστικά μετατρέψει το «ου» σε «ο» (ή σε κάτι ανάμεσά τους), πχ. κουρντίζω - κορντίζω, κουλαντρίζω - κολαντρίζω, κουτάλα - κοτάλα, βούπα (το ψάρι γώπα) - βώπα, ακόμα και το κουρά μπορεί να ακουστεί ως κορά κλπ.

- Πού 'ναι μρε το Στραθιό;
- Αυτός μρε τά'ει μπλεμμένα με μια ποττάνα στα Χανιά και δε γατέω ίντα θα τ'αποβγάλει....

- Και πώς σου φανήκανε οι φίλες της ξαδέρφης σου;
- Ποττάνες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξελιξίδι και κυρίως ξελιξίδια, στον πληθυντικό, είναι στην Κρήτη ένας μειωτικός γιαγιαδίστικος όρος για τα «σνακ» που λέγαμε παλιά, τα όσα τσιμπολογάμε εκτός κυρίων γευμάτων, αλμυρά (γαριδάκια, πατατάκια κ.λπ.) και ζαχαρώδη. Ξελιξίδια είναι αυτά που δεν πρέπει να τρως γιατί δεν θα φας το φαΐ σου.

Όμως η λέξη δεν πρέπει να είχε πάντα αυτόν τον μειωτικό τόνο, και λεγόταν γενικά τα σπιτικά κεράσματα και ειδικά τα κεράσματα της ρακής: γλυκά παξιμαδάκια, αστραγάλια, χλωρά ροβύθια, μη σας πω και χαρούπια. Οι γιαγιάδες μάλλον προσάρμοσαν τον όρο αυτό στα όσα καταστροφικά για την υγεία των εγγονιών και την τσέπη των ιδίων σκατολοΐδια άρχισαν να γίνονται αργά αλλά σταθερά διαθέσιμα και προσιτά τις μεταπολεμικές δεκαετίες.

Τα τελευταία χρόνια ο όρος γνωρίζει μια ακόμα σχετική διολίσθηση στην έννοιά του (και ένα ψιλοrevival με την απενοχοποίηση της χρήσης διαλεκτικών λέξεων): όσοι ακούγαμε μικροί να μας μαλώνουν γιατί τρώμε ούλη την ώρα ξελιξίδια, πλέον ονομάζουμε ξελιξίδια τα ψιψιψόνια, κυρίως τα συνοδευτικά του πχιοτού.

Ακόμα πιο πολύ διολισθαίνει η έννοια όταν αποκαλούμε ξελιξίδι τον πουτσομεζέ.

Ετυμολογία: από το «λιγώνομαι» = λαχταρώ κάτι μέχρι λιποθυμίας.

  1. Μπα, πράμα δε κάνει. Σα' τ'αχυρά 'ναι. Δε βρήκες άλλο πράμα να φας και 'συ; Μόνο ξελιξίδια τρως!

(από σχόλιο μιας γιαγιάς που δοκίμασε τη μηλόπιτα του εμπορίου που έτρωγε η εγγονή της).

  1. Άμε να του πεις να βάλει άλλο ένα ντίμπλι και να μας-ε γεμώσει ξελιξίδια... κι όι καρότα πε του, απού να μην του πω πράμα του ατζίγγανου.

  2. - Πάρε μου ρε τσιγάρα. Και πάρε και κανά ξελιξίδι...
    - Θα πάρω εκείνα τα πορτοκαλί τα τίμια...
    - Στο μυαλό μου είσαι...

  3. - Φίλε, η παγωτατζού είναι πολύ σωστή...
    - Έλα μωρέ με τα ξελιξίδια.. όσος είναι ο γρόθος μου είναι ο κώλος της. Δε βλέπεις τι κυκλοφορά ναούμ'...

βλ. και φαγουλάτα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται από ανθρώπους που (και καλά) έχουν μεγαλώσει στην Ιταλία - αλμπάνια δηλαδή, που αντί για Βορειοηπειρώτες, το παίζουν Σιτσιλιάνοι - σε περιπτώσεις που αναφέρονται σε δύο πράγματα που ομοιάζουν μεν, δεν ταυτίζονται δε. Αντί του τομέιτο-τομάτο που λένε και οι φίλοι μας αμερικλάνοι.

-Ρε συ Μπλένταρ, χθες μας έλεγες ότι είσαι από τη Νάπολι, σήμερα λες ότι μεγάλωσες στο Μπάρι;

(Με προσποιητή φωνή Ραματσότι)
-Τι Πιρέεεεεελλι, τι τραβέλι!!! Η μάμα από το Νάαααααπολι, ο πάπα από Μπάαααρι! (Σε ελεύθερη μετάφραση μάμα από Ελμπασάν, πάπα από Σκόδρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χυδαίο λολοπαίγνιο πάνω στο μουνί και την ουρήθρα.

Εκφέρεται ποικιλοτρόπως:

1. Γι αυτό να προτιμάς τις κοπέλες με ξυρισμένη μουνίθρα.
(σε συζήτηση για μουνόψειρες)

2. πω ρε τι μουνίθρα ειναι αυτη....μου χει φυγει το κλαπέτο
(σε συζήτηση για φωτογραφίες από παρέλαση)

3. Τώρα ξεψαρώσαμε και δεν φοβόμαστε μη μας δώσουν τη μουνήθρα στο χέρι που λέμε κι εμείς

4. ΓΑΜΗΣΙ ΑΠΟ ΚΩΛΟ, ΒΑΖΕΛΙΝΗ ΜΕ ΑΜΜΟ ΚΑΙ ΞΥΛΟ, ΠΟΛΥ ΞΥΛΟ ΣΤΗΝ ΞΕΚΩΛΙΑΡΑ ΜΟΥΝΗΘΡΑ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Κουβάδες»: δείχνει τεράστια ικανοποίηση η και απόλαυση και αποτελεί τμήμα της έκφρασης «χύνω κουβάδες». Επίσης δεν αναφέρεται μόνο σε σεξουαλικά αντικείμενα αλλά και σε οτιδήποτε μπορεί να προσφέρει απόλαυση η ευχαρίστηση. Επίσης χρησιμοποιείται ως παραίνεση.

1) Συζήτηση μεταξύ φίλων. Ερώτηση: είναι καλό το τελευταίο π.χ. (ταινία, δίσκος, παιχνίδι, βιβλίο);
Απάντηση: Καλά μιλάμε, κουβάδες!

2) Πήγαινε να φας στο τάδε εστιατόριο, το φαγητό είναι κουβάδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified